Change Text Size
+ + + + +
Ο Γυμνός με τη μαχαίρα.

(Λέσβος. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Ο ευγνώμων νεκρός")

Τον παλιό τον καιρό ένας βασιλές φωνάζει μια μέρα τους τρεις του γιους, που είχε, και τους είπε: «Αα μας, τα περνούμε καλά" εμ, σαν έρθει καμιά μέρα κανείς άλλος βασιλές, πιο μεγάλος, με τα στρατέματά του, και μας καταπονέσει, και πάρει το βασίλειο και τους παράδες από τα χέρια μας, διαλογιστήκατε ποτές τι θε ν' απογίνουμε;» Οι τρεις οι γιοι του βασιλέα απόμειναν και διαλογίζονταν και δεν ηξέραν τι να πουν. Σε κομμάτι, τους λέγει πάλιν ο πατέρας των:
«Γώ βρε παιδιά μου, το έχω κάθε μέρα στο νου μου αυτό το πράμα και, να σας πω, τι μου κατέφτη πίσω-πίσω στο μυαλό μου να κάνουμε, για να μην καθόμαστε καμιά μέρα και ξεροφτούμε και το φυσούμε, που λέγει ο λόγος, και δεν κρυώνει" τώρα, που είστε και οι τρεις σας ακόμα παλικάρια, κι έχετε την υπόληψή σας, και τους παράδες σας, να πιάστε να κάνετε μια δλιούδα (δουλίτσα), για να 'χετε μια μέρα ένα μέρος να παραντίσετε, σαν έρθουμε σε μεγάλην ανάγκη. Η δουλειά ντροπή δεν έχει" μα, ό,τι δουλειά θέλετε ας είναι' φτάνει μονάχα να βγάζει κανένας το έξοδό του, για να μη ντρέπεται και υποχρεώνεται στον έναν και στον άλλον' να σηκωθείτε λοιπόν ταχιά το πουρνό, και να 'ρθετε να σας δώσω όσους παράδες χρειάζεται καθένας σας, να πιάσετε τη δουλειά, που έχει καθένας σας σεβντά, πρώτα με την ευχή του Θεού κι ύστερα με τη δική μου, κι ο Θεός έναν που δουλεύει, ποτέ δεν τον αφήνει να πεινάσει».
Σαν ακούσαν αυτά τα λόγια οι γιοι του βασιλέ, είπαν του πατέρα τους, πως ο μεγάλος έχει σεβντά να γίνει έμπορος, να κάνει στάρια, κι ο μεσαίος πως θέλει να πουλεί λάδια" ο μικρός άμα ντρεπόταν να πει, τι δουλειά θέλει να πιάσει. Σαν τον βίασε ο πατέρας και τ' αδέρφια του, είπε πως θέλει να γίνει τζελέπης, ν' αγοράζει βόδια, και, ή να τα μεταπωλεί ή να τα θρέφει, να τα σφάζει. Σαν ετελειώσαν κι οι τρεις, τους λέγει ο πατέρας των: «Καλά, βρε παιδιά, μα διαλογιστήκατε κι ένα άλλο; ξέρετε μ' αυτήν τη δουλειά, που λογαριάζετε να κάνετε, πόσα παλούκια έχετε να πηδήξετε; ξέρετε πόσες κατεργαριές έχει ο κόσμος; τώρα, μωρέ γιε μου, άμα σας δουν εσάς ατζαμήδες και μ' ένα σωρό παράδες στα χέρια, θα χυμήξουν να σας φάνε. Το λοιπόν, ξέρετε τι να κάνετε; να πάει καθένας σας να εύρει έναν κολλήγα, να τον βάλει σύντροφο" ένας, να πούμε, να βάλει κάτω τους παράδες κι ο άλλος την τέχνη, που ξέρει». Μείναν το λοιπόν σύμφωνα τα παιδιά και πήγαν να πα να βρει καθένας το σύντροφο του.
Δεν επέρασαν πολλές μέρες, κι οι δυο γιοι οι μεγάλοι βρήκε ο καθένας τους από έναν κολλήγα, πήγαν στον πατέρα τους, πήραν όσους παράδες θέλαν, και πήγαν να δουν τη δουλειά τους. Ο μικρός σ' αυτό το μεταξύ, όσο κι αν προσπάθησε, δεν εμπόρεσε να βρει κανέναν κολλήγα για σύντροφο. Βρε σε φτωχούς πήγε, βρε σε αρχοντάδες, βρε όλους τους παράδες του έβαζε, αδιαφόρητα! Κανένας δεν ήθελε να πάει μαζί του!
Σαν τα 'μαθε αυτά τα πράματα ο βασιλές, ο πατέρας του, από τη μια πικράθηκε γιατί ο μικρός του ο γιος να είναι τόσο πικροαίματος, και να μην τον αγαπά ο κόσμος κι απ' την άλλη θύμωσε με το γιο του που δεν εμπόρεσε δα πλια κι αυτός μέσα σε τόσα χρόνια να πιάσει έναν φίλο. Τον φωνάζει το λοιπόν και του λέγει: «Άκουσέ με», λέει, «να σου πω: ίσαμε το ερχόμενο Σάββατο, άμα δεν εύρεις σύντροφο, θα πάρω το κεφάλι σου!»
Το καημένο το παιδί, σαν τα 'κουσε, πήγε να σκάσει από τον καημό του' γιατί ήξερε τον πατέρα του, που δεν εχωράτευε. Πήρε το λοιπόν τα μάτια κλαμένα και την καρδιά καμένη, κατέβηκε τη σκάλα και πήγαινε. Δεν ήξερε κι εκείνος τι να κάνει. Για στερνή φορά έκανε ακόμα ένα κουράγιο και γύρισε πάλι όλους τους χασάπηδες, τους έλεγε τι απόφαση έκανε ο πατέρας του κι έκλαιγε μπροστά τους, ίσως καταφέρει κανέναν, και τον λυπηθεί, και συντροφιάσει μαζί του. Αδιαφόρητα, αδιαφόρητα, αδιαφόρητα! Μηδέ γύρισε κανείς να τον δει! Το παιδί πλια, από τη λύπη του, να γίνεται σα νεκρός. Να τον κένταγες με τη βελόνα, ήθελε να τρέξει έμπυος!
Τώρα σαν εκοντεύγαν να περάσουν οι μέρες, που είχε ο βασιλιάς διορία στο γιο του, για να 'βρει σύντροφο, το παιδί αποφάσισε να πάει σ' άλλο χωριό γιαυτή τη δουλειά, σαν είδε πως δεν ετελείωνε η δουλειά του έτσι, σηκώνεται το λοιπόν και μια και δυο σ' ένα άλλο χωριό, που είχε πολλούς τζελέπηδες και πάντα έλεγε με το νου του πως κάτι θα κάνει. Σαν ήρθε το βασιλοπαίδι σ' ευτούνο το χωριό, μπήκε μέσα σ' ένα καφενέ, καθίζει, παίρνει έναν καφέ, κέρασε όσους γνώριζε κι όσους δε γνώριζε, τους είπε για τι δουλειά ήρθε. Στείλαν τότες και φωνάξαν τους τζελέπηδες του χωριού μες στον καφενέ κι έλεγε το βασιλοπαίδι στον καθένα τον πόνο του. Μα τι κατάλαβες; Κανένας δεν ήθελε να δεχτεί! Άλλος έλεγε πως βαρέθηκε πια αυτήν την τέχνη, άλλος έλεγε πως δε θέλει σύντροφο και, να μην τα πολυλογούμε, κανένας δεν εδέχτηκε! Διαλογιστείτε πια σεις τώρα τη θέση του παιδιού! Κι οι μέρες απόμειναν δύο! Ίσαμε που 'βαζε δα στο νου του πως, δυο μέρες κι ύστερα, θα πάρει του το κεφάλι του, του ερχότανε να πάρει τα βουνά, να πηλαλεί!
Τότες, τό 'ριξε κι αυτός όξω. «Φέρε μια οκά ρακί!» φωνάζει στον καφετζή, «ελάτε, βρε παιδιά, εδώ να πιούμε" κι ας παν στο καλό κι οι συντροφιές κι οι σύντροφοι!» Αυτό θέλαν κι εκείνοι που ήταν μέσα στον καφενέ' αρχίσαν το λοιπόν όλοι μαζεμένοι και δος του και πίναν!
Πάνω σε κείνα τα χέρια, ακούσαν όξω από τον καφενέ κάτι φωνές, και βλέπουν κόσμο πολύ ν' ανεβαίνουν και τέσσερεις νομάτοι να σηκώνουν μέσα σε μια καρπέτα έναν πεθαμένο! Τα μωρά με τις φωνές τους σήκωναν τον κόσμο στο ποδάρι! Το βασιλόπαιδο, σαν είδε τέτοια πράματα από το παραθύρι του καφενεδιού, βγήκε έξω, και ρώτησε τι τρέχει. Τότες, αυτοί που σηκώναν τον πεθαμένο σταθήκαν και του είπαν πως είναι ένας φτωχός ξένος, που ζούσε εκείνες τις μέρες μέσα σ' αυτό το χωριό και τον ηύραν πεθαμένο, και παν να τον πετάξουν πάνω στην κοπριά, γιατί δεν ήξεραν τι άνθρωπος είναι. «Εμ γιατί να μην τον θάψουμε;» λέγει τότε το βασιλόπαιδο, «δεν είναι κρίμα μαθέ, να τον πετάξετε πάνω στην κοπριά;» «Ναι, αφεντικό», είπαν οι άνθρωποι' «αμ, δεν ηύραμε μήτε παρά στην τσέπη του». «Τι σας μέλει εσάς;» λέγει το βασιλόπαιδο, «βάλτε κάτω το λείψανο! Τρέχα, να πάει ένας να φέρει το Δεσπότη' και σ' όλα τα χωριά εδώ κοντά να φέρετε κι άλλους παπάδες, να θάψουμε τον άνθρωπο, καθώς που χρειάζεται». Όλοι τους απόμειναν κι αφουγκραζόταν, σαν άκουσαν τούτα τα λόγια, κι έλεγαν ο ένας στον άλλον, μπας και τα 'χασε το βασιλόπαιδο, να θέλει να θάψει με τέτοια δόξα έναν ζητιάνο! Σαν είδαν άμα πως έριξε μια χούφτα φλουριά πάνω στον ποτηριώνα, κι είπε τον καφετζή να πληρώσει τους ανθρώπους και τα έξοδα, που θα γίνουν στο λείψανο, κι άμα δε φτάσουν, να βαστά λογαριασμό, να του δώσει τα ρέστα, τότες πήρε καθένας από ένα δρόμο, κι έτρεχε να κάνει ό,τι που έλεγε το βασιλοπαίδι.
Δεν επέρασαν έξη-οχτώ ώρες, κι ήταν όλα στον τόπο' κι ο δεσπότης κι οι παπάδες και τα ξαφτέριγα και το σεντούκι για τον πεθαμένο, και τα κόλυβα γίναν χαζίρι, ίσαμε να πεις τρία' για ο παράς, εκεί που πέσει, τι δεν κάνει! Άμα που ετοιμαστήκαν όλα, κατέφτασε όλο το χωριό, και γίνεται ένα λείψανο μες στα Σκαμνιά, που δεν εγίνηκε ποτές!
Σαν εθάψαν δα τον πεθαμένο, κι αρχινήσαν καθένας να διαβαίνει στη δουλειά του, το βασιλοπαίδι πηγαίνει πάλι μες στον καφενέ, κι έβαλε κομμάτι ρακί, για να πιουν, να συγχωρέσουν τον πεθαμένο. Πάνω σε κείνα τα χέρια, που πίναν, και λέγαν όλοι του: «Θεός σχωρέστον!» και στο βασιλοπαίδι: «Ζωή σε λόγου σου!» να, και ξεπροβάλλει μες στον καφενέ ένας γυμνός, με μια μαχαίρα στο χέρι. Η μούρη του ήταν άγρια και μελαψή. Τα μάτια του ήταν μαύρα και το ασπράδι τους θάρρειες κι ήταν έμπυος κι έπλεαν μέσα. Ρούχο δεν εφόρει τίποτα, μονάχα ήταν γυμνός, τσιτσίδι! Ποτές δεν εγέλα, και το στόμα του, σαν έλεγε να το ανοίξει καμιά φορά, για να μιλήσει, φαινόταν κάτι δοντάρες, που, σαν τις λόγιαζες, σου πήγαινε Τρίτη και Τετάρτη!
Τι τα θες, άμα έμπη ο Γυμνός μέσα στον καφενέ, χαιρέτησε κι απέ ήρθε καταλλαχού κι έκατσε κοντά στο βασιλοπαίδι. Το παιδί στην αρχή τα χρειάστηκε. Υστερα όμως διέταξε και τον κέρασαν. Τότες ένας από την παρέα, τον ρώτησε τι άνθρωπος είναι. Ο Γυμνός του είπε πως είναι φτωχός άνθρωπος και δεν έχει στον ήλιο μοίρα' γιατί η δουλειά του δεν περνά στον τόπο του, και πήρε παραχωριού δρόμο, μπας και βρει κανέναν και πιάσουν μαζί δουλειά, και βγάζει το ένα και το άλλο του. «Εμ, τι δουλειά κάνεις;» τον ρωτήσαν οι άνθρωποι. «Από τη μαχαίρα, που βαστώ», τους είπε ο Γυμνός, «μπορείτε να καταλάβετε, τί δουλειά κάνω. Είμαι χασάπης! μα έλα ντε, που παράδες δεν έχω! Είχα εγώ ο καημένος τη σερμαγιούδα μου, αμ την έφαγε ο ένας κι ο άλλος, και τώρα απόμεινα μες στους πέντε τους δρόμους, σαν που με γέννησε η μάννα μου!» Το βασιλοπαίδι σαν άκουσε αυτά τα λόγια, ξαναγεννήθηκε! «Είσαι χασάπης», γυρίζει και λέει στο Γυμνό, «και θέλεις να δουλέψεις και δεν έχεις παράδες; Εμ, τότε, δεν έρχεσαι να συντροφιάσουμε μαζί, να βάλω εγώ τους παράδες, κι εσύ την τέχνη;»
«Πώς δεν έρχομαι;» του λέει ο Γυμνός' «όποτε θέλεις είμαι έτοιμος». Τότε πήραν όλοι μια χαρά' γιατί βρήκε το βασιλοπαίδι σύντροφο και πιάσαν και πίναν και τραγουδούσαν, γιατί τώρα πλια δεν ήθελε να κοπεί του βασιλοπαιδιού το κεφάλι. Την ίδια την ώρα κιόλας, τα πρυμνίσαν ο Γυμνός και το βασιλοπαίδι για το χωριό του. Άμα που πήγαν εκεί, παρουσιάζεται το παιδί μπροστά στον πατέρα του και του λέει τα καινούρια, πως ηύρε σύντροφο. Δεν ξέρετε τι χαρά που πήρε ο καημένος ο βασιλές, σαν τα 'κουσε. Γιατί κι εκείνος, ίσαμε που 'βλεπε να περνούν οι μέρες, και να μη μπορεί ο γιος του να βρει σύντροφο, ήταν για να σκάσει' γιατί έμαθε πλια ο κόσμος την απόφασή του, πως, άμα δεν εύρει ο γιος του σύντροφο, θα τον σφάξει και, για να σταθεί στο λόγο του, να δείξει το παράδειγμα, έπρεπε να το κάνει. «Πού 'ν 'τος;» είπε με μια, «φέρτε τον μάνι-μάνι, να τον δω!» Τότε γυρίζει το βασιλοπαίδι μ' ένα παράπονο και του λέγει: «Ηύρα εγώ, καημένε πατέρα, σύντροφο, μα είναι κομμάτι παράξενος και γι' αυτό φοβούμαι, μπας και δε τον αρέσεις» «Τι λογιός είναι;» του λέγει ο βασιλές. «Έχει μια παραξενιά, ένα καπρίτσιο, να πούμε, να γυρίζει πάντα γυμνός και να βαστά μια μαχαίρα στο χέρι. «Ας είναι», είπε ο βασιλές, «φέρτε τον απάνω, να κάνουμε τις συμφωνίες, και να σηκωθείτε πουρνό-πουρνό, να πηγαίνετε στη δουλειά σας». Πήγαν δα τότε, φώναξαν από μέσα από την αυλή το Γυμνό. Κι αυτός, σαν που τον ξέρουμε, αγέλαστος, σαν το Λάζαρο, κι άγριος και σκοτεινός, ανέβηκε και κουλουρντίστηκε μπροστά στο βασιλέ.
Μιλήσαν τότε για όλα, και μείναν σύμφωνοι, το βασιλοπαίδι να καταθέσει όσους παράδες χρειαστούν, κι ο Γυμνός την τέχνη του, ό,τι που κερδίσουν από το ταξίδι που θα κάνουν, να τα μοιραστούν στα μισά. Κάναν και χαρτιά, και τα βούλωσε ο βασιλές με τη δική του και με της βασιλείας τη βούλα. Ο Γυμνός, επειδή δεν ήξερε γράμματα, έβαλε τη δαχτυλιά του. Από κει κι ύστερα, του μέτρησε ο βασιλές γρόσια πολλά, όσα να πούμε που χρειαζόταν, και του είπε να παγαίνει.
Ο Γυμνός, σα σηκώθηκαν πια απάνω, για να πηγαίνουν, γυρίζει άλλη μια φορά και τους λέει: «Βρε παιδιά, χαρτιά, να πούμε, κάναμε, και δε φοβούμαστε ύστερα να μη μαλλώσουμε' μα εγώ πάλι σας το ξαναλέγω, για να μην έχουμε ύστερα μπερδούλες: ό,τι βγάλουμε από το ταξίδι, θα τα πάρουμε από μισά!» «Εμ, πώς, είμαστε σύμφωνοι για», είπε ο βασιλές και το βασιλοπαίδι και κατεβήκαν τη σκάλα και πήγαν. Με ταχειά ο κόσμος, που πήγαν πουρνόπουρνό έξω από το παλάτι, για να δουν το γιο του βασιλέ κρεμασμένο, είδαν το βασιλοπαίδι με το Γυμνό καβάλα πάνω σε δύο αλόγατα και διαβαίναν προς το λιμάνι για να 'βρουν καίκι, να περάσουν πέρα πάντα, στην Ανατολή, να ψωνίσουν σιγύρια.
Τώρα ας αφήσουμε μεις τον κόσμο να ρωτά, τι άνθρωπος είναι αυτός, που 'βρε ο γιος του βασιλέ σύντροφο, και να λέγει άλλος το κοντό του κι άλλος το μακρύ του, κι ας πάμε μαζί με τους κολληγούδες μας, με το Γυμνό και το βασιλοπαίδι, που ηύραν βάρκα και περάσαν πέρα στην Ανατολή.
Το βασίλειο τούτο, που θέλαν να παν να ψωνίσουν τα βόδια, ήταν τέσσερις μέρες μακριά από τη θάλασσα κι όλος ο δρόμος, που θέλαν να πάρουν, ήταν πολύ άγριος. Καβαλλικέψαν το λοιπόν τα άλογα, άμα ήβγαν από το καΐκι, κι αρχινήσαν και διαβαίναν μέσα στην ερημία. Όλη μέρα δεν ηύραν μηδέ μια πιθαμή τόπο ήμερο, να ξεκουραστούν, μηδέ νερό, για να πιούν, και να κάτσουν να φαν κομμάτι. Μονάχα ώρα της καμπάνας ηύραν μπροστά τους κάτι πρασινάδες, που άλλο να σας λέω κι άλλο να βλέπατε!
Σ' αυτό το μέρος που ήταν οι πρασινάδες, ήταν και δυο-τρεις πλατάνοι μεγάλοι κι από κάτω τους έτρεχε νερό κρύο και δροσερό. Το βασιλοπαίδι, ως είδε ένα τέτοιο όμορφο μέρος, ήθελε και καλά ν' απομείνουν εκεί εκείνη τη βραδιά, να κοιμηθούν. Όμως ο Γυμνός έλεγε να τραβήξουν' να μην τα πολυλογούμε, το βασιλοπαίδι καταπόνεσε. Κατεβήκαν δα από τ' άλογα, και ξεκουράστηκαν και την ώρα που βασίλευε πια ο ήλιος, φάγαν, ταπέ σαν ενύχτιασε καλά, πέσαν κάτω από τους πλατάνους να κοιμηθούν.
Το βασιλοπαίδι το πήρε με μιας ο ύπνος' γιατί, σαν που 'ταν καλομαθημένο, κουράστηκε, κιόλας, βλέπεις, κομμάτι εκείνη τη μέρα, ήθελε αφορμή για ύπνο. Ο Γυμνός έπεσε κι αυτός σε μιαν άκρη, κι έκανε πως ροχαλίζει, μα ήταν ανοητός. Πάνω στα μεσάνυχτα, να το, ακούστηκε ένας βουητός, και με μια, προβαίνει ένα θηρίο μ' εφτά κεφάλια' ως είδε το Γυμνό, το βασιλοπαίδι και τ' άλογα, χύθηκε με μια καταπάνω τους, να τους φάει. Τότε, μωρέ μάτια μου ο Γυμνός, που έκανε τον κοιμώμενο, δε χάνει καθόλου καιρό, πετιέται απάνω, κι αρχινά, εφέντη μου, με τη μαχαίρα του, και να στο ένα το κεφάλι του θηριού, να στο άλλο, στα έκανε κειπέρα σε δυο ώρες της νύχτας, ίσαμε να πεις τρία! Άμα το σκότωσε καλά, το τράβηξε στην μπάντα κι άνοιξε ένα λάκκο, κι έκρυψε μέσα τις γλώσσες του θηριού, σαν τις αλάτισε κι ύστερα, για να μη βρωμίσουν, ταπ' έπλυνε τη μαχαίρα του στη βρύση, και πήγε κι έπεσε κοντά στον άλλον, να κοιμηθεί. Το βασιλοπαίδι απ' αυτά όλα δεν επήρε καθόλου χαμπάρι' γι' αυτό, σα σηκώθηκε το πουρνό κι ηύρε το Γυμνό και κοιμόταν ακόμα, καθόταν και τον πείραζε κι έλεγε: «Είδες, που δε σ' άρεζε τούτο το μέρος, ταπέ τώρα, βλέπω, δεν κάνεις καρδιά να νιώσεις!»
Τι τα θες, σα σηκώθηκε σε κομμάτι ο Γυμνός, νιφτήκαν, φάγαν κομματέλλι, κάναν το σταυρό τους, καβαλλικέψαν τ' άλογά τους και παγήκαν. Άμα πήγαν κάνα κάρτο δρόμο, πέσαν πάλι μες στην ερημία. Όλη μέρα τα ίδια' όλο τσάμια κι αστιβιές, ταπέ ο τόπος, βλέπεις, καματιασμένος, κι αφανιστήκαν από το κάμα. Το βράδι-βράδι, η καλή τους η τύχη, να σου και βρίσκουν πάλι μπροστά τους έναν τόπο δροσερό, σαν εκείνο, που 'βραν κι από τ' απεσπερού. Το βασιλοπαίδι, ως είδε πάλι τέτοιον τόπο, αρχίνησε να παρακαλεί το Γυμνό να πέσει πάλι εκειπέρα. Κατεβήκαν δα από τ' άλογά τους, πλυθήκαν με το νερό, και κόψαν κομμάτι τριφύλλι για τα ζα' ταπέ ύστερα ετοιμάσαν το φαγί και φάγαν. Σαν αποφάγαν, επειδής κι ήταν ακόμα μέρα, το βασιλοπαίδι βλέποντας το Γυμνό, πως ήταν πάντα λυπημένος, θέλησε να τον ρωτήσει την ιστορία του, μα εκείνος δεν εμίλησε καθόλου! Σαν είδε κι απόειδε το βασιλοπαίδι πως δε θα τον καταφέρει να πει τίποτα, πλάγιασε κι αποκοιμήθη. Ο Γυμνός τραβήχτη πάλι σε μιαν άκρη, κι έκανε πως κοιμόταν. Άξαφνα, να κι έρχεται πάλι ένα θηριό, σαν το εψεσινό' τότες, σηκώθηκε πάλι ο Γυμνός κι έκανε ό,τι που 'κανε και στ' άλλο, χωρίς να καταλάβει τίποτα το βασιλοπαίδι. Το πουρνό πάλι, σαν ένιωσε το βασιλοπαίδι, καθόταν πάλι και πείραζε το Γυμνό, πως είναι καλομαθημένος, και δε μπορεί να νιώσει πουρνό. Αχ! και πού να ξέρει, τι τράκος γινόταν τώρα δυο βραδιές απάνω- πανωτά! Μην τα πολυλογούμε, σήκώθηκε ο Γυμνός και δρόμο!
Το ηλιοβασίλεμα ηύραν πάλι ένα όμορφο μέρος και πάλι τα ίδια! Το βασιλοπαίδι θέλει ν' απομείνει εκεί, ο Γυμνός δε θέλει, ώσπου καταπόνησε πάλιν η γνώμη του βασιλοπαιδιού. Τι τα θέλεις, βαρεμός καταντεί, εμ δε μπορούμε να μην τα πούμε κι όλα, τα μεσάνυχτα, να πάλι κι ακούστη ένας βουητός. Αυτήν όμως τη βραδιά δεν ήταν θηριό, που έκανε το βουητό' ήταν μια δράκαινα, σα να λέμε μια μάνα, που 'χει γιους δράκους!
Η δράκαινα αυτή ήταν καβάλα πάνω σε μια λαγίνα, με άλλα λόγια, πάνω σ' ένα θηλυκό λαγό, και σήκωνε μια λαγήνα στον ώμο της, για να πάρει νερό από τον Τσεσμέ. Άμα είδε τους ανθρώπους και τα ζα στον πλάτανο από κάτω, δεν εμίλησε καθόλου, μονάχα γέμισε τη λαγήνα της, και πήγαινε στη σπηλιά, που ήταν οι σαράντα δράκοι, οι γιοι της, να τους πει πως έχει κάτι κελεπουρέλλια στον τσεσμέ, για να τρέξουν να τους φάνε!
Όμως ο Γυμνός, που δεν εκοιμάτο πάλι, ακολούθησε τη δράκαινα και, άμα μπήκε αυτή μέσα, αυτός στάθηκε απ' όξω από τη σπηλιά. Αμα έδωσε η δράκαινα χαμπάρι στους γιους της, και πιάσαν αυτοί να βγαίνουν ένας-ένας όξω, στεκόταν ο Γυμνός με τη μαχαίρα και, άμα πρόβαιλνε κανείς, σατ! μια, παρ' τον κάτω! Έτσι, μωρέ γιε μου, τους έσφαξε και τους σαράντα! Ύστερα, σα βγήκε κι η μάνα τους, για να ιδεί τι γινήκαν, την έσφαξε κι εκείνην, ταπέ κατέβηκε μες στη σπηλιά. Τι είδε, βρε παιδιά εκεί μέσα, και τι ηύρε, ό,τι και να σας πω, δε θα μπορέσω ποτές να σας το παραστήσω! Σαν εκατέβηκε κάτω, βλέπει οντάδες, οντάδες, έναν πάνω στον άλλον" τους μετρά... σαράντα! Άνοιγε το λοιπόν έναν-έναν, κι εύρισκε μέσα πράματα, που δεν τα 'δε μηδέ στον ύπνο του" μες στον έναν ηύρε βουνά τα φλουριά και βουνά τα διαμάντια! Μες στον άλλον ηύρε λίρες τρακοσάρες, αιματοστάτες και πολλά άλλα αρχοντάδικα πράματα! Τι τα θέλεις, μέσα σ' έναν οντά ηύρε άνθρωπο σκοτωμένο, και πνιγμένο και ζα σκοτωμένα, που τα είχαν οι δράκοι, για να τα φαν. Αλλού πάλι ηύρε τις σοδειές τους, τα παξιμάδια τους, τα ριτσέλια τους, το βράσμα, τον τραχανά τους" σωστό νοικοκυριό! Πίσω-πίσω, ανοίγει έναν οντά και τι να δεις! Βρίσκει μέσα τρεις κοπέλες κρεμασμένες από τα μαλλιά, κι οι τρεις βασιλοπούλες, που τις είχαν οι δράκοι κλεμμένες, και γυρεύαν γρόσια από τους πατεράδες τους τους βασιλιάδες, για να τις δώσουν ξωπίσω!
Άμα τους είδαν, μπήξαν οι καημένες τα κλάματα στα μεσούρανα, και τον παρακαλούσαν να τις γλιτώσει. Πιάνει τότες ο Γυμνός, τις ξεκρεμάζει, ταπέ τις ρώτησε ποιες είναι. Είπε δα καθεμιά από πού ήταν και τα πάθια που τραβήξαν. Τώρα, καταλαχού, η μια απ' αυτές ήταν ίσα-ίσα κόρη εκείνου του βασιλέ, που πήγαιναν στο βασίλειο του, για να ψωνίσουν βόδια. Ο Γυμνός δεν απόδειξε τίποτα, μόνο τις πήρε με γλυκό τρόπο, τους έδειξε το μέρος, που ήταν οι σοδειές, και τους είπε να καθήσουν μες στη σπηλιά, ανένοιες, κι εκειός θα κάνει τ' αδύνατα δυνατά να τις γλιτώσει. Ύστερα ανεβαίνει επάνω από τη σπηλιά, βγάζει τα δόντια των δράκων και της δράκαινας, ταπέ πήγε την αυγή απάνω και πλάγιασε κοντά στο βασιλοπαίδι. Το πουρνό, ό,τι έδωσε ο ήλιος πάνω στα βουνά, νιώσαν. Ο Γυμνός, ανασαμιά για κείνα που σκάρωσε απεσπερού. Καβαλλίκεψαν πάλι τ' άλογα και δρόμο.
Του τσομπάνη την ώρα, φάνηκε πια από μακριά η πολιτεία που θέλαν να παν, και την ώρα που ανάφτουν τα λυχνάρια ήταν πια μέσα και κατέβαιναν από τ' αλόγατά τους μπροστά σ' έναν καφενέ. Σαν εξισάσαν τα ζα τους, και πήραν τον καφέ τους, φωνάξαν ένα-δυο ανθρώπους κοντά τους κι είπαν για τι δουλειά ήρθαν στον τόπο τους, κι όποιος έχει βόδια για πούλημα, να του δώσουν είδηση, για να τους ανταμώσει το πουρνό. Πάνω σ' αυτές τις ομιλίες,
ακούν το ντελάλη και φωνάζει. Απόμειναν όλοι οι άνθρωποι, που ήταν μες στον καφενέ κι αφουγκράζονταν, να δούμε, τι θα πει. Ο ντελάλης φώναζε κι έλεγε: «Ακούσατε, χωριανοί, πηρχουριανοί! Καλά ν' ακούσετε! Απόψε να σφαλίσετε νωρίς, να φράξετε πρώτα τις αραφλάδες των σπιτιών, και να κλείσετε πόρτες και παράθυρα, και να κοιμηθείτε νωρίς, γιατί είναι για να βγει απόψε του βασιλέ η κόρη, να κάμει περίπατο, κι ύστερα να μην μετανιώνετε, και λέγετε πως δεν ακούσατε!»
Άμα τελείωσε ο ντελάλης, οι χωριανοί, οι ανθρώποι πιάσαν πάλι την κουβέντα τους, μα ο Γυμνός και το βασιλοπαίδι δεν μπορούσαν να χωνέψουν αυτά που 'λεγε ο ντελάλης. «Σκας, αυγό, για χύνεσαι;» γυρίζει το βασιλοπαίδι και λέει αγάλια-αγάλια στο Γυμνό, «τι σου λέγει πάλι τούτο; Πως θα κάνει του βασιλέ η κόρη περίπατο, είναι, βρε αδερφέ, ανάγκη να σφαλίσουν τις πόρτες και τα παραθύρια τους και τις αραφλάδες τους;» Τότε, πρώτη φορά, είδε το βασιλοπαίδι το Γυμνό να χαμογελάσει, σαν άκουσε αυτά τα λόγια' δεν εμίλησε όμως τίποτα. Ποιος ξέρει πια, τι είχε μες στο νου του!
Τι τα θες, το βασιλοπαίδι καθεται πάνω στο καρεκλί του, μα ο νους του είναι σε κείνα που είπε ο ντελάλης. Δεν μπορεί, τζάνουμ, να τα χωνέψει. Στα στερνά δεν εβάσταξε πια και γυρίζει και λέγει σ' όλους τους ανθρώπους, που 'ταν μέσα στον καφενέ: «Βρε παιδιά, πως μαθέ, σα βγαίνει του δικού σας του βασιλέ η κόρη στον περίπατο, είναι ανάγκη να γίνεται το χωριό όλο άνω-κάτω;» Οι άνθρωποι γέλασαν τα πρώτα' γιατί τους φάνηκε το ρώτημα του βασιλοπαιδιού χώσικο' όμως ύστερα του είπαν: «Είσαι ξένος, και γι' αυτό δεν τα ξέρεις' να, τι τρέχει του πολυχρονεμένου μας του βασιλέ η κόρη είναι τόσο όμορφη, που άμα τη δει κανείς, με μιας τρελαίνεται! Το λοιπόν, για να μη πάθει ο κόσμος, κάνει τούτο το πράμα, τους δίνει μαθέ είδηση πιο μπροστά, για να κρυφτεί καθένας, και να μην πάθει τίποτα». «Εμ, είναι πια τόσο όμορφη;» είπε το βασιλοπαίδι. «Αχ, καημένο παιδί, να φας και να δεις!» είπε ένας καρδιοκαμένος από μέσα από τον καφενέ.
Σαν άκουσε έτσι το βασιλοπαίδι, δεν είπε τίποτα, μα από μέσα έπιασε και τον έτρωγε, να τη δει και καλά αυτήν την όμορφη τη βασιλοπούλα! Ο Γυμνός πάλι, μοιάζει πως δε δίνει πεντάρα για τέτοια πράματα. Σ' αυτό το αναμεταξύ, πιάσαν οι πασβάντες και γύριζαν μες στο χωριό και σφαλούσαν πια τα σπίτια και τους καφενέδες. Σηκώνονταν τότες οι ανθρώποι και φεύγαν ένας-ένας. Ο Γυμνός και το βασιλοπαίδι απόμειναν οι δυο τους με τον καφετζή. Ο καφετζής έπιασε τότε και σφάλισε καλά, έφραξε όπως όπως τις χαραμάδες, ταπέ τους έριξε απ' ένα στρώμα κι απ' ένα μαξιλάρι στην κάθε καπάντζα του καφενεδιού, τους ευχήθηκε «καλή νύχτα»και τους είπε να κοιμηθούν πια.
Η ώρα πρέπει να ήταν ίσαμε τρεις. Σαν επλάγιασαν, το βασιλοπαίδι γυρίζει και ξαναγυρίζει μες στο στρώμα, κι ο νους του κι ο διαλογισμός του τι τρόπο να κάνει, για να δει και καλά τη βασιλοπούλα. Τώρα να δεις τι σοφίστηκε' παίρνει από μέσα από τη τσέπη του μια τσακούδα που 'χε κι αρχινά, μωρέ γιε μου, αγάλια-αγάλια κι ανοίγει πάνω στην καπάντζα μια τρύπα μεγάλη-μεγάλη, ώστε να μπορεί να βλέπει ποιος παγαίνει και ποιος περνά απέξω.
Πάνω που τελείωσε πια αυτή τη δουλειά, άκουσε σα σαματά, και του φάνηκε πως είδε σαν αναλαμπή. Κόλλησε τότε το μάτι του στην τρύπα, και τι να δεις! Καμιά κατοστή κοπέλες όμορφες, σαν το κρύο νερό, κατέβαιναν απ' ίσια πάνω, κι είχαν καταμεσίς τους τη βασιλοπούλα! Εμ, τι ομορφιά δα πια ήταν εκείνη! Το καημένο το βασιλοπαίδι, άμα την είδε, λιγοθύμισε!
Σαν εξελιγοθύμισε, ήταν πια περασμένη. Απόμεινε μες στο στρώμα σα ζεματισμένος και διαλογιζόταν. Ίσαμε το πουρνό, ο νους του ήταν στη βασιλοπούλα! Λες και τον μάγεψε τον καημένο! Το πουρνό, άμα σηκωθήκαν, ο Γυμνός 'πιάσει να πει στο βασιλοπαίδι να πάει να βρει εκείνους τους ανθρώπους, που έχουν βόδια, για να συμφωνήσουν' μα το βασιλοπαίδι πέρα βρέχει κι αλλού βροντά! Εκείνο το κατσιποδιάρικο ήταν κατασεβνταλατσμένο με τη βασιλοπούλα. Σαν τελείωσε την ομιλία του ο Γυμνός, στάθηκε κομμάτι το βασιλοπαίδι, διαλογίστηκε καλά-καλά, ταπέ λέγει στο Γυμνό: «Άκουσέ με, κολλήγα, να σου πω: Κανέναν άλλο δεν έχω εδωπέρα να πω τον πόνο μου, έξω από σένα. Γω ψες έκανα μια τρέλα: την ώρα που εσύ κοιμόσουνα, γω άνοιξα μιαν αραφλάδα κι είδα τη βασιλοπούλα που 'κανε περίπατο!» «Ε, και τι μ' αυτό;» του λέει ο Γυμνός. «Τι μ' αυτό!», του λέει το βασιλοπαίδι, «ε, είναι τόσο όμορφη, που με μια την αγάπησα, και θέλω να την πάρω γυναίκα' σα δεν την πάρω γω αυτήν, είναι αδύνατο πράμα για να ζήσω' για θα καρφωθώ, για θα θαφτώ! Μα δεν ξέρεις μωρέ κουμπάρε, τι νταρντάνα, τι κοπελάρα είναι! Τέτοια ομορφιά δεν εματαστάθηκε! Αχ! τι να κάνω; Δε μου λες κι εσύ;» Τέτοια λόγια καθόταν κι έλεγε στο Γυμνό. Αμ, εκείνος ο ευλογημένος, μοιάζει πως τ' αυτί του δεν ίδρωνε.
«Αυτά δεν τα ξέρω εγώ», του είπε, «εμείς ήρθαμε δω να δούμε δουλειά, δεν ήρθαμε να ψάχνουμε έρωτες! Αφησέ τα, σαν που σου λέω εγώ, όλα αυτά κι άντε, πάμε να δούμε τα βόδια!» Βάλε πια με το νου σου εσύ τώρα, τι γίνηκε του βασιλοπαιδιού η καρδιά, σαν άκουσε αυτά τα σκληρά λόγια! Με μιας, βουρκώσαν τα μάτια του, κι αρχίνησε κι έκλαιγε σα μωρό! Ο σεβντάς είναι κακό πράμα. Εμ, το λέει, για, το τραγούδι:
Ανάθεμα τον έρωτα κι όποιος τον κάνει φίλο, κι όποιος τον καλοπιστευτεί τον άτιμο, το σκύλο.
Ο Γυμνός σαν είδε σε τέτοια κατάσταση το παιδί, το λυπήθηκε, και γύρισε και του είπε: «Μην κλαις, ρε παιδί, σα μωρό, και ραγίζει η καρδιά μου! Τώρα πια, γίνηκε ό,τι που γίνηκε. Ήταν καλά να μην κάνεις την παλαβάδα και τη δεις. Τι λέγεις μαθέ να κάνουμε τώρα; Εγώ, ό,τι που βγαίνει απ' το χέρι μου για δικό σου χατήρι, δεν τ' αφήνω πίσω». Αυτό δα ήθελε και το βασιλοπαίδι! Με την πρώτη, έπεσε στα παρακάλια να πάει και καλά ο Γυμνός στον πατέρα της βασιλοπούλας, να του κάνει προξενειά για το βασιλοπαίδι. Ο Γυμνός, στην αρχή, έκανε τα νάζια του, όμως ύστερα το δέχτηκε. Σηκώνεται δα ο καλός μας ο Γυμνός και μια και δυο στου βασιλέ το παλάτι. Οι άνθρωποι του παλατιού, σαν τον είδαν έτσι, άγριο, γυμνό, και με τη μαχαίρα στο χέρι, δεν ηθέλαν να τον βάλουν μέσα" μα ο βασιλές, που ταίριαξέ του εκείνην την ώρα να πάει να κάνει κάτι στο μπαλκόνι, άμα άκουσε τις φωνές κι έμαθε τι τρέχει, πρόσταξε ν' αφήσουν τον άνθρωπο ν' ανεβεί. Σαν ανέβηκε ο Γυμνός, έρχεται μπροστά στο βασιλέ και λέει: «Πολυχρονεμένε βασιλέα, χτες βράδι, που έκανε η μικρή σου η κόρη περίπατο, ταίριασε να τη δει ο μικρός ο γιος του δικού μας βασιλέ. Την άρεσε, κι αποφάσισε να την πάρει γυναίκα. Τώρα μ' έστειλε να σου κάνω προξενειά και να σε ρωτήσω, τη δίνεις ή δεν τη δίνεις». Έτσι μοναχά απηλέτ'στα κι αμαρύγκλουτα πέταξε τα λόγια του ο Γυμνός και στεκόταν την απάντηση τι θα του πει ο βασιλές. «Πάει καλά», είπε τότε αυτός. «Μα τη δική μου την κόρη δε μπορώ κι εγώ ο ίδιος να τη δώσω σ' όποιον θέλω' γιατί την έχω ταμένη να την πάρει όποιος κάνει τούτανα τα τρία πράματα κι αδιάφορο, ποιος θε να 'ναι. Άκουσέ με καλά και πες το και συ σ' αυτόν, σα μπορέσει να τα βγάλει πέρα, ας έρθει εδώ, κι από κείνην την ώρα είναι γαμπρός μου: στο τάδε μέρος είναι ένα θεριό μ' εφτά κεφάλια' στο τάδε μέρος πάλι, είναι ένα άλλο θεριό, κι αυτό μ' εφτά κεφάλια' είναι και στο τάδε μέρος σαράντα δράκοι με τη μάνα τους. Τώρα, αυτά τα θηριά κι οι δράκοι κάθονται και παραφυλάγουν μόλις έρχεται κανένας άνθρωπος μες στο βασίλειο μας, για να ψωνίσει σιγίρια, και τον τρων. Καταλαβαίνεις τώρα εσύ, τι ζημιά έχει ο τόπος μας, απ' αυτά τα πράματα' μήτε βόδια έρχεται πια κανείς στον τόπο μας να ψωνίσει μήτε αγελάδα. Αμ, δεν εφτάναν δα τούτα μοναχά, μα πήραν οι δράκοι και τη μεγάλη μου την κόρη και τώρα γυρεύουν ένα σωρό παράδες, για να τη δώσουν. Αυτά είναι. Τώρα, όποιος μπορέσει και σκοτώσει αυτά τα θηριά και τους δράκους και γλιτώσει τον τόπο μας απ' αυτό το κακό, και πάρει την κόρη μου τη μεγάλη και μου τη φέρει, αυτός είναι ο γαμπρός μου, που θα πάρει τη μικρή μου την κόρη». Αυτά είπε ο βασιλές. Τώρα ο Γυμνός, ίσαμε που άκουγε το βασιλέ να μιλά, έπαιρνε χαρά' γιατί έβλεπε πως ο βασιλές έλεγε ίσα-ίσα αυτά τα θηριά κι εκείνους τους δράκους, που 'χε αυτός σκοτωμένους. Δεν εμίλησε καθόλου. Χαιρέτησε το βασιλιά, κατέβηκε τη σκάλα και πάει.
Έρχεται ύστερα στο βασιλοπαίδι, που κάναν κάνες τα μάτια του για να βλέπει πότε θα πάει ο Γυμνός, και καθίζει και του τα λέγει ένα προς ένα. Το βασιλοπαίδι το καημένο απόμεινε σαν ξερό, σαν τα 'κουσε' δεν ήξερε τι να κάνει. Από την άλλη πάλι, ο Γυμνός, αντίς να τον παρηγορέσει, και να του πει μαθές πως «έννοια σου, βρε παιδί, μη σε μέλει, κι αυτά τα θηριά εγώ τα 'χω σκοτωμένα», τι γυρίζει και του λέει' και μ' έναν τρόπο που... αμόληστα κι ας πάει! «Ε, τι λέγεις; μπορείς να τα κάνεις αυτά που λέγει ο βασιλές, να πάρεις την κόρη του;» Το παιδί έμπηξε πάλι τα κλάματα, κι αρχίνησε τα παρακάλια: «Τζάνουμ, κολλήγα, του 'λεγε, πολύ σε παρακαλώ' συ θα την κάνεις και τούτη τη δουλειά!» και τα δάκρια του τρέχαν κτσα-κτσα, πάνω στα μάγουλά του. Μην τα πολυλογούμε, το λυπήθηκε πάλι ο Γυμνός, και σηκώθηκε τάχα να πάει να σκοτώσει τα θηριά' αυτός τα 'χει σκοτωμένα για!
Σηκώνεται, που λες, ο Γυμνός, και πάει και ξεχώνει τις γλώσσες του θηρίου, που σκότωσε πρώτα-πρώτα. Το βράδι σα γύρισε, παίρνει μαζί του το βασιλοπαίδι και μια και δυο στο βασιλέ. Σαν επήγαν πια κοντά στο παλάτι, φωνάζει το παιδί σ' ένα επίζερβο μέρος και του βγάζει και του δίνει τις γλώσσες του θηριού και τον καθοδήγησε να πει στο βασιλέ πως αυτός το σκότωσε το θηριό.
Σαν ήρθαν δα μπροστά στο βασιλέ, βγάζει το βασιλοπαίδι από τον κόρφο του τις γλώσσες του θηριού, τις δίνει στο βασιλέ, κι αρχινά και λέγει τι λογιώ το σκότωσε, πως τυραννίστηκε πολύ, πώς κόντεψε κιόλας να τον καταπονέσει, κι ένα σωρό άλλες ψευτιές, μόνο και μόνο για να τον πιστέψει ο βασιλές, πως αυτός τάχα σκότωσε το θηριό. Ο βασιλές τον πίστεψε και του είπε να πάει τώρα στο άλλο.
Με ταχειά πάει πάλι ο Γυμνός, ξεχώνει του αλλουνού του θηριού τις γλώσσες και μαζί πάλι με το βασιλοπαίδι, τις πήγαν στου βασιλέ. Ο βασιλές τον πίστεψε πάλι, πως το παιδί έχει κι αυτό το θηρίο σκοτωμένο, και του είπε να πάει πια στους δράκους και, σαν τα καταφέρει κι εκειπέρα, θα τον κάνει χωρίς άλλο γαμπρό του.
Με ταχειά το πουρνό, πάει ο καλός μας ο Γυμνός, φέρνει και τα δόντια των δράκων και τα πήγαν με το βασιλοπαίδι στο βασιλέ. Δίνοντας τα δόντια το παιδί, είπε πως η μεγάλη του η κόρη κάθεται μες στη σπηλιά και θέλει να του δώσει μουλάρια πολλά και στρατέματα, για να παν μαζί του, να φορτώσουν φλουριά και διαμάντια, να πάρει μαζί του, σαν ερχόταν η βασιλοπούλα με τις δυο τις άλλες, και να τη φέρει πια στον πατέρα της.
Ο καημένος ο βασιλές, σαν άκουσε πως ξελευτερώθηκε πια το παιδί του, πως γλίτωσε πια ο τόπος από τα θηριάκι από τους δράκους, έκλαιγε από τη χαρά του και δεν ήξερε τί έκανε. Πήρε με μιας το βασιλοπαίδι μες στην αγκαλιά του, και τον εφίλα και τον έλεγε παιδί του και γαμπρό του. Υστερα, στέλνει και φωνάζει τη μικρή του την κόρη την όμορφη, και την έβαλε κι έκανε μια μετάνοια και φίλησε του βασιλοπαιδιού το χέρι και του είπε, πως αυτός είναι ο άντρας σου, που θα σου δώσω, γιατί ξελευτέρωσε την αδερφούλα σου από τα νύχια των δράκων και γλίτωσε τον τόπο μου απ' τα θηριά.
Η βασιλοπούλα, γελαζούμενη, όμορφη, και καταχαρούμενη να κάτσει κοντά στο βασιλοπαίδι. Υστερα, πήρε ασημένιο δίσκο άκρατο, με κρυσταλλένια ποτήρια και τους τον πέρασε. Ταπέ, έκοψε βασιλικό κι ανατουράλι και δεντρουσάτσι και γαρύφαλλα κι έκανε βατακαριά' την έδεσε με κόκκινο μετάξι και χρυσό σύρμα και του την έδωσε. Πιάσαν ύστερα οι παρακόρες και στρώσαν τραπέζια με τραπεζομάντηλα απ' αγκρισμένο αλατζά, και με πετσέτες κεντημένες και θέσαν απάνω φαγητά λογιώ των λογιώ, που δεν έλειπε μηδέ του πουλιού το γάλα. Έδωσε καταπόδι μια διαταγή ο βασιλές, να έρχεται ο κόσμος, να καθίζει, να τρώει, να πίνει και να γλεντίζει καθένας ίσαμε πως θέλει, γιατί ξελευτερώθηκε η βασιλοπούλα η μεγάλη και γλίτωσε ο τόπος από τα θηριά.
Το πουρνό, το βασιλοπαίδι κι ο Γυμνός πήραν στρατιώτες και ζα πολλά και πήγαν να φέρουν τις σκλαβωμένες βασιλοπούλες, τα φλουριά και διαμαντικά. Το βράδυ ήταν όλος ο κόσμος βγαλμένος έξω από την πολιτεία, και τους απαντέχαν. Σε κομμάτι, να και βλέπουν μπροστά-μπροστά το Γυμνό, καταπόδι και τις τρεις τις βασιλοπούλες με το βασιλοπαίδι και στην αράδα διακόσια ζα, φορτωμένα όλο φλουρί και διαμάντια και πίσω απ' αυτά τα στρατέματα. Ο κόσμος σαν τα 'δε αυτά, παλαβώθηκε από τη χαρά του' πήγαν όλοι μαζουμένοι μπροστά στο παλάτι και κάτσαν και τρώγαν και πίναν όλη νύχτα.
Το βασιλοπαίδι δα πια ήταν καταχαρούμενο' όλο με την αραβωνιαστικιά του σαμάτευε, και χόρευε, και δεν εχόρταινε να τη λογιάζει. Σαν εξημέρωσε, τους φωνάζει ο βασιλές και τους είπε να ετοιμαστούν για ταξίδι' ο γάμος, να καταλάβεις, έπρεπε να γίνει στου γαμπρού την πολιτεία. Σαν ετοιμαστήκαν όλα, έκατσε κι έκανε ένα γράμα στον συμπέθερό του το βασιλέ, και του 'στείλε ένα σωρό μπαξίσια. Από κει κι ύστερα, ο Γυμνός και το βασιλοπαίδι πήραν τη βασιλοπούλα, την όμορφη, που όποιος την έβλεπε, τρελαινόταν από την ομορφιά της, πήραν και τα διακόσια γομάρια φλουριά που κέρδισαν, αφήκαν γεια στο βασιλέ, και με την ευχή του πήγαν στο δικό του το χωριό, για να κάνουν το γάμο.
Μια μέρα, όταν σηκωθήκαν ο βασιλές κι η βασίλισσα, οι γονιοί του βασιλοπαιδιού, και καθίσαν να πάρουν τον καφέ τους, βλέπει η βασίλισσα και πετά μια μουλαρόμυγα πάνω στου βασιλέ τ' αντερί. Γυρίζει και λέγει στο βασιλέ: «Να δεις, άντρα, που θα έχουμε συγχαρίκια. Ε, ξέρουμε πια, ποιο από τα παιδιά μας θα μας έχει γράμμα' μα καλορίζικο τα πλια να 'ναι, κι όποιου θέλει ας είναι!»
Δεν επρόφτασε να τελειώσει η βασίλισσα το λόγο της και να που πετιέται βρωμιστός κι αξυπόλητος ένας άνθρωπος μες στον οντά και του λέγει πως έρχεται ο γιος του ο μικρός και φέρνει διακόσια γομάρια φλουριά και διαμάντια κερδισμένα κι έχει μαζί του μια κοπέλα για να την κάνει γυναίκα του, που την ομορφιά της δεν την είδε ακόμα ο ήλιος! Σαν τ' ακούσαν ο βασιλές κι η βασίλισσα, τρίβαν τα μάτια τους. Τι, λέει; ο μικρός τους ο γιος; αυτός ο ανεπρόκοφτος κι ο άτυχος, που δεν ημπόρειε να 'βρει σύντροφο, να πιάσει δουλειά, αυτός, αυτός μαθέ κατάφερε τέτοια πράματα; «Εμ, αυτό αν είναι αλήθεια, βρε γυναίκα», γυρίζει και λέει ο βασιλές, σαν επήγε ο άνθρωπος, «να δεις πως έχει τον τόπο της η ρίμα που 'λεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου: παριξιμιό καράβι, σε καλό λιμνιώνα' και, αν είναι αλήθεια, πρέπει να πάμε να τον προπάρουμε».
Πανω σ' αυτά τα χέρια, μπαίνει άλλος άνθρωπος μέσα στον οντά, και του δίνει γράμματα από το γιο του, κι από το βασιλέ, το συμπέθερό του. Και, τότε πια, το πίστεψε με τα σωστά του. Σηκώνεται καταχαρούμενος, και παίρνει μαζί του στρατέματα και μουσικές, και κατέβηκε μ' όλο τον κόσμο κάτω στο γιαλό, για να προπάρει το παιδί του, που το είχε άλλοτες από κλώτσου κι από ράβδου, κι ως κοντά να το κρεμάσει κιόλας, ταπέ τώρα, που ήβγε πιο άξιο απ' όλα τ' αδέρφια του και το πιο προκομμένο. Σαν επήγαν οι ανθρώποι στο καράβι, κι είδαν τα γρόσια και την κοπέλα την όμορφη και μάθαν πως είναι βασιλοπούλα, και τη φέρνει μαζί του το βασιλοπαίδι, για να την παντρευτεί, πήραν όλοι μεγάλη χαρά.
Τι τα θες, τι τα γυρεύεις, παίζοντας οι μουσικές, με παράταξη μεγάλη, ανεβήκαν απάνω στην πολιτεία. Με ταχειά γίνηκε κι ο γάμος. Τι λογής πια γίνηκε τούτος ο γάμος, δε μπορώ να σας παραστήσω. Τι προίκες είχε μαζί της η νύφη φερμένες και τι στολίδια, και τι τραγούδια της είπαν στο νυφοστόλι της, και τι γλέντια γίνηκαν, δε φτάνει ο νους μου να σας τα παραστήσω.
Την τρίτη μέρα, πιάσαν πια οι καλεσμένοι να διαβαίνουν. Κι εκείνη την ίδια βραδιά, που θέλαν πια ν' αφήσουν μοναχό το γαμπρό με τη νύφη, σαν επιάσαν πια και κράζαν οι πετεινοί, και τραβήξαν πια οι άνθρωποι από το γάμο, και παραμείναν μονάχα οι καλές οι γηνιάδης, (οι συγγένισσες) του γαμπρού, πιάσαν πια οι παρακόρες και σβούσαν τα φώτα, για να σηκωθούν κι οι αποδέλοιποι να πηγαίνουν.
Εκεί ακούν μια περπατησιά βαριά πάνω στη σκάλα. Γυρίζουν και τι να δουν; βλέπουν το Γυμνό με τη μαχαίρα στο χέρι, μα σε τι χάλια για; Παναγία μου, και σώσε! Είχε ένα θυμό, ένα αγριμό, που θαρρείς και τα μάτια του στάζαν αίμα από μέσα! Μπήκε μες στην κάμαρα σαν σύννεφο, και, σαν τους είδε όλους μ' άγριο βλέμμα, έρχεται και στέκεται μπροστά στο γαμπρό σα στύλος! Από το θυμό του, δεν ημπόρειε να μιλήσει, μόνο ξηλόχηνε βαρειά-βαριά! Όλοι απόμειναν και τον λογιάζαν, και δεν ήξεραν τι ήθελε να κάνει! Σαν εγύρισε πάλι και στραβοκοίταξε μια όλους, κι αγουρλομάτιασε καλά-καλά το γαμπρό, του είπε με μια φωνή που έτρεμε κι έβγαινε από μέσα από το στόμα του: «Τόσες μέρες έχουμε τώρα που ήρθαμε. Συ, βλέπω, ο καλότυχος, το 'ριξες στο γλέντι και στα ξεφαντώματα. Εμ, δε μου λέγεις, να 'χουμε και καλό ρώτημα, πότε θα δούμε λογαριασμό; Εμ, συ έχεις να φας, και να πιεις, μα ρωτάς κι εμένα για; Το λογαριασμό θέλω να δούμε, τώρα κιόλας!»
Ετέτοια έλεγε ο Γυμνός, κι εχτύπα τα ποδάρια του κάτω, κι εκούνει τη μαχαίρα του, και πετούσαν οι αφροί από μέσα από το στόμα του! Γύρισε τότε το βασιλοπαίδι και του είπε: «Βρε κολλήγα, τώρα μαθέ είναι ώρα, για να λογαριαστούμε; Έλα αύριο, να κάτσουμε σαν άνθρωποι, να δούμε τη διαφορά μας». «Αύριο, ε;» είπε ο Γυμνός, «Όμορφο είναι αυτό! Ποτέ δεν τελειώνει! Τώρα, σου λέω εγώ θα γίνει αυτή η δουλειά! Τώρα!»
Θύμωσε τότε το βασιλοπαίδι. «Καλά», του λέει, «τώρα θέλεις, τώρα ας είναι! Ο λογαριασμός μας είναι πολύ απλός: Φέραμε 200 φορτία διαμάντια και μάλαμα, κατέβα κάτου, πάρε τα εκατό, και τράβα στη δουλειά σου!» «Μονάχα τα φλουριά φέραμε από το ταξίδι;» «Εμ, τι άλλο», του λέει το βασιλοπαίδι. «Εμ, τούτην;» είπε ο Γυμνός κι έδειξε τη νύφη, τη βασιλοπούλα, τη γυναίκα του! Χαμογέλασαν τότες όλοι τους κι είπαν μες στο νου τους, πως ο καημένος ο Γυμνός τα 'χασε!
«Ναι» ξαναλέγει πάλι με θυμό ο Γυμνός, «η συμφωνία μας δεν είναι, ό, τι που κερδίσουμε στο ταξίδι, να το μοιραζόμαστε από μισό; Από το ταξίδι δε φέραμε και τούτην; Η μισή πέφτει εμένα και τ' ανάλογο μου εγώ δεν τ' αφήνω, το θέλω! Ή μπας και θαρρείς πως για τα μαύρα σου τα μάτια έτρεχα εγώ μες στον έρημο κόσμο κι έσπαζα τα κότσια μου, για να σου δώσω γυναίκα;» «Μα, αν αγαπάς το Θεό σου», του λέγει πάλι το βασιλοπαίδι, «δεν είναι, βρε μάτια μου, τούτα πράματα, που γυρεύεις! Πού ακούστηκε ποτές να μοιράζουν τις γυναίκες; Αυτό δα πάλι, είναι από τα άγραφα! Παραμύθια θα λέγουμε ή μπας και δεν είσαι με τα σωστά σου;» «Αδιάφορο!» λέγει ο Γυμνός: «Η μισή μου πέφτει και τη θέλω!»
Τότε πια το βασιλοπαίδι δεν εβάσταξε «μα, τι με νόμισες εμένα;» λέει στο Γυμνό, «για κανένα κερατά, να 'χεις εσύ τη γυναίκα μου πέντε μέρες κι εγώ άλλες πέντε, ή; Α, να μου χαθείς από μπροστά μου!»
Και για μια, έγνεψε στους ανθρώπους να αρπάξουν το Γυμνό και να τον πετάξουν έξω. Μα, δεν επρόφτασε να τελειώσει το λόγο του. «Όχι», του λέει τότε ο Γυμνός, «δε λέγω έτσι να τη μοιράσουμε, μόνον έτσι!» και, λέγοντάς τα, προτού να προκάνουν ακόμα να τον πιάσουν, χύνεται πάνω στη νύφη, την αρπά μια από το ένα ποδάρι, τη γυρίζει ανάσκελα, ταπέ σηκώνει τη μαχαίρα του, για να τη χωρίσει στα δυο, στη μέση! Ένα αχ! πρόφτασε μοναχά κι είπε η κοπέλα, ταπέ λιποθύμισε και με μιας, πεταχτήκαν ένας βώλος φιδέλλια μέσα από το στόμα της!
Αφήνει τότε κατά μέρος ο Γυμνός την κοπέλα, κι αρχινά με τη μαχαίρα του, να σου, και να σου, και σκότωσε όλα τα φιδέλλια ένα-ένα!
Σαν τα σκότωσε κι ύστερα, γύρισε σ' όλους τους άλλους, που στέκονταν σα νεκροί από το φόβο για τα κείνα που βλέπαν μπροστά τους και τους λέει με μια φωνή γλυκειά, που σε πιάνει μέσα απ' την καρδιά" θαρρείς που δεν ήταν πια αυτός ο άγριος ο Γυμνός: «Ακούστε με... Άκουσέ με συ πρώτα, φίλε μου, βασιλοπαίδι, που φάγαμε μαζί ψωμί κι άλας και περάσαμε τόσες μέρες όμορφα, σαν αδέρφια. Αυτή η κοπέλα, που πήρες γυναίκα, ήταν καταραμένη απ' τη γριά τη μανίτσα της, να μη χαρεί άντρα στο προσκέφαλο της' και την πρώτη βραδιά, που θα πέσει με τον άντρα της, να βγουν αυτά τα φίδια να τον κεντρίσουν, να πεθάνει. Τώρα, σαν αφήναμε αυτά τα φίδια, και δεν τα σκοτώναμε, και πλαγιάζατε απόψε με τη νύφη, το πουρνό δεν ηθέλαμε πια να σ' έχουμε ζωντανό!
Τώρα ξέρεις γιατί το 'κανα τούτο, και τόσα άλλα καλά, που οι δυο μας μοναχά τα ξέρουμε: Στα έκανα μόνο και μόνο για να σου αποδείξω πως δεν είμαι αχάριστος, πως, το καλό, και στον πεθαμένο ακόμα να το κάμεις, δε χάνεται! Εγώ είμαι εκείνος ο πεθαμένος, που ηύρες και διαβαίναν να τον πετάξουν στην κοπριά, κι εσύ στάθηκες και τον έθαψες με τόση δόξα... Έχε γεια!» Και στη στιγμή, χάθηκε ο Γυμνός από μπροστά τους.
Από τότες πια, μήτε φάνηκε, μήτε ακούστηκε πουθενά.

Σημείωση:
 
Το παραμύθι αυτό έχουν συλλέξει και οι αδερφοί Γκριμ, όπως φαίνεται από το αρχείο τους, το 1812-1814, χωρίς όμως να το δημοσιεύσουν στη συλλογή τους' δημοσιεύτηκε από τους Boite και Polivka.


Σπ. Αναγνώστου, Λεσβιακά, Βιβλίον τρίτον, Αθήνα 1903
Γεωργίου Α. Μέγα. Κατάλογος ελληνικών παραμυθιών. 
Άννα Αγγελοπούλου - Μαριάνθη Καπλάνογλου - Εμμανουέλα Κατρινάκη. Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών.