Change Text Size
+ + + + +

Όταν η μέλισσα ήταν άνθρωπος

Ήταν κάποτε μια μάνα που είχε τρεις κόρες κι ένα γιο. Χήρα έμεινε από νωρίς κι έτσι η καημένη ανάθρεψε τα παιδιά της μοναχή της. Σαν ήρθε ο καιρός να παντρευτεί η πρώτη της κόρη, τη ζήτησε ένα παλικάρι καλοφτιαγμένο και καλόκαρδο, μα ήταν το χωριό του μακριά, ίσαμε δυο μέρες δρόμο με το γαϊδαράκο, εκείνη την εποχή, που η μάνα η καψερή τρόμαξε!
-Πώς θα έρχεσαι, κόρη μου, να με βλέπεις όταν σε χρειάζομαι; 

Το πιρπιρίτζι

Καστανερή, Κιλκίς

Πολλές και θερμές ευχαριστίες στη Νηπιαγωγό και συγγραφέα κυρία Γεωργία Δάρτση, με καταγωγή από την Καστανερή του νομού Κιλκίς, για την καταγραφή και την απόδοση του λαϊκού αυτού παραμυθιού. Η απόδοση έγινε βάσει της αφήγησης του παραμυθιού όπως την άκουγε η ίδια από τη γιαγιά της, στην οποία το αφηγούνταν η δική της γιαγιά. Αυτή είναι η μοίρα και ταυτόχρονα η δύναμη των λαϊκών παραμυθιών. Οι ρίζες τους να χάνονται στα βάθη των αιώνων, μα τα κλαδιά τους να φτάνουν ζωντανά και δυνατά μέχρι τις μέρες μας.

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μικρό χωριό στις πλαγιές ενός καταπράσινου βουνού, ζούσε μια γιαγιά που είχε απομείνει ολομόναχη στη ζωή της, ώσπου βρέθηκε στον δρόμο της ένα «πιρπιρίτζι». Πάρα πολύ το αγαπούσε η γιαγιά το μικρό της πιρπιρίτζι. Το φρόντιζε, του μαγείρευε, το έντυνε ζεστά τον παγωμένο Χειμώνα και χρωματιστά το δροσερό καλοκαίρι. Του χάριζε ωραία παιχνίδια που έφτιαχνε η ίδια με παλιά κουρελάκια και τα βράδια του έλεγε όμορφα παραμύθια που είχε ακούσει από την γιαγιά της. Και το πιρπιρίτζι αγαπούσε πολύ τη γιαγιά.

 Ο λύκος και η αλεπού

(Ελλάδα)

Μια φορά, ο λύκος και η αλεπού αποφάσισαν να σπείρουνε μαζί. Όταν ήρθε ο καιρός του θερισμού, πηγαίνουν στο χωράφι για να θερίσουν. Έκανε όμως πολλή ζέστη και η αλεπού έψαχνε αφορμή για να γλιτώσει τη δουλειά. Βλέπει λοιπόν έναν μεγάλο βράχο ψηλά στο βουνό και λέει του λύκου:

 Το κόκκινο πουλί

(Μύθος των Ινδιάνων Νάβαχο)

Αυτόν τον ινδιάνικο μύθο τον έστειλε στο Φιδόδεντρο η κυρία Μαντουβάλου Κατερίνα, εκπαιδευτικός σε ελληνικό σχολείο του Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ, η οποία αφιέρωσε τον χρόνο της και κυρίως την καλή της διάθεση για να κάνει την ελεύθερη απόδοση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική. Την ευχαριστούμε πολύ από καρδιάς και ευχόμαστε καλή δύναμη στο έργο της και ό,τι καλύτερο στην ίδια, στην οικογένειά της, στις μαθήτριες και στους μαθητές της.

Στη φυλή  των Νάβαχο, τα νέα δεν ήταν καθόλου καλά.

Όταν οι γυναίκες φύτευαν καλαμπόκια, σκουλήκια τα έτρωγαν πριν φυτρώσουν .

Όταν φύτευαν φασόλια, ακρίδες έπεφταν πάνω τους και τα εξαφάνιζαν.

Κι όταν φύτευαν κολοκύθες και πεπόνια, κάμπιες τα κατέστρεφαν αμέσως μόλις βλάσταιναν.

Οι γυναίκες δοκίμασαν ξανά.

Ο γελωτοποιός, ο σαράφης κι ο δικαστής

(Σερβία)

Ο γελωτοποιός ήταν μεγάλος κατεργάρης. Κάποτε δανείστηκε εκατό δηνάρια από κάποιον σαράφη. Από τότε αυτός τον είχε συνέχεια από πίσω.

"Λοιπόν. Πότε θα μου επιστρέψεις κείνα τα εκατό δηνάρια;".

"Έχεις τον λόγο μου. Μόλις τα βρω θα σου τα δώσω".

"Κάθε φορά το ίδιο παραμύθι! Λυπάμαι αγαπητέ, αλλά πρέπει να έρθεις μαζί μου στον δικαστή".

  Το χρυσό μήλο

(Αρμενία)

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς, πολύ, μα πάρα πολύ πλούσιος. Μια μέρα, έβγαλε τελάλη σ' όλους τους υπηκόους του, πως όποιον του 'λεγε το πιο μεγάλο ψέμα θα τον αντάμειβε μ' ένα χρυσό μήλο. Άνθρωποι απ' όλη τη χώρα παρουσιάστηκαν στο παλάτι να πουν στον βασιλιά το δικό τους ψέμα, αλλά ο βασιλιάς κουνούσε πάντοτε το κεφάλι του λέγοντας:

Ο Περισπούδαστος

(Ινδία)

Κάποτε, στο χωριό Μανγάλα, ζούσε ένας άνθρωπος που τον έλεγαν Περισπούδαστο. Μια μέρα που είχε πάει σ' ένα σπίτι του χωριού να ζητιανέψει, είδε έναν καλοθρεμμένο ταύρο με στριφογυριστά κέρατα. Κάθε μέρα από κείνη τη στιγμή, τον βασάνιζε η σκέψη: "Άραγε, χωράει το κεφάλι μου ανάμεσα στα κέρατα του ταύρου; Μπα, μάλλον όχι". Αυτό τράβηξε έξι μήνες. Τέλος αποφάσισε:
Ο τσιγκούνης χωρικός

(Ρωσία)

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας χωρικός που είχε έναν υπηρέτη που τον έλεγαν Βάνια.
"Βάνια, αύριο θα πάμε να θερίσουμε το σιτάρι", είπε μια μέρ ο χωρικός στον υπηρέτη.
"Εντάξει", είπε ο Βάνια. "Ας πάμε". Την άλλη μέρα σηκώθηκαν νωρίς - νωρίς κι ο χωρικός είπε:
Η διψασμένη κουρούνα

(Μπαγκλαντές)

Μια φορά κι έναν καιρό, μέσα στο δάσος ζούσε μια κουρούνα. Μια μέρα ήταν πολύ διψασμένη, αλλά όσο κι αν έψαχνε, πουθενά δεν έβρισκε νερό. Στο τέλος, πήγε και κάθισε στην κορυφή ενός ψηλού δέντρου κι από κει κοίταζε τριγύρω. Κάπου στο βάθος μακριά είδε έναν κήπο.
"Εκεί θα βρω νερό" σκέφτηκε και πέταξε προς τα κει. Φτάνοντας στον κήπο βλέπει ένα παλιό πιθάρι.
"Εδώ θα πιω νερό" είπε στον εαυτό της και κάθισε στο στόμιο του πιθαριού.

Η φτωχιά κόρη με τη χρυσή μοίρα

(Λέσβος)

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια φτωχογειτονιά, ζούσε μια πολύ φτωχιά κοπέλα, η οποία δεν είχε στον κόσμο κανέναν άλλον. Όλη τη μέρα η καημένη έκανε ξένες δουλειές για να μπορεί να βγάζει τα απαραίτητα για να ζήσει. Παραδείγματος χάριν, της έφερναν μαλλιά και αναγκαζόταν να τα γνέθει και να τα κάνει κλωστή. Μέχρι αργά τη νύχτα η κακομοίρα ήταν αναγκασμένη να δουλεύει. Από το πρωί μέχρι αργά τη νύχτα. Όταν πια την έπαιρνε ο ύπνος και είχε λίγη δουλειά μπροστά της και έπρεπε να την τελειώσει, μονολογούσε ένα στιχάκι, ένα τραγουδάκι, μόνη της για να περνάει η νύστα της. Όταν ερχόταν ο πρώτος χασμουρητός έλεγε:

Γιατί το γαϊδούρι έχει μεγάλα αφτιά

(Αλβανία)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γάιδαρος που κοιμόταν συνέχεια και δεν έκανε τίποτα. Ήταν τεμπέλης. Μια μέρα έβρεξε πολύ και πλημμύρισε ο τόπος. Το νερό του ποταμού σκέπασε το δάσος και τα χωράφια. Όλα τα ζώα του δάσους σηκώθηκαν από τον ύπνο και έτρεξαν να βάλουν ένα φράγμα στο ποτάμι για να σταματήσουν το νερό. Κουράστηκαν αλλά τελικά τα κατάφεραν. Όταν γύρισαν από τη δουλειά τους, είδαν το γαϊδούρι που ροχάλιζε. Το ξύπνησαν και του είπαν:
Οι μουζικάντες

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γεωργός κι είχεν ένα γάιδαρο. Ο γάιδαρος εγέρασε κι ο γεωργός πήγε και τον έδεσε έξω να ψοφήσει.
  Από κει πέρασεν ένας κυνηγός κι είχεν ένα σκυλί, αλλά δεν το ήθελε πια, γιατί εγέρασε και δεν έβγαζε τους λαγούς.
  Ο σκύλος εστάθηκε κι ερώτησε το γάιδαρο:

Η σοφία του Κόσμου

(Γκάνα)

Εδώ και αρκετά χρόνια ο Κβάκου Ανάνσε, ο μάγος μιας αφρικάνικης φυλής,
πήρε την απόφαση να μαζέψει εκείνος όλη τη σοφία
του Κόσμου και να την κρατήσει μόνο για τον ίδιο και τους απογόνους του. 
Φεύγοντας από το σπίτι του πήρε μαζί μια
πήλινη στάμνα που 'χε σκοπό να τη γεμίσει με σοφία.
Για χρόνια γύριζε τη χώρα ολόκληρη κι έθετε σε ζώα και σε
ανθρώπους τα δυσκολότερα ερωτήματα. Μόλις άκουγε μια έξυπνη
απάντηση, σήκωνε γρήγορα το καπάκι της πήλινης στάμνας και την
ψιθύριζε μέσα, μπροστά στους κατάπληκτους συνομιλητές του.
Έφτασε κάποτε η μέρα που ο Κβάκου Ανένσε πίστεψε ότι είχε μαζέψει
όλη τη σοφία του Κόσμου στη στάμνα του και γι' αυτό πήρε το δρόμο
της επιστροφής.


Το τσικαλάκι

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γέρος και μία γριά. Δεν είχανε παιδί. Επαρακάλουν τον Θεό να τους δώσει ένα παιδάκι κι ας είναι και τσικαλάκι.
Με τα πολλά τους άκουσε ο Θεός και τους έδωσε ένα παιδί τσικαλάκι. Χαρά οι δυο οι γέροι!
Μια μέρα στη γειτονιά γινόταν ένας γάμος κι εκουβεντιάζανε οι γέροι ποίος τους να πάει.
Το κοράκι που μπήκε στο πόδι του ένα αγκάθι

(Τουρκία)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοράκι. Πότε περπατούσε στους κάμπους, πότε κούρνιαζε στα δέντρα, πότε πετούσε στον ουρανό. Μια μέρα, μπήκε ένα αγκάθι στο πόδι του κορακιού. Το 'βγαλε από το πόδι του και το έδωσε σε μια γριά, λέγοντας:
Να σε χαρώ, γιαγιακούλα μου, σε παρακαλώ φύλαξε αυτό το αγκάθι. Θα  'ρθω αργότερα να το πάρω. Η γριά έβαλε το αγκάθι πάνω στο τζάκι. Περίμενε μια μέρα, περίμενε δυο μέρες, καμιά είδηση απ' το κοράκι. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Ένα βράδυ, η γριά πήγε ν' ανάψει το λυχνάρι. Είδε πως το φιτίλι ήταν κοντό. Σκέφτηκε η γυναίκα να τραβήξει το φιτίλι με το αγκάθι για να το μακρύνει. Με το τράβηγμα, όμως, κάηκε το αγκάθι από τη φλόγα του λυχναριού. Την ώρα που καιγόταν το α­γκάθι και γινόταν στάχτη, να σου, έκανε «πιρρ», και παρουσιάστηκε το κοράκι.
Η Καλομοίρα

(Κύπρος)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα φτωχό αντρόγυνο. Δουλεύοντας από εκεί, δουλεύοντας από εδώ, τα βόλευαν με το ψωμί, με τις ελιές και με τις προσευχές. Εκάμαν κι ένα κορίτσι που το ονόμασαν Καλομοίρα ίσως κι αλλάξει και η μοίρα τους. Μα όσο Καλομοίρα την εφώναζαν, κακομοίρα εγινόταν. Χαΐρι δεν έβλεπε και προκοπή δεν θωρούσε. Χρυσό έπιανε στα χέρια της, χώμα γινόταν.Τεμπέλα ήταν κι ακουμαντάρισσα. Ολοένα με τα λουλούδια μιλούσε και με τα πουλιά ετραγουδούσε. Άλλο τίποτα, μήτε δουλειά, μήτε μιλιά. Μια μέρα ένα πουλάκι την επερίπαιζε με αυτό το τραγούδι:
Το φίδι με τα χρώματα

(Βενεζουέλα)

Στα πολύ παλιά χρόνια, τα φτερά όλων των πουλιών του κόσμου ήταν σκέτα γκρίζα, χωρίς ούτε ένα χρωματιστό πούπουλο ανάμεσά τους. Δεν τα ενοχλούσε όμως που ήταν γκρι. Ώσπου μια μέρα, ένας κορμοράνος, συνάντησε ένα νεκρό φίδι που κείτονταν στο νερό, στην άκρη μιας λίμνης.
Γιατί τα κουνέλια έχουν μικρές ουρές

(Ινδιάνικος μύθος)

Πριν από πολύ-πολύ καιρό, όταν ο κόσμος ήταν ακόμη νέος, το κουνέλι είχε μια ουρά πολύ μακριά και φουντωτή. Μάλιστα, η ουρά του ήταν μεγαλύτερη και πιο φουντωτή ακόμη και από την ουρά της αλεπούς. Το κουνέλι ήταν πολύ περήφανο για την ουρά του και συνεχώς καυχιόνταν σε όλα τα άλλα ζώα για το πόσο όμορφη ήταν. Ώσπου μια μέρα η αλεπού βαρέθηκε πια να ακούει το κουνέλι και αποφάσισε να βάλει τέλος στη ξιπασιά του.
Σαβίτρι

(Ινδία)


Στην Ινδία, τον πολύ παλιό καιρό, ζούσε ένας βασιλιάς με πολλές γυναίκες, αλλά χωρίς παιδιά. Δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια, πρωί και βράδυ, γονατισμένος μπροστά στις φλόγες που έκαιγαν άσβεστες στον ιερό βωμό, προσευχόταν να του χαρίσουν οι θεοί ένα παιδάκι. Μια νύχτα, από τις φλόγες αναδύθηκε μια λαμπερή θεά. «Είμαι η Σαβίτρι, κόρη του Ήλιου.
Το κοράκι και ο κύκνος

(Ινδία)

Μια φορά κι έναν καιρό, στις πλαγιές ενός βουνού ζούσε ένας κόρακας. Μια μέρα, στη μέση του καλοκαιριού, σαν τα ρυάκια στις πλαγιές είχαν αρχίσει να στερεύουν, αποφάσισε να κατέβει στη μεγάλη λίμνη, εκεί που το νερό ήταν πάντα άφθονο και καθαρό. Πέταξε λοιπόν στις όχθες της λίμνης και άρχισε να πίνει για να σβήσει τη δίψα του. Μα ξαφνικά, με την άκρη του ματιού του είδε, για πρώτη φορά στη ζωή του, έναν κύκνο γεμάτο χάρη να αρμενίζει στην άλλη άκρη της λίμνης.