Change Text Size
+ + + + +
Η Πούλια κι ο Αυγερινός.

(Ζάκυνθος)

Μιά φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα και είχανε ένα κοριτσάκι που το λέγανε Πούλια. Μία ημέρα επέθανε η μάνα τση Πούλιας και ο βασιλέας επαντρέφτηκε και επήρε άλλη γυναίκα που δεν την αγαπούσε την Πούλια, πως ήτανε όμορφη. Μία ημέρα είπε στο βασιλέα η βασίλισσα να πουλήσουνε την Πούλια για να πάρουνε πολλά λεφτά, που ήτανε τόσο όμορφη. «Και τί τη θέλουμε; ήλεγε η βασίλισσα. Ίσια που τρώει το ψωμί χάρισμα». Για να μην τρώεται η βασίλισσα, το αποφάσισε και ο βασιλιάς και την έβαλε στο κατώι και την τάιζε κάμποσες ημέρες καρύδια, σύκα και κάθε λογής γλυκίσματα, για να παχύνει, να ντη μοσκοπουλήσουν.
Αισώπου μύθοι

Ο Αίσωπος ήταν αρχαίος Έλληνας μυθοποιός. Θεωρείται ιδρυτής του λογοτεχνικού είδους που σήμερα ονομάζεται παραβολή ή αλληγορία. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς και συγκεκριμένες πληροφορίες, από πολλούς μάλιστα αμφισβητείται ακόμη και η ύπαρξή του.

Είναι ο διασημότερος από τους αρχαίους μυθοποιούς, αναμφισβήτητος πατέρας του αρχαίου μύθου. Θεωρείται επίσης ο κορυφαίος της λεγόμενης διδακτικής μυθολογίας. Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι δεν έγραψε μήτε μια λέξη, αλλά όλους τους μύθους τους διηγιόταν προφορικά.
Οι Καλικάντζαροι στην Ελλάδα.

Οι Μωμόγεροι (Βόρεια Ελλάδα)

Η λαϊκή φαντασία οργιάζει στην κυριολεξία σχετικά με τους Καλικάντζαρους, που βρίσκουν την ευκαιρία να αλωνίσουν τον κόσμο από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα, τότε δηλαδή που τα νερά είναι «αβάφτιστα». Η όψη τους τρομακτική, οι σκανδαλιές τους απερίγραπτες και ο μεγάλος φόβος τους η φωτιά.
Στις περιοχές της Μακεδονίας, Θράκης και Θεσσαλίας εμφανίζεται το έθιμο των μεταμφιέσεων, που φαίνεται πως έχει σχέση με τους καλικάντζαρους. Οι μεταμφιεσμένοι, που λέγονται Μωμόγεροι, Ρογκάτσια ή Ρογκατσάρια, φοράνε τομάρια ζώων (λύκων, τράγων κλπ) ή ντύνονται με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά. Γυρίζουν στο χωριό τους ή στα γειτονικά χωριά, τραγουδούν και μαζεύουν δώρα. Άμα συναντηθούν δυο παρέες, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή.
(Από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Παπάκι»)
Μια μάνα που δεν είχε παιδιά.

(Δομοκός Φθιώτιδας. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Το ταμένο παιδί και η άπιστη γυναίκα")

Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια μάνα. Δεν είχε η καημένη παιδιά. Παρακαλούσε το Θεό, αλλά δεν της έδινε παιδιά. Μια μέρα έρχεται ένας δράκος στο σπίτι της και της λέγει: «Εγώ θα παρακαλεθώ στο Θεό να σου δώσει ένα παιδί και άμα γίνει δεκατριών ετών θα έλθω να το φάω». Και η γυναίκα τότε εδέχτηκε.
Έγινε το παιδί δεκατριών ετών και πήγαινε στο σχολείο. Ο δράκος πήγε στο σχολείο και το βάρισε το παιδί μια δυνατή ξυλιά και του είπε:
Ο Ασελάνης, ο Καπλάνης και το Ορφανό.

(Πελοπόννησος. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Η άπιστη αδερφή")

Μια φορά κι ένα καιρό ήτανε δύο αδέρφια, και ήσαντε πολύ φτωχά. Και μια μέρα λέει ο αδερφός της αδερφής του: «Θα φύγουμε από δω». Φύγανε και πήγανε σε ένα μέρος μακρινό. Εκεί βρήκανε ένα σπίτι που είχε όλα τα καλά. Φάγανε καλά και κοιμηθήκανε. Το πρωί πήρε το ντουφέκι του ο αδερφός και πήγε για κυνήγι. Εκεί που κυνηγούσε βρήκε μια σκύλα, που την ελέγανε Ασελάνα, και γεννούσε. «Μη με σκοτώσεις, γιε μου, και θα σου δώσω το καλύτερο κουτάβι μου». Την άφησε, γέννησε αυτή και πήρε το καλύτερο κουτάβι.
Προχώρησε πιο πέρα και βρήκε άλλη σκύλα, που τη λέγανε Καπλάνα, και κυνηγούσε, κι εκείνη τη στιγμή γεννούσε και του λέει:
Ο κασιδιάρης.

(Σαρακατσάνικο παραμύθι. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Ο Σταχτιάρης")

Ήταν ένας κασιδιάρης, έκοβε ξύλα στο λόγγο και φόρτωνε τα γομάρια. Τα πήγαινε στο παζάρι και τα πουλούσε. Πήγαινε κάθε μέρα κι έκοβε ξύλα. Μια μέρα βρίσκει δυο λιοντάρια στο λόγγο και πάλευαν. Τα λεοντάρια λένε του κασιδιάρη: «Για έμπα ανάμεσα να μας ξεχωρίσεις!» Μπήκε ανάμεσα ο κασιδιάρης και τα ξεχώρισε τα λεοντάρια.
Άτιτλο.

(Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Η γλώσσα των βατράχων")

Ήσανε μια φορά δυο αδέρφια, το 'να φρόνιμο, τ' άλλο σα λωλό λίγο, και κινήσανε να πάνε να βρούνε δουλειά για να ζήσουν. Στο δρόμο που παγαίνανε, φθάσανε το βράδυ-βράδυ σ' ένα ποτάμι. Εκεί λέει ο λωλός: «Αδερφέ, 'γώ θα καθίσω δω να μάθω τη γλώσσα των μποκακάδω (των βατράχων)», και εκάθισε. Ο αδερφός του σάμπως εθύμωσε και του λέει: «Σήκω να πάμε στη δουλειά μας, τι θα κάνεις εδώ, θα ψοφήσεις από την πείνα;» Τίποτα ο λωλός: «Θα καθίσω δω να μάθω τη γλώσσα των μποκακάδω». Έτσ' ο φρόνιμος αναγκάσθη και τον άφησε και έφυγε" εκείνος εκάθισε ένα χρόνο, δύο, όσο έμαθε τη γλώσσα.
Ο καρδιογνώστης.

(Καλάβρυτα)

Κάποια φορά ζούσε ένας χωριάτης. Δούλευε στο χτήμα του μιαν ημέρα και στο δρόμο που πήγαινε συνάντησε ένα θάμνο που καιγόταν. Γλίτωσε λοιπόν ένα φίδι που κινδύνευε να καεί και κείνο για πλερωμή του 'δωκε το χάρισμα να καταλαβαίνει όλων των ζώων τις γλώσσες. Δεν έπρεπε όμως να πει σε κανέναν το μυστικό, γιατί θα πέθαινε.
Μια μέρα ταξίδευε για το χωριό του πεθερού του. Καβάλα στη φοράδα του ήταν η γυναίκα του, γκαστρωμένη, που 'χε κι άλλο μωρό στην αγκαλιά της. Μα κι η φοράδα ήταν γκαστρωμένη και πίσω της ακολουθούσε το πουλαράκι της. Το πουλαράκι όμως απόστασε και λέει στη μάνα του:
Του δράκου ο γιος.

(Θράκη. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Ο θετός γιος του δράκου και η Πεντάμορφη")

Ήταν ένας βασιλιάς και δεν έκανε παιδιά" και μια φορά τον πήρε το παράπονο και βγήκε έξω από τη χώρα να περπατήσει για να ξεδώσει ο νους του. Εκεί που περπατούσε, τον βρίσκει ένας ασκητής' ήταν δράκος" και λέει του βασιλιά: «Ώρα καλή, αφέντη βασιλιά. Πού πηγαίνεις έτσι ολομόναχος και πεζός και δεν έχεις κανένα στρατιώτη μαζί σου;» «Τι να σου πω, γέροντα;» αποκρίθηκε ο βασιλιάς. «Δεν κάνω παιδιά. Και απ' αυτό το παράπονο βγήκα έξω να περπατήσω κομμάτι, για να ξεδώσει ο νους μου, γιατί είμαι για να σκάσω». Τότε ο ασκητής του λέει:
Η κρίση του δικαστή.

(Πόντος)

Ήταν ένας γέρος κι είχε τρία αγόρια. Κι είχαν ένα μαγαζί, υφασματοπωλείο. Τα δυο αγόρια δούλευαν στο μαγαζί. Ο μικρός πήγαινε στο σχολείο, σπούδαζε. Τα παιδιά τα δυο ήταν εργατικά. Μια μέρα ο πατέρας αρρώστησε και κατάλαβε πως θα πεθάνει. Φώναξε τα παιδιά του και τους είπε: «Παιδιά μου, θέλω να σας δω. Εγώ θα πεθάνω. Εσείς να κάνετε τη δουλειά σας καλά. Ο μικρός να σπουδάζει κι εσείς να έχετε το μαγαζί και να μην χαλάσετε την κάσα με τις λίρες». Και πέθανε ο πατέρας τους.
Τα παιδιά τα δυο πήγαιναν στο μαγαζί και κάνανε τη δουλειά καλά. Ο μικρός, κρυφά, φανερά, άνοιξε την κάσα, έφαγε τις λίρες. Πέρασε ένας χρόνος. Τα δυο παιδιά θα παίρνανε εμπόρευμα, να γεμίσουνε το μαγαζί. Κοιτάνε, η κάσα άδεια. Λέει ο μεγάλος αδερφός:
Το πιπίλισμα της βασιλοπούλας από το δράκο.

(Μικρά Ασία)

Είχε ένα βασιλιά κι είχε μια και μοναχή κόρη. Σαν ήρθε σε νόμου ηλικία, θέλησε να τη στεφανώσει, όμως η κόρη δεν ήθελε κανένα. Είπε να της δώσει του βεζίρη τον υιόν, δεν ήθελε. Της είπε πολλούς, κανένας δεν της άρεσε. Στο τέλος είπε η κόρη στον πατέρα της να προστάξει να περάσει από μπρος από το παλάτι όλος ο κόσμος και σ' όποιον ρίξει το μήλο, εκείνον να της δώσει.
Βασιλικός ορισμός, οργή θεϊκή, να περάσει όλος ο κόσμος, μικροί, μεγάλοι, μπρος από το παλάτι.
Σαν πέρασε όλος ο κόσμος και εξής, πίσω-πίσω πέρασε κι ένας δράκος κι άρεσε στην κόρη.
Άτιτλο.

(Μύκονος. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Ο αντρειωμένος Γιάννης")

Ήταν ένας βασιλές και δεν έκανε παιδί και πήρε τ' άλογο και πήγαινε στην οξοχή και βρίσκει μια βρύση. Κοντά στη βρύση μια μηλιά κι από πάνω από τη βρύση ήτανε μια απογραφή κι έγραφε: «Όποιος καθαρίσει τη μηλιά, σ' ένα χρόνο να πάρ' από τον καρπό τς, να φάει η βασίλισσα να γκαστρωθεί, να κάμ' αρσενικό παιδί. Αλλά να μην το δει μήτε η μάνα μήτε ο πατέρας ως τα δεκαοκτώ χρόνια». Επήεν ο βασιλές στο παλάτι και πήρενε τροφή και μιαν αξίνη κι επήαινε στη μηλιά κι εσταματήσενε κι έσκαβε τη μηλιά.
Στο χρόνο απάνω ήκαμε τον καρπό και τον επήρενε και πήαινε στη βασίλισσα. Λέει:
Η βασιλοπούλα με την ψείρα κι ο δαίμονας.

(Ζάκυνθος)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα και είχαν μία βασιλοπούλα. Και οι υπηρέτριες και οι υπηρέτες τη φύλαγαν να μην έβγει σε ήλιο, γιατί έκανε ψείρα. Το λοιπό μια μέρα επαρακάλεσε να την αφήσουνε να βγει όξω κι έκαμε ψείρα. Μια ημέρα η βασιλοπούλα επήγε στο βασιλέα και ο βασιλέας όπως έψαχνε το κεφάλι τση κόρης του, εύρηκε την ψείρα. Την έπιασε και γιόμισε μία μποτίλια αίμα και την έβαλε μέσα. Όταν ήπιε ούλο το αίμα, εμεγάλωσε η ψείρα και δεν την έπαιρνε πλέον η μποτίλια και με τον καιρό την έβαλε μέσα σ'ένα ασκί. Όταν την έβγαλε από τ' ασκί, την έσφαξε και με το δέρμα τση ο βασιλέας έκαμε ένα τραπέζι και εκάλεσε ούλον τον κόσμο να βρει από πού είναι ευτό το δέρμα. Όποιος ήθελε το βρει, ήθελε να πάρει τη βασιλοπούλα για γυναίκα του.
Ο γούμενος κι αλήθεια.

(Τρίκαλα Κορινθίας)

Σ' ένα χωριό, έναν άνθρωπο, γιατί έλεγε πάντα την αλήθεια, τον κυνήγαγε ούλο το χωριό σαν το λυσσιάρικο σκυλί. Είδε κι απόειδε ο άνθρωπος, μούντζωσε το χωριό, αρατίστη* και πάει, όπου ιδούν τα μάτια του. Στο δρόμο που πάγαιν' ο χωριάτης, απανταίν' ένα γούμενο καβάλα στ' άλογο, και δεν τον χαιρετάει. Ο γούμενος που ήταν συνηθισμένος να τον χαιρετάνε πρώτα ούλος ο κόσμος, να βγάνουν τη σκούφια τους, να κάνουν μετάνοια και ναν του φιλούν το χέρι, εξαφνίστη, εκράτησε τ' άλογό του, και λέει του χωριάτη:
Άτιτλο.

(Άργος. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Το ψέμα κι η αλήθεια")

Μια φορά ανταμώσανε σε ένα σταυροδρόμι το Ψέμα με την Αλήθεια, καιρετιστήκανε, και ρώτησε το Ψέμα την Αλήθεια πώς τα περνάει. «Πώς να τα περνάω;» είπε η Αλήθεια, «κάθε πέρσι και καλύτερα». «Βλέπω τα χάλια σου», της είπε το Ψέμα και κοίταζε τα κουρελιάρικα ρούχα της. «Μα και τα χνώτα σου ακόμα βρωμάνε». «Έχω τρεις μέρες τώρα νηστικιά», είπε η Αλήθεια. «Όπου περάσω βρίσκω τον μπελά μου και κοντά σε μένα και οι λίγοι που μ' αγαπάνε. Δεν είναι ζωή αυτή». «Θέλεις όμως και τα τραβάς, της είπε το Ψέμα. Έλα μαζί μου, να δεις Θεού πρόσωπο, να ντυθείς με ρούχα χρυσά, σαν τα δικά μου, και να χορτάσεις φαΐ, μόνο να μη γελάσεις σε ό,τι κάνω και λέω».
Άτιτλο.

(Καππαδοκία. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Οι δυο ταξιδιώτες")

Ήταν δύο νομάτοι. Τούτοι οι δυο τους έγιναν σύντροφοι. Ο ένας τους λέει: «Ας λέμε πάντοτε ψέματα, έτσι θα κερδίζουμε λεφτά». Ο άλλος λέει: «Ας λέμε πάντοτε την αλήθεια και ο Θεός θα ανταμείψει τη δουλειά μας». Ο ψεύτης άνθρωπος λέει: «Ας ρωτήσουμε έναν παπά για να δούμε τι θα μας πει' αν έχεις εσύ δίκιο, θα δώσω όλα μου τα ρούχα σε σένα, αλλά αν έχω εγώ δίκιο, τότε εσύ θα δώσεις όλα σου τα ρούχα σε μένα». Ενώ μιλούσαν, εμφανίζεται από μακριά ένας παπάς. Τον ρωτούν: «Ψέματα να λέμε ή αλήθεια;». Ο παπάς τους λέει:
Άτιτλο.

(Μύκονος. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Τα φύλλα που ανασταίνουν")

Μια φορά ήτανε ένας έμπορας κι είχε τρία παιδιά, και τα τρία σερνικά. Τον ήφκενε ο πατέρας του κατάρα, αρχόντισσα να μην πάρει κανένας, παρά να πάρουνε φτωχές, κατατρεμένες. Ήτανε κοντά τωνε μιαν αρφανή πολύ φτωχή. Λέει ο πατέρας τωνε: «Να την πάρομε, καημένε, εφτήνη τη φτωχή, να μας λατρεύει». Είχαν τηνέ στο σπίτι τρία χρόνια.
Λέει λοιπόν ο πατέρας του:
Το παραμύθι του Αγίου Νικολάου.

(Μοσχονήσια Μικράς Ασίας)

Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς, λοιπόν δεν έκανε παιδιά η βασίλισσα και παρακαλούσε τον Άγιο Νικόλα κι έλεγε: «Άγιε μ' Νικόλα, δώσε μ' ένα παιδάκι, να 'ναι αγοράκι και να το βγάλω Νικολάκη και στην πανήγυρη ό,τι έξοδα χρειάζονται θα τα κάνει ο βασιλιάς».Τη λυπήθηκε ο Θεός από τα τόσα παρακάλια και τσ' έδωσε παιδί και το βάφτισε Νικολάκη, αλλά δεν ήταν τυχερό το παιδί στο μπαμπά τ' κι όλο καταστρεφόταν ο βασιλιάς. Ερχόταν η χάρη τ' Αγίου Νικόλα και ο βασιλιάς, που είχε το τάμα του, έκανε ό,τι χρειαζόταν. Το παιδί στο μεταξύ μεγάλωνε μια χαρά αλλά ο βασιλιάς χρόνο με το χρόνο καταστρεφόταν.
Ο Ντρελοτυχερός.

(Ζάκυνθος.Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Ο χορός στα αγκάθια")

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε δύο αδέρφια. Το λοιπό μια μέρα που εγυρίζανε μαζί στα χωρία, τι τσου εβουλήθηκε ν' ανεβούνε απάνου σε μία συκιά. Και κείνο η συκιά είχε δύο σύκα και το ένα ήτανε γούρμο και το άλλο άγουρο. Ο κουέτος (ήσυχος) έφαε το γούρμο σύκο και ο ντρελός εκαθότουνα απάνου στη συκιά να γουρμάσει. «Μωρέ, καλέ! Μωρέ, κακέ!», ο αδερφός του του 'λεγε. Τίποτσι εκείνος. «Μωρέ, θά 'ρουνε τη νύχτα θερία». Το λοιπό στο τέλος τον έπεισε. «Γούρμο», λέει, «ή άγουρο, θα ντο φάω. Στη συκιά το είδα και θα ντ' αφήσω;» Τρώει το σύκο και ξεκινάνε έπειτα.
Το ορφανό καρπούζι.

(Δομοκός φθιώτιδας)

Μια φορά και έναν καιρό, μπήκαν Γερμανοί σε ένα χωριό. Όλοι έφυγαν από το χωριό, μονάχα έμεινε ένα παιδί με την αδερφή του και είχαν και ένα άλογο. Το άλογο αυτό, ό,τι το έλεγαν, έκανε. Ένα πρωί σηκώθηκαν και λένε στο άλογο: «Θα φύγομε και θα πηγαίνεις εκεί που θα σου λέμε εμείς. Τι λες;» «Θα αποφασίσομε ναι, να φύγομε» απάντησε το άλογο.
Μπαίνουν καβάλα και οι δυο και προχωρούν. Πήγαν μακριά, πολύ μακριά, έφτασαν σε άγνωστο τόπο, μέσα σε ένα λόγκο. Εκεί βρίσκουν ένα σπιτάκι. «Εδώ θα καθίσομε», λένε. Μια γριούλα τους λέγει:
Η κακιά μάνα, το αθάνατο νερό κι ο δράκος.

(Κάσος)

Μια φορά κι έναν καιρό ήτο μια χήρα γυναίκα κι είχε κι ένα αρσενικό παιδί. Ε, αυτό λοιπόν το παιδί εδούλευε, το κακόμοιρο, και την ήζιε. Τούτη, εντωμεταξύ, έχει και κανένα καύκο (αγαπητικό).
Όταν ήτο λοιπόν να φύει αυτό το παιί να πάει στο μεροκάματο, επήαινε αυτός και την ηύρισκε. Ε! Και κάναν εγιά τον κακό τος τον καιρό. Ε! Το παιί επήαινε λοιπόν και κατιτί βέβαια επήρε χαμπάρι το παιί και την εμάλωνε. Της λέει:
Το βασιλόπουλο.

(Κρήτη. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Το άλογο που πετά")

Μια φορά 'τονε ένας βασιλιάς κι είχε κι ένα γιο. Και μαλώσανε ένας ζωγράφος μ' ένα ντουργκιέρη*. Είπε ντου ο ζωγράφος: «Το δίκιο να 'ναι δικό μου, να σου κάμω 'να μπεριστέρι, ν' ανεβαίνει μεσώρανα, κι από 'κειά να κατεβαίνει, να καθίζει σε νερό». Λέει κι ο ντουργκιέρης: «Εμένα να ρίξεις το δίκιο, να σου κάμω 'να μπεγιράκι*, να βγαίνει μεσώρανα, να πηαίνει όπου θες». Κάνει του 'να μπεγιράκι με τσι βίδες. Και ο βασιλιάς έχει έναν υγιό, και πήγε και κείνος εκειά που το σάζανε στην αυλή. Υστερα εμαλώσε ο βασιλιάς τον υγιό ντου, και βγαίνει στο μπεγίρι και καβαλικεύγει, και παίρνει γρόσα πολλά, και βάνει και το φαμέγιο* ντου στη γκαπούλα*.
Άτιτλο.

(Δαρδανέλια. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Όλοι μαζί κολλημένοι")

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας ξυλοκόπος που είχε τρία παιδιά. Το μικρότερο το θεωρούσαν όλοι κουτό και το φώναζαν Χαζοπετρή. Μιά μέρα αρρώστησε ο ξυλοκόπος κι έστειλε τον μεγαλύτερο του γιο στο δάσος να κόψει ξύλα, αφού του έδωσε φαγητό μαζί του. Μόλις άρχισε να κόβει ξύλα, παρουσιάστηκε μπρος του ένας γεροντάκος και του ζήτησε λίγο φαγητό. «Όχι δα, τι θα φάω μετά εγώ;» αποκρίθηκε εκείνος. Ο γέροντας έφυγε, μα ο γιος δεν μπόρεσε να κόψει ξύλα, γιατί έπεσε ξαφνικά ένα κλαδί και του χτύπησε το πόδι.
Το ποτηράκι.

(Λέσβος)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αντρόγυνο που είχαν τρεις κόρες. Ο πατέρας τους ψάρευε. Μια μέρα, κει που κάναν ρόκα με τη μάνα τους, πήγε ένα αγόρι δέκα χρονών. Αυτό τους λέει: « Ω, θεια, μάνα δεν έχω, να 'ρθω να με πάρετε γιο;» Γελάσαν αυτές και του είπαν: «Έλα, σε παίρνουμε». Το μεσημέρι ήρθε κι ο πατέρας τους μ' ένα μεγάλο ψάρι στα χέρια του. Του 'παν την ιστορία για το παιδί και τους είπε: «Καλά κάνατε».
Το φωνάζει λοιπόν και του λέει:
Ο μικρός ψαράς.

(Κρήτη. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Ο βοσκός των λαγών")

Μια φορά ήτονε, λέει, μια χήρα και είχε ένα παιδί. Και το 'βαλε στο σκολειό. Το κοπέλι εβγήκε πολύ προκομμένο και εσπούδαξε. Και απείτις έμαθε αυτό τα γράμματα, δεν ηύρανε θέση να μπει, να βγάνει το ψωμί του, κι ήπαιρνε κάθε μέρα ένα καλαμάκι κι επήγαινε στο γιαλό κι εψάρευγε. Κι ήπιανε το κοπέλι κάθε μέρα ψάρια και τα πήγαινε και τα πούλιε κι ήπαιρνε παράδες κι εγόραζε ψωμί και το πήγαινε στο σπίτιν τους. Και μιαν ημέρα πάει στο γιαλό και πιάνει τρία ψαράκια όμορφα" και παίρνει και πάει τα στου βασιλιά το παλάτι ποκάτω κι εφώνιαζε:
Το παραμύθι του μάντη.

(Κύπρος. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Το μαγικό ραβδί")

Μια φορά είχε μια γριά κι είχε ένα γιο κι ήταν μάντης. Ήξερε όμως να παίζει και λίγο το βιολί. Τον προσκάλεσαν μια φορά να πάει σ' ένα γάμο να παίξει βιολί και δεν ήθελε να πάει. Η μάνα του τον εβίαζε να πάει, ίσως και μαζέψει πέντ' έξι ριάλια (λεφτά), ν' αγοράσουν αλεύρι. Ο γιος δεν ήθελε, αλλά ύστερ' από κάμποση ώρα εκαλοσύνεψε κι είπε της μάνας του να του κάμει εφτά πίτες στο δισάκι και θα πάει. Εφανήκανε πολλές οι πίτες στη μάνα του και πάλε τον ερώτησε:
Η κότα που έκανε χρυσά αυγά.

(Κρήτη. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Τα τρία αδέρφια, το μαγικό πουλί και η κλέφτρα βασιλοπούλα)

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε δυο αδέρφια, το ένα πλούσιο και τ' άλλο φτωχό. Μια μέρα ο φτωχός επήγε να βρει την τύχη του. Πήγαινε, πήγαινε, ώσπου μπήκε σε ένα δάσος που δεν είχε ούτε αρχή ούτε τέλος. Όταν νύχτωσε βλέπει πολύ μακριά ένα φως και όταν ήφταξε κοντά θωρεί έναν μεγάλο πύργο και μια γυναίκα να ανάβει το φούρνο και, όση ώρα άναβαν τα ξύλα στο φούρνο, είχε δίπλα τη σκάφη και έπλενε ρούχα. Μόλις εσίμωσε κοντά και τον είδε, του λέει:
Η όρνιθα κι ο Οβριός.

(Θράκη. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Τα τρία αδέρφια και το μαγικό πουλί")

Μια φορά κι ένα καιρό ήτανε ένας φτωχός, είχε γυναίκα και τρία παιδιά, που μόλις αποζούσε' μια νύχτα, κει που κοιμούντανε, βλέπ' όνειρο πως η τύχη τ' κάθεται σ' ένα δέντρο και να πάγ' να την πάρ'. Θα θελήσ' να τον δώσ' φλουριά, μα κείνος να πει πως μόνε την όρνιθα θέλ'.
Την άλλ' μέρα ο φτωχός πάγ' στο μέρος που νυπνιάσθηκε και βλέπ' ξαπλωμέν' την τύχη τ' κάτ' απ' το δέντρο. Η τύχη τ' θέλ' να τον δώσ' φλουριά, αυτός γυρεύ' την όρνιθα. Στο δρόμο που πήγαινε λέγ': «Τι έκαμα ν'αφήσω τα φλουριά και να πάρω την όρνιθα...» Η όρνιθα γεννάγ' ένα αβγό, ένας Οβριός τον ρωτάγ':
Μάνα θέλω παράδες.

(Σιάτιστα)

Μια φορά κι έναν καιρό, σ' ένα φτωχό σπίτι ζούσαν μια γριά γυναίκα με τον τεμπέλη γιο της. Ο γιος ήθελε να παντρευτεί τη βασιλοπούλα της χώρας και κάθε μέρα ζητούσε λεφτά από τη μητέρα του. «Μάνα, θέλω παράδες». «Δεν έχω, πιδάκι μ', τι να σι κάνω...». «Μάνα, θα κάψω το σπίτι». «Εμ, κάψ' το, το έρμο». Έκαψε το σπίτι ο ανιπρόκοπος και έμειναν στους δρόμους.
Μια μέρα, εκεί που σκάλιζε στα καμένα απελπισμένος, βρήκε ένα παλιοσίδερο, το παίρνει και θυμωμένος το πετάει λέγοντας:
Η Πεντάμορφη.

(Κωνσταντινούπολη. Παραμυθιακός τύπος "Το μαγικό κασελάκι")

Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς κι είχε τρεις γιους. Τον μεγάλο τον έλεγαν Πέτρο, τον δεύτερο Δήμο και τον μικρότερο Φώτο. Κάθε μέρα που περνούσε, ο πατέρας τους, που είχε πάρα πολύ γεράσει, ένιωθε πως φθάνει το τέλος του. Γι' αυτό μια μέρα φώναξε τα παιδιά του και τους λέει: «Εγώ, παιδιά μου, δεν έχω πια δύναμη να κυβερνώ το κράτος μου. Καλό θα είναι να πάρει ο Πέτρος τη βασιλεία, σαν μεγαλύτερος που είναι, με τη συμφωνία να μην ανοίξει την κάμαρα που είναι κλειδωμένη. Όποιος δεν ακούσει το θέλημα μου, θα 'χει την κατάρα μου».
Το σαμαντανάκι.

(Δωδεκάνησα. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Το μαγικό χεράκι - Ο Αλαντίν)

Μια φοράν κι έναν καιρόν, τη συντροφιά μου να χαρώ, ηθέλησεν να έχει μια φτωχή γυναίκα χήρα. Αυτή η γυναίκα δεν είχεν άλλο τίποτις παρά μόνον ένα παιδάκι μικρό στο σχολείον. Η κακομοιριασμένη εξενοδούλευγεν πότε κάρσες, πότε υποκάμισα κι έβγαλεν το ψωμίν της κι εζούσεν με το παιδάκιν της. Η κακή της η τύχη, έπεσεν κι αρρώστησεν. Αν είχεν καένα φλουράκι στο κομπόδεμάν της, εχάλασέν το, επούλησεν ό,τ' κι αν είχε στους γιατρούς και στα γιατρικά και γιατρειά δεν είδεν. Τι να κάμει η καημένη; Είχεν έναν γείτοναν καφετζή. Στειλίσκει* το παιδάκιν της, φωνάζει του εις το σπίτιν της και λέει τον:
Το φίδι, το σκυλί και η γάτα.

(Ήπειρος. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Το μαγικό δαχτυλίδι")

Ήταν μια φτωχή γυναίκα κι είχ' ένα παιδί και δεν είχαν ψωμί να φάν'. Τότες το παιδί παίρνει και φορτώνει ασφάκες" και πήγε και τσ' πούλησε και πήρε δυο παράδες. Και καθώς γύριζε, ηύρε κάτι παιδιά, που σκότωναν ένα φίδι, και τους λέει: «Νάτε έναν παρά και μην το σκοτώνετε! Τους έδωκε τον παρά και δεν το σκότωσαν τα παιδιά και το φίδι τον εκυνήγησε. Και καθώς στο σπίτι του, είπε της μάνας του όσα έκαμε. Κι η μάνα του τον εμάλωσε και του είπε: «Εγώ σε στέλνω να πάρεις παράδες, να φάμε, και συ μου φέρνεις φίδια!» Κι αυτός τσ' είπε:
Το χρυσό ψαράκι.

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας ψαράς και, όπως ψάρευε, έπιασε πολλά ψάρια και τα πήγε στο σπίτι του κι ένα απ'όλα τα ψάρια πήδαγε και είπε της γυναίκας του, να μην το τηγανίσει, παρά να το βάλει σε μια μεγάλη μποτίλια με νερό.
Και το έβαλε στη μποτίλια και το ψαράκι του είπε:
Το λιοντάρι, το καπλάνι κι ο αετός.

Ήταν ένας βασιλιάς κι είχε τρεις τσιούπρες και τρία παιδιά. Ήρθε καιρός να πεθάν' ο πατέρας τους κι είπε στα παιδιά του: «Εγώ, παιδιά μ', τώρα 'ποθνήσκω, μούν' εσείς να φροντίστε να παντρέψιτε τ'ς αδερφές σας κι ύστερα να παντρευτείτε και σεις. Και σένα», είπε του μικρότερου, «σου έχω μια ξωτική στον οντά τον κρουσταλλένιο κλεισμένη, κι όντας παντρευτούν οι αδερφές σου, να παντρευτείς και συ».
Αφού τους έδωκε κι άλλες κάμποσες συμβουλές, απέθανε. Υστερα από κάμποσες μέρες απέθανε κι η βασίλισσα, και τα παιδιά απόμειναν ορφανά.
Η εκκλησιά και το πουλί τ' αηδόνι.

(Σκύρος)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άρχοντας, καλός άνθρωπος, κι είπε να χτίσει μιαν εκκλησιά για την ψυχή του.
Έχτισε την εκκλησιά, την έκανε μεγάλη κι όμορφη. Όλοι όσοι πήγαιναν και την έβλεπαν, εθαύμαζαν την ομορφιά και τον πλούτο της. Πήγε δα κι ένας και του λέει: «Έτσι όμορφη που 'ναι η εκκλησιά σου, έπρεπε να φέρεις και το πουλί τ' αηδόνι, να βοηθά τους ψαλτάδες και τότε, δε θα έχει άλλη στον κόσμο σαν ετούτη.
Θέλησε τότε κι ο άρχοντας να βρει το πουλί τ' αηδόνι, να το αγοράσει κι είπε, όποιος του το φέρει, θα του δώσει λεπτά όσα θέλει. Αλλά πού να το βρούνε; Όλοι ήθελαν να πάνε και κανείς δεν ήξερε που βρίσκεται.
Ήταν κι ένας φτωχός κι είχε τρεις γιους. Λέει στα παιδιά του:
Ο πολυροβυθάς.

(Κρήτη)

Μια φορά κι ένα καιρό ήτανε μια χήρα κι είχε ένα γιο. Ήτανε πάμφτωχοι και δεν είχανε, μόνο το νερό στο σταμνί. Η χήρα εξενοδούλευγε κι ενέθρεφε το παιδί τζη και το μάθαινε ν' αγαπά το Θεό και να 'χει μεγάλη πίστη. Σαν εμεγάλωσε, εσκέφτουντανε ίντα δουλειά να βρει να ξεκουράσει τη μάνα ντου.
Μια μέρα εκάθουντανε ντουχιουντισμένος γιατί δεν ηύρισκε δουλειά και τσα πού σκυφτέ χαμαί, βρίσκει ένα ροβύθι και το πιάνει και λέει τση μάνας του:
Του Αυτζιόλου ο γιος.

(Σέρρες)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μάνα κι είχε ένα γιο. Το παιδί από μικρό ήταν φτωχό και, για να βγάζει το ψωμί τους, κουβαλούσε κλαδιά και τα πουλούσε ταχτικά, όμως η παρέα του τον ρωτούσε: «Γιατί δεν κάνεις του μπαμπά σου τη δουλειά; Αυτό αράδιζε στη μάνα του και τη ρωτούσε: «Τι δουλειά έκανε ο μπαμπάς;» Αλλά αυτή δεν του έλεγε. «Ε, παιδί μου, τίποτε...». Μια και δυο όμως, που το είπαν οι φίλοι του, έμεινε με απορία τι δουλειά να έκανε ο πατέρας του και το έκρυβε η μάνα του. Στο τέλος βαρέθηκε και το είπε:
Η Χρυσομαλλούσα.

(Καλαμπάκα)

Σ' ένα χωριό, τα παλιά τα χρόνια, ήταν μια μάνα κι είχε ένα παιδί που πήγαινε σχολείο. Μόνοι τους ζούσαν στο σπίτι, γιατί ο πατέρας είχε πεθάνει πριν πολλά χρόνια.
Στο σχολείο, που πήγαινε το παιδί, το κορόιδευαν οι άλλοι: Ω, ω, δεν έχεις πατέρα. Και κείνο έκλαιγε κάθε φορά κάνοντας τα παράπονα στη μάνα του. «Μην κλαις», του λέει και κείνη μια μέρα. «Εσύ έχεις νουνό τον βασιλιά. Πρέπει να πας να τον βρεις».
Κι έτσι μια μέρα, η μάνα ετοίμασε το γιο της, δίνοντας του λίγο ψωμί κι ένα μαχαιράκι και του είπε:
Ο Σταχτογιάννης (Ο Σταχτομπιμπιλιάρης).

(Λάρισα)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πατέρας και μια μητέρα και είχαν τρία παιδιά, τα δύο ήταν γερά, αλλά το τρίτο ήταν σακάτικο στα πόδια και τα 'βάζε στη στάχτη στο τζάκι, και γι' αυτό τον έλεγαν σταχτομπιμπιλιάρη.
Έξω από το χωριό είχαν έναν αυλαγά και κάθε βράδυ κατέβαιναν τρία αγριάλογα κι έτρωγαν το στάρι το φυτρωμένο. Μια μέρα λέει ο μεγαλύτερος ο γιος στον πατέρα του:
Η ψαροκεφαλή.

(Ρόδος)

Είχε χλε μια γργιάν κι είχε μια κόρη, κι αυτή η γριά ήταν φτωχή κι επεθύμαν να φάει του βούρου την γκεφάλην με το ζεστό ψωμί. Εγύριζεν κι εζήταν για κι έθρεφεν την κόρην, ήταν πολύ ωραία. Επάγαινε στα σπίτια κι εδίναν την την κεφάλην του βούρου, το ζεστό ψωμίν έν το 'βρίσκε, επάηνεν σ' άλλον, εδίναν την το ζεστό ψωμίν, την κεφάλην εν την έβρισκε. Χρόνια τυρανούνταν γκαι τα δύο δεν τα 'βρίσκε. Πάει λοιπό σ' ένα σπίτιν, εδίναν την το έναν, το άλλο και «δεν τα θέλω, να μου δώσετε ό,τι θέλει η καρδιά μου: «Θέλω κεφάλην του βούρου και ζεστό». Λέει η κυρία στη δούλα:
Ο ύπνος.

(Λέσβος)

Ήτανε μια με τη μητέρα της, μεγαλοκοπέλα και φκιάνανε μπαμπάκι. Η μητέρα της απέθανε. Από την πίκρα της έκανε δουλειά μέρα-νύχτα' τη λέγανε Μπαμπακού. Νύσταζε, έλεγε: «Καλώς τον πρώτο», μετά, «καλώς το δεύτερο». Υστερα ξανανύσταζε, έλεγε: «Καλώς τον τρίτο».
Του βασιλιά το γιο τον λέγανε Τρίτο. Άκουγε μια κι έλεγε:
Η σαύρα (σαυράδα).

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια γριά και δεν είχε παιδιά και παρακαλούσε το Θεό να της δώσει. Κι εγέννησε μία σαυράδα, η οποία ανέβαινε εις το δώμα και γινότανε μια ωραία κοπέλα. Ο βασιλιάς, ο οποίος ήταν αντίκρυ στο σπίτι της γριάς, καθώς είδε την ωραία γυναίκα, θέλησε να τη νυμφευτεί. Και ήρθε στη γριά, και της είπε ότι θέλει να νυμφευτεί την κόρη της. Η δε γριά είπε ότι δεν έχει κόρη, παρά μια σαυράδα. Ο βασιλιάς απάντησε:
Η τύχη της Λωλομαρίας.

(Μεσσηνία)

Μια φορά ήτανε δυο γριές γεροντοκόρες και ζούσαν σε μιαν έρημο, που 'χαν ένα καλυβάκι. Τη μία, τη μικρότερη -ήταν εκατόν πέντε ετών-, τη λέγανε Μαρία και την άλλη, τη μεγαλύτερη, Ελενιώ. Μια μέρα, που η Ελενιώ έλειπε για χόρτα, η Λωλομαρία έβαλε φωτιά κι έκαψε τα ρούχα κι έσπασε τα πιάτα. Όταν πήγε στο σπίτι η Ελενιώ, της λέει: «Πού είναι, μωρή Μαρία, τα ρούχα μας;» «Κάου, κάου, μωρή Λενιώ», της απαντά. «Μωρή, που 'ναι τα πιάτα μας;» «Τάτσι, τάτσι. Μωρή, σου λέω, τα 'σπασα όλα, όλα και τα 'κανα πολλά». Αφού είδε έτσι η Ελενιώ, ήθελε να τη διώξει και σκέφτηκε και της λέει μια μέρα:
Ο βασιλιάς με τα τρία αγόρια και ο βασιλιάς με τα τρία κορίτσια.

(Θήρα)

Ήτανε δυο βασιλιάδες, δυο αδέρφια, και τα δυο ηπαντρευτήκανε κ' ήταν το παλάτι πολλές κάμαρες κ' ήπηρε ο ένας το μισό κι ο άλλος το άλλο μισό. Η ταράτσες τωνε ήτανε ένα" ο πρώτος ήτονε σαν πιο μεγάλος (πιο μεγάλο βασίλειο) και είχε στην ταράτσα του δυο καρέγλες, μιαν ασημένια και μια μαλαματένια. Το λοιπός όντας είχε χαρά ο μεγάλος βασιλέας ηκάθουντα στη μαλαματένια κι όντας ήτανε κακοδιάθετος ηκάθιζε στην ασημένια. Μα ήκαμε ο πρώτος 9 κόρες, ο δεύτερος 9 γιους. Ηβγαίνανε κάθε πρωί στην ταράτσα, ο δεύτερος ηζήλευγε του πρώτου.
Του βασιλιά η κόρη έγινε παλικάρι.

(Καππαδοκία)

Τον παλιό καιρό ήταν ένας βασιλιάς. Είχε μόνον τρία κορίτσια. Γυιο δεν είχε και πολύ του κακοφαινόταν, γιατί κανένα δεν είχε ν' αφήσει στο πόδι του.
Πάνω στη στενοχώρια αυτή βγήκε και μια άλλη στενοχώρια. Ένας φίλος του, ένας άλλος βασιλιάς, βγήκε στον πόλεμο, και γύρεψεν απ' αυτόνε βοήθεια. Ζήτησε να του στείλει στρατό να τον βοηθήσει, να μη χάσει τον πόλεμο.
Ο βασιλιάς πια όλο και συλλογιέται.
Ο Ρούσσος.

(Μήλος. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Το μικρό κόκκινο βοϊδάκι")

Μια φορά κι έναν γκαιρό ήτανε ένα παιδί ορφανό και πεντάφτωχο, που το λέγανε Γιάννη. Κι επειδή στο χωριό του δεν μπορούσε να ζήσει, έδωσε των ματιών του και τράβηξε για τα ξένα, να βρει την τύχη του. Επάενε, επάενε, και στο δρόμο απάντηξε έναν παπά. Ο Γιάννης χαιρέτησε τον παπά κι αυτός τον ρώτησε πού πάει. «Δουλειά ψάχνω να βρω, να δουλέψω, να ζήσω», λέει ο Γιάννης. «Κάτσε παδά», του λέει ο παπάς, «κι εγώ θα σου 'βρω δουλειά» και τον επήρε κοπέλι, να βόσκει τα βούδια του.
Απ' όλα τα βούδια του παπά, ο Ρούσσος ξεχώριζε. Ήτανε μεγάλος, δυνατός κι είχε εξυπνάδα και μυαλό ανθρώπου. Σ' όλη τη γης, δεν ύπαρχε ταίρι του.
Το τρίτο μάτι.

(Θεσσαλία)

Κάποτε ζούσε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα κι είχαν μια κόρη ωραία και καλή. Η μητέρα της όμως πέθανε κι ο πατέρας της παντρεύτηκε άλλην, η οποία έκαμε τρία κορίτσια. Το ένα είχε ένα μάτι, το άλλο δύο και το τρίτο είχε τρία μάτια. Η μητριά της ωραίας κόρης τη βασάνιζε και την έστελνε να βόσκει τις αγελάδες με την εντολή να τις βόσκει τόσο καλά, ώστε το βράδι να έχουν πολύ γάλα.
Η κόρη καθόταν όλη τη μέρα κάτω από ένα δέντρο κι έκλαιγε. Έξαφνα, πηγαίνει κοντά της ένα μοσχαράκι και τη ρώτησε γιατί κλαίει.
Η ευχή της μάνας.

(Πελοπόννησος. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Η Ξυλομαρία")

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παπάς με την παπαδιά του κι είχαν μια κόρη κι όλοι μαζί ζούσαν ευτυχισμένα. Κάποτε πέθανε η παπαδιά κι άφησε ένα ζευγάρι πασούμια αφόρετα. Λέει λοιπόν ο παπάς: «Παιδί μου, θα τα πάρω αυτά, κι οποιανής κάνουν, θα την πάρω γυναίκα μου».
Τα πήρε λοιπόν ο παπάς και γύριζε τα χωριά. Της μοιανής στενά, της αλληνής κοντά, της αλληνής μακριά, δεν εμπόρεσε να βρει το πόδι της παπαδιάς. Τα γύρισε πίσω σπίτι. Αφού γύρισε στο σπίτι, λέει η κόρη:
Η Σταχτιερού.

(Κεφαλονιά. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Η Σταχτοπούτα")

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μάνα και είχε τρεις θυγατέρες. Οι δυο μεγαλύτερες ήταν κακές κοπέλες και δεν αγαπούσαν τη μάνα τους. Η τρίτη όμως η μικρότερη αγαπούσε πολύ τη μάνα της μα όλη μέρα καθόταν μες στη στάχτη, δίπλα στη φωτιά, γι' αυτό την είπαν Σταχτιερού.
Μια μέρα οι δυο μεγάλες με τη μάνα τους καθίσανε να γνέσουν και βάλαν στοίχημα να φάνε όποια μείνει τελευταία. Η μάνα έγνεθε γρήγορα μα προσεκτικά και νοικοκυρεμένα. Οι κοπέλες γνέθαν άταχτα και βιαστικά και με τρόπο πέταγαν το μαλλί της ρόκας τους πίσω από το σκαμνί τους για να απογνέσουν γρήγορα. Έτσι κι έγινε.
Η Αθοκουτάλα.

(Κρήτη. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Η Σταχτοπούτα")

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια γριά κι είχενε τρεις θυγατέρες. Ήτανε φτωχές και δεν είχανε μήδε ψωμί μηδέ πράμα άλλο να φάνε. Επειδή πεινούσανε πολυ, σκεφτήκανε να κάμουνε μια συμφωνία. Να κάτσουνε δηλαδή να κλώθουνε και όποιας η κλωστή ήθελε κοπεί πρώτη, αυτή θα μσγειρεύανε να τη φάνε. Ετσά εγένηκε και η κλωστή εκόπηκε πρώτη τση μάνας τους. Όπως είχανε συμφωνημένα, την εσφάξανε οι θυγατέρες τσης και την εψήσανε να τηνε φάνε. Οι δυο μεγάλες εκάτσανε να φάνε, η μικρή δεν ήθελε να φάει από τη μάνα τσης, μόνο έκατσε στην παραθιά κι άρχιζε να σκαλίζει τον άθο (στάχτη). Τση λέγανε οι αδερφάδες τσης να κάτσει να φάει κι αυτή δεν ήθελε μόνο τσι έλεγε να τση πετούνε τα κόκκαλα.
Η Σταχτομπούτα.

(Πελοπόννησος. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Η Σταχτοπούτα")

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μάνα κι είχε τρία κορίτσια. Τη μικρή πάντοτε την έπιανε το κρύο κι έβανε τα πόδια της μέσα στη στάχτη στο τζάκι και γι'αυτό την ελέγανε Σταχτομπούτα. Καμία φορά λέει η μεγάλη: «Δε παραγνέθουμε; Να παραγνέσουμε κι ότινους κοπεί η κλωνιά, θα την κάνουμε γελάδα». Γνέθανε λοιπόν και κόπη της μάνας τους η κλωνιά. «Να σου το χαρίσουμε μανούλα μου γιατί μας γέννησες». Γνέθανε, γνέθανε και πίσω κόπη της μάνας τους. «Θα σου το χαρίσουμε μανούλα μου γιατί μας ανάστησες». Γνέθανε πάλι, γνέθανε, κόπη πάλε της μάνας τους. Τότες είπανε:
Άτιτλο.

(Μικρά Ασία. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Η κόρη με τα φίδια")

Ένας ψαράς ήτανε κι είχε μια γυναίκα κι ένα παιδί. Το παιδί μικρό ήτανε καμιά δεκαπενταριά χρονώ, να, τόσο. Η δουλειά του αυτού του γέρου ήταν να ψαρεύει" ψαράς ήτανε, είχε μια βαρκούλα με τα δίχτυα του, που ψάρευε. Μια μέρα, του λέει το παιδί: «Πατέρα, πάρε με κι εμένα στο ψάρεμα». «Όχι, εσύ θα πας σχολείο». «Σήμερα Σάββατο είναι, το μεσημέρι δεν έχουμε σχολείο. Πάρε με κι εμένα μαζί σου». Αποφάσισε και το πήρε. Λοιπόν, έριχνε ο γέρος τα δίχτυα από δω, έριχνε από κει, δεν έπιανε τίποτα και βραδιάστηκε κι αυτός στενοχωριότανε, γιατί αυτή ήταν η ζήση του. «Πατέρα», λέει το παιδί, «ρίξε και μια φορά για τη δική μου τύχη». Έριξε λοιπόν στην τύχη του και πιάνει ένα χρυσό ψαράκι.
Ο Γυμνός με τη μαχαίρα.

(Λέσβος. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Ο ευγνώμων νεκρός")

Τον παλιό τον καιρό ένας βασιλές φωνάζει μια μέρα τους τρεις του γιους, που είχε, και τους είπε: «Αα μας, τα περνούμε καλά" εμ, σαν έρθει καμιά μέρα κανείς άλλος βασιλές, πιο μεγάλος, με τα στρατέματά του, και μας καταπονέσει, και πάρει το βασίλειο και τους παράδες από τα χέρια μας, διαλογιστήκατε ποτές τι θε ν' απογίνουμε;» Οι τρεις οι γιοι του βασιλέα απόμειναν και διαλογίζονταν και δεν ηξέραν τι να πουν. Σε κομμάτι, τους λέγει πάλιν ο πατέρας των:
Ο Αρσλάν Μπέης και η Μαρκάλτσα.

(Καππαδοκία. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Ο αγριάνθρωπος")

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. Υπήρχε επίσης ένας φτωχός άνθρωπος. Ερχόταν κάθε μέρα στου βασιλιά την καμινάδα και του έλεγε: «Βασιλιά, σήμερα θα γεννηθεί ένα μικρό αγόρι' αυτό θα σε ρίξει από το θρόνο σου».
Ο βασιλιάς έβγαλε τελάλη" είπε: «Ποιος γέννησε σήμερα;» Οι τελάληδες κάναν ένα γύρο. Καμιά δεν είχε γεννήσει. Την επομένη το πρωί ξανάρθε η γριά. Είπε: «Ένα παιδί γεννήθηκε που θα σε ρίξει από το θρόνο σου». Ο βασιλιάς άρχισε να ψάχνει. Μια χήρα είχε γεννήσει. Έφεραν το μωρό στο βασιλιά. Ο βασιλιάς είπε:
Και τα πέντε-πέντε-πέντε.

(Άνδρος. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Οι τρεις κλώστρες")

Μια φορά ήτανε μια γριά και είχε μία κόρη, που ήτανε φαγάνα και τεμπέλα. Η γριά πήγαινε και ξενοδούλευε και ξενόπλενε κι ήφερνε το βράδι φαΐ και ητρώανε.
Ένα Σάββατο η μάνα ηγόρασε πέντε ψωμιά, τα πήγε σπίτι κι ήφυε για τη δουλειά της. Η κόρη, που ήτανε στο σπίτι, τα τρώει και τα πέντε.
Ο βασιλέας σ' αυτό το μέρος είχενε πολλά ντράβαλα κι ήλεγεν ότι κανένας άνθρωπος δεν ήτανε ευχαριστημένος. Κάτι θα 'χει ο καθένας. Ο βασιλέας βγήκε μια νύχτα και περπατούσε απ' όξω από τα σπίτια, να δει αν όλοι έχουνε βάσανα ή μόνο αυτός έχει το δικό του. Σαν πέρασε από το σπίτι της γριάς, ήτανε μόλις γύρισεν η γριά από το ξενοδούλεμα και βρήκε την κόρη της, που είχε φάει τα πέντε ψωμιά.
Η τυχερή.

(Ζάκυνθος. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Ο Στούπας")

Μια φορά κι έναν καιρό είθε να 'ναι μια μάνα και είχε δυο θεγατέρες. Το λοιπόν η μια από δαύτες όση ομορφιά είχε, τόσο ήτουνα οκνή. Η άλλη ήτουνα άσκημη και προκομένη. Μια χρονιά λοιπό τσοι παραμονάδες του Χριστού εζυμώσανε χριστοψώματα, όπως ούλοι οι Χριστιανοί, και σ' ευτούνο το σπίτι. Και κείνο μόλις εψηθήκανε, επήγε κρυφά η όμορφη, που ήτανα γουλόζα, και τα 'φαε. Πάει η κακομοίρα η μάνα τση να βγάλει την κουλούρα, να την κόψουνε, και δεν ηύρηκε τίποτα. Που αρχίνησε να τραβομαλλιέται, τα 'βανε με τη θυγατέρα τση, που εχάλαε ο κόσμος. Φαρμάκι και αγκλεούρι τση το έβγαλε.
Τα παραμύθια και ο μαγικός κόσμος τους. 

Η γοητεία του παραμυθιού βρίσκεται στον τρόπο που εκείνο αποκαλύπτει την εσωτερική μας φύση, με τις άπειρες ηθικές, ψυχικές και πνευματικές της δυνατότητες. Είναι η αναζήτηση για το νόημα της ζωής. 
Σύνδεσμοι για παραμύθια 

Σύνδεσμοι για παραμύθια, κείμενα, άρθρα, μελέτες, βίντεο ή αρχεία ήχου με αφηγήσεις παραμυθιών και συνεντεύξεις αφηγητών.


Παραμύθια


Λαϊκά παραμύθια της Κρήτης 

Λαϊκά παραμύθια των Επτανήσων
Λαϊκά παραμύθια των Δωδεκανήσων 
Λαϊκά παραμύθια της Ηπείρου 
Παραδοσιακά παραμύθια του ελληνισμού
Παραμύθια της Ικαρίας
Παραμύθια του Νεραϊδοχωρίου
Ο Κωνσταντής και το μαγικό τσουκάλι. (Ηπειρώτικο παραμύθι) 
Παραμύθια της Χαλιμάς (Χίλιες και μία νύχτες) Τόμος α' 
Παραμύθια της Χαλιμάς (Χίλιες και μία νύχτες) Τόμος β' 
Παραμύθια της Χαλιμάς (Χίλιες και μία νύχτες) Τόμος γ' 
Παραμύθια των αδελφών Grimm (Τόμος α')
Παραμύθια της Αφρικής 
Οι Ευτράπελες Ιστορίες του Νασρεντίν Χότζα
Η βασιλοπούλα και τα δωρίσματα. (Παραμύθι της Ανατολικής Θράκης) 
Ο Δράκος και η Νύφη 
Παραμύθια από Βουλγαρία, Ρουμανία, Ρωσία, Τουρκία
Λαϊκά παραμύθια. (Γυμνάσιο Βόνιτσας, 2013)

Αφηγήσεις παραμυθιών


Ο Άη Γιώργης. (Αφήγηση από τη Σαββούλα Ριζαργιώτη)

Ο Γιάννης. (Αφήγηση από τη Σαββούλα Ριζαργιώτη)
Ρόκα η αλεπού. (Ούγγρικο παραμύθι)
Η αλεπού κι ο λύκος. (Ούγγρικο παραμύθι)
Animation βασισμένο στο παραμύθι των αδελφών Γκριμ "Τα επτά κοράκια"
Η Κάλλω και οι καλικάντζαροι. (Αφήγηση από τους "Παραμυθάδες της Καβάλας")
Αφηγήσεις παραμυθιών από την ομάδα "Παραμύθοι" 
Η θάλασσα των παραμυθιών. (Θέατρο "Αερόπλοιο". Παραμύθια και αφηγήσεις) 
Ο τυφλός και ο κυνηγός. (Αφρικάνικο παραμύθι. Αφηγείται η Έλλη Πασπαλά) 
Η Πούλια και ο Αυγερινός. (Ελληνικό παραμύθι. Αφηγείται ο Δημήτρης Ζερβουδάκης) 
Το φίδι. (Ελληνικό παραμύθι. Αφηγείται ο Διονύσης Σαββόπουλος) 
Το παιδί και το ψαράκι. (Ελληνικό παραμύθι. Αφηγείται ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου)
Κάποτε ριζώνουν και τα λόγια. (Ελληνικό παραμύθι. Αφηγείται ο Ν. Παπάζογλου)

Ντοκιμαντέρ - εκπομπές


Ντοκυμαντέρ για το λαϊκό παραμύθι"Όσα μύθια, όλα αλήθεια"
Ελλήνων δρώμενα - ΕΤ3. "Μια φορά κι έναν καιρό" (μέρος α')
Ελλήνων δρώμενα - ΕΤ3. "Μια φορά κι έναν καιρό" (μέρος β')
Ελλήνων δρώμενα - ΕΤ3. "Μια φορά κι έναν καιρό" (μέρος γ')
Ελλήνων δρώμενα - ΕΤ3. "Μια φορά κι έναν καιρό" (μέρος δ')
Ελλήνων δρώμενα - ΕΤ3. "Μια φορά κι έναν καιρό" (μέρος ε')

Κείμενα, άρθρα, μελέτες

  
Μπανάκη Σοφία. Μεταπτυχιακή εργασία με θέμα: "Η θηλυκότητα στο παραμύθι" Το παράδειγμα της Χιονάτης στην Ελλάδα
Κατερίνα Σαραφίδου. Διδακτορική διατριβή με θέμα: "Αρχές και κατακλείδες στο ελληνικό λαϊκό παραμύθι"
Raed Al Hammouri. Διδακτορική διατριβή με θέμα: "Βικτοριανές και νεότερες μεταφράσεις των Αραβικών Νυχτών" (Χίλιες και μια νύχτες)
Μπουδουρίδου Ειρήνη. "Κοινές λειτουργίες σε ξένα και ελληνικά παραμύθια"
Μακρυκώστα Σοφία. "Το παραμύθι στο Νηπιαγωγείο"
Το παραμύθι και η παιδαγωγική του αξιοποίηση
Χρήση και αξιοποίηση των παραμυθιών στο χώρο της Ειδικής Αγωγής
Η παιδαγωγική σημασία και αξιοποίηση του λαϊκού παραμυθιού σε ΑμΕΑ 
Το παραμύθι ως μέσο διαχείρισης του φόβου
Το λαϊκό παραμύθι στο σχολείο ως μέσο αντιμετώπισης του εκφοβισμού
Το παραμύθι από την ψυχολογική και παιδαγωγική άποψη
Κοινές λειτουργίες σε ξένα και ελληνικά παραμύθια 
Λήψη δώρου και μαγικά μέσα στα ελληνικά λαϊκά παραμύθια
Κλέφτες και κλοπή στο κρητικό παραμύθι
Οι ηρωίδες των ελληνικών μαγικών παραμυθιών 
Η εικόνα της γυναίκας στα ελληνικά παραδοσιακά παραμύθια
Η γυναίκα στο λαϊκό παραμύθι 
Μύθοι και παρανοήσεις για τη φύση του λαϊκού παραμυθιού
Παραμύθι. Από το ψέμα, στην αλήθεια της ζωής

"Κόκκινη κλωστή δεμένη..." Αρχή και τέλος στα νεοελληνικά λαϊκά παραμύθια: Ένα εργαλείο για τις διδακτικές πρακτικές
Αφιέρωμα της εφημερίδας "Καθημερινή" στα παραμύθια
Παραμύθια, ένας κόσμος γεμάτος μυστικά
Η προέλευση και η διάδοση του παραμυθιού
Τα παραμύθια και ο μαγικός κόσμος τους

Το παραμύθι ως μέσο προσέγγισης του λαϊκού μας πολιτισμού
Λαϊκό παραμύθι και γυναίκα
Παραμύθι στην Καππαδοκία
Παραμύθι. Ο μαγικός θησαυρός της παιδικής ψυχής
Τα παραμύθια είναι μόνο για παιδιά; 
Αφήγηση και παραμύθι. Από τον Όμηρο, στην ψηφιακή εποχή
Γιατί διαβάζουμε κλασικά παραμύθια στα παιδιά 
Η θέση του ονείρου στην προφορική αφήγηση, λογοτεχνία και τη μυθική σκέψη
Θρύλοι και μύθοι για τ' αστέρια 
Ανατριχιαστικά μεσαιωνικά παραμύθια για μεγάλους
Εικονογραφώντας τη Χιονάτη των Αδερφών Grimm 
Η εικόνα της Σταχτοπούτας στο σύγχρονο εικονογραφημένο βιβλίο
Λίλη Λαμπρέλλη. Λόγος εύθραυστος κι αθάνατος. (Παραλειπόμενα)
Το ελληνικό Δωδεκαήμερο
Οι Καλικάντζαροι 
Μύλοι, καλικάντζαροι και ξωτικά στα λαϊκά παραμύθια 
Θέματα και μοτίβα ποντιακών παραμυθιών ως στοιχεία και αξίες πολιτισμού: Σημειολογική προσέγγιση

Κοινωνικοπολιτισμικές απεικονίσεις στα ποντιακά παραμύθια
Τα λαϊκά παραμύθια της Θράκης
Η προφορική παράδοση των πομάκων της Ροδόπης
Το ελληνικό λαϊκό παραμύθι και οι σύγχρονες μεταμορφώσεις του
Η παράδοση, ένα είδος της προφορικής λογοτεχνίας, ως αφετηρία για τη δημιουργία εκπαιδευτικών προγραμμάτων

Ο τρίτος ο μικρότερος στο λαϊκό παραμύθι. Μυθολογικές καταβολές, κοινωνιολογικές διαστάσεις

Νανουρίσματα, Ταχταρίσματα, Τραγούδια - Παιχνίδι.και Σύγχρονο μουσικό παραμύθι στην τάξη
Σχέση νανουρισμάτων και παραμυθιών

Επαναγραφές και επαναναγνώσεις των ελληνικών λαϊκών παραμυθιών
Το παραμύθι του Αλαντίν στην ελληνική προφορική παράδοση και διαπολιτισμική προσαρμογή του
Η αφήγηση των παραμυθιών και η επίδρασή της στα 8 είδη νοημοσύνης του παιδιού