Το βασιλόπουλο.
(Κρήτη. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Το άλογο που πετά")
Μια φορά 'τονε ένας βασιλιάς κι είχε κι ένα γιο. Και μαλώσανε ένας ζωγράφος μ' ένα ντουργκιέρη*. Είπε ντου ο ζωγράφος: «Το δίκιο να 'ναι δικό μου, να σου κάμω 'να μπεριστέρι, ν' ανεβαίνει μεσώρανα, κι από 'κειά να κατεβαίνει, να καθίζει σε νερό». Λέει κι ο ντουργκιέρης: «Εμένα να ρίξεις το δίκιο, να σου κάμω 'να μπεγιράκι*, να βγαίνει μεσώρανα, να πηαίνει όπου θες». Κάνει του 'να μπεγιράκι με τσι βίδες. Και ο βασιλιάς έχει έναν υγιό, και πήγε και κείνος εκειά που το σάζανε στην αυλή. Υστερα εμαλώσε ο βασιλιάς τον υγιό ντου, και βγαίνει στο μπεγίρι και καβαλικεύγει, και παίρνει γρόσα πολλά, και βάνει και το φαμέγιο* ντου στη γκαπούλα*.
Υστερα εγύρισε τη βίδα και ήφυγε και πήγε σ' άλλη χώρα, ήπεσε με το μπεγιράκι σε μνιας χήρας απάνω. Εγροίκησε* η χήρα το γτύπο, και πρόβαλε και είδε το βασιλιόπουλο στο δώμα. Υστερα κατεβαίνει και πάει στον ένα γκαβέ*, αφήνει 'να φλουρί, πάει στον άλλο, αφήνει 'να φλουρί. Υστερα λέγανε οι καβετζήδες: «Μπα να πολεμά να μασέ πνίξει και αφήνει τοσανά πλερώματα στσι καβέδες;»
Εκειά που μονοιάσανε πολλοί, είπανε πως ήχτισε επαδά ο βασιλιάς ένα μπύργο γυαλένιο, ψηλά, θεόρατο, κι ήβαλε τη θυγατέρα ντου και δεν τηνέ βρίσκει κιανείς. Επήγε ο νέος ποκάτω στο μπύργο, στο παραθύρι, και ήστεσε το μπεγιράκι και γύρισε τη βίδα και βγήκε στη γκορφή του πύργου κι ήβρε τη γκοπελιά. Η κοπελιά εξιπάστηκε αξαφνικά και φώνιαξε κι ήκουσε η νενέ τζη και ήφυγε αυτός. Και ο βασιλιάς ήβαλε κατράνι στο μπύργο απάνω, για να δει τη σκάρμη*, ήντά 'τονε που πήγε και ξίπασε τη θυγατέρα ντου. Και η κοπελιά δεν εμίλησε, μπα κι ήτονε η μοίρα τζη, και κατέβη τη μπρώτη αργατινή* κι ήβρηκέ τηνε. Και 'κειά που κατέβηκε αυτός και τη φίλησε, εκόλλησε μνια ολιά κατράνι στα ρούχα ντου. Αυτός είδε τη γαίνα* ντου στο κατράνι και πήγε και την ήβγαλε κι ήδωκέ ντηνε τση γρας, να τη γκάψει, να μην τηνέ δει ο βασιλιάς πως ήτονε κατρανιασμένη και να τονέ γραντίσει*. Και η γρα ελυπήθηκε τη γαίνα, και ήβγαλέ τηνε στο τελάλι και πούλιεν τηνέ. Και είδασίν τηνε, και μολόησέν τονε η γρα, πως ήτονε ο βασιλιόπουλος, και πήγαν και πιάσαν τονέ, να τονέ κρεμάσουνε. Και πάν' τονε στο μεϊντάνι να τονέ κρεμάσουνε, και λέει: «Άφησε να φέρω τα ταβλιά που μου'δωκε ο πατέρας μου να προσκυνώ απάνω, κι απόει με κρεμάσετε». Και σωρεύτηκε το βιλαέτι και κάνανε σεΐρι*, οντέν ήθελα τονέ κρεμάσουνε, και εκείνος εστάθηκε και στέλιωνε* το μπεγιράκι και δεν κατέχανε ήντά 'κανε και γύρισε τη βίδα στο μεϊντάνι στη μέση και σηκώθηκε το μπεγιράκι ψηλά, και πήγε θεόρανα, και πήγε ο βασιλιόπουλος κι ήπηρε τη γκοπελιά και ξαρίστη.
Λεξιλόγιο
Αργατινή = απόγευμα, απογευματινή
Γαίνα (ή γάνα) = λεκές, λίγδα
Γκαβές = καφενείο και καφές
Γκαπούλα = καπούλια
Γροικώ = ακούω
Γραντίζω = βρίσκω τον μπελά μου
Μπεγιράκι = αλογάκι
Ντουργκιέρης = ξυλουργός
Σεΐρι = θέαμα, περίγελως
Σκάρμη = ίχνη
Στελιώνω = στερεώνω
Φαμέγιος = υπηρέτης
Κρητική παραλλαγή από τη συλλογή του I. Ν. Ζωγραφάκη.
Γεωργίου Α. Μέγα. Κατάλογος ελληνικών παραμυθιών. Άννα Αγγελοπούλου - Μαριάνθη Καπλάνογλου - Εμμανουέλα Κατρινάκη. Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών.
(Κρήτη. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Το άλογο που πετά")
Μια φορά 'τονε ένας βασιλιάς κι είχε κι ένα γιο. Και μαλώσανε ένας ζωγράφος μ' ένα ντουργκιέρη*. Είπε ντου ο ζωγράφος: «Το δίκιο να 'ναι δικό μου, να σου κάμω 'να μπεριστέρι, ν' ανεβαίνει μεσώρανα, κι από 'κειά να κατεβαίνει, να καθίζει σε νερό». Λέει κι ο ντουργκιέρης: «Εμένα να ρίξεις το δίκιο, να σου κάμω 'να μπεγιράκι*, να βγαίνει μεσώρανα, να πηαίνει όπου θες». Κάνει του 'να μπεγιράκι με τσι βίδες. Και ο βασιλιάς έχει έναν υγιό, και πήγε και κείνος εκειά που το σάζανε στην αυλή. Υστερα εμαλώσε ο βασιλιάς τον υγιό ντου, και βγαίνει στο μπεγίρι και καβαλικεύγει, και παίρνει γρόσα πολλά, και βάνει και το φαμέγιο* ντου στη γκαπούλα*.
Υστερα εγύρισε τη βίδα και ήφυγε και πήγε σ' άλλη χώρα, ήπεσε με το μπεγιράκι σε μνιας χήρας απάνω. Εγροίκησε* η χήρα το γτύπο, και πρόβαλε και είδε το βασιλιόπουλο στο δώμα. Υστερα κατεβαίνει και πάει στον ένα γκαβέ*, αφήνει 'να φλουρί, πάει στον άλλο, αφήνει 'να φλουρί. Υστερα λέγανε οι καβετζήδες: «Μπα να πολεμά να μασέ πνίξει και αφήνει τοσανά πλερώματα στσι καβέδες;»
Εκειά που μονοιάσανε πολλοί, είπανε πως ήχτισε επαδά ο βασιλιάς ένα μπύργο γυαλένιο, ψηλά, θεόρατο, κι ήβαλε τη θυγατέρα ντου και δεν τηνέ βρίσκει κιανείς. Επήγε ο νέος ποκάτω στο μπύργο, στο παραθύρι, και ήστεσε το μπεγιράκι και γύρισε τη βίδα και βγήκε στη γκορφή του πύργου κι ήβρε τη γκοπελιά. Η κοπελιά εξιπάστηκε αξαφνικά και φώνιαξε κι ήκουσε η νενέ τζη και ήφυγε αυτός. Και ο βασιλιάς ήβαλε κατράνι στο μπύργο απάνω, για να δει τη σκάρμη*, ήντά 'τονε που πήγε και ξίπασε τη θυγατέρα ντου. Και η κοπελιά δεν εμίλησε, μπα κι ήτονε η μοίρα τζη, και κατέβη τη μπρώτη αργατινή* κι ήβρηκέ τηνε. Και 'κειά που κατέβηκε αυτός και τη φίλησε, εκόλλησε μνια ολιά κατράνι στα ρούχα ντου. Αυτός είδε τη γαίνα* ντου στο κατράνι και πήγε και την ήβγαλε κι ήδωκέ ντηνε τση γρας, να τη γκάψει, να μην τηνέ δει ο βασιλιάς πως ήτονε κατρανιασμένη και να τονέ γραντίσει*. Και η γρα ελυπήθηκε τη γαίνα, και ήβγαλέ τηνε στο τελάλι και πούλιεν τηνέ. Και είδασίν τηνε, και μολόησέν τονε η γρα, πως ήτονε ο βασιλιόπουλος, και πήγαν και πιάσαν τονέ, να τονέ κρεμάσουνε. Και πάν' τονε στο μεϊντάνι να τονέ κρεμάσουνε, και λέει: «Άφησε να φέρω τα ταβλιά που μου'δωκε ο πατέρας μου να προσκυνώ απάνω, κι απόει με κρεμάσετε». Και σωρεύτηκε το βιλαέτι και κάνανε σεΐρι*, οντέν ήθελα τονέ κρεμάσουνε, και εκείνος εστάθηκε και στέλιωνε* το μπεγιράκι και δεν κατέχανε ήντά 'κανε και γύρισε τη βίδα στο μεϊντάνι στη μέση και σηκώθηκε το μπεγιράκι ψηλά, και πήγε θεόρανα, και πήγε ο βασιλιόπουλος κι ήπηρε τη γκοπελιά και ξαρίστη.
Λεξιλόγιο
Αργατινή = απόγευμα, απογευματινή
Γαίνα (ή γάνα) = λεκές, λίγδα
Γκαβές = καφενείο και καφές
Γκαπούλα = καπούλια
Γροικώ = ακούω
Γραντίζω = βρίσκω τον μπελά μου
Μπεγιράκι = αλογάκι
Ντουργκιέρης = ξυλουργός
Σεΐρι = θέαμα, περίγελως
Σκάρμη = ίχνη
Στελιώνω = στερεώνω
Φαμέγιος = υπηρέτης
Κρητική παραλλαγή από τη συλλογή του I. Ν. Ζωγραφάκη.
Γεωργίου Α. Μέγα. Κατάλογος ελληνικών παραμυθιών. Άννα Αγγελοπούλου - Μαριάνθη Καπλάνογλου - Εμμανουέλα Κατρινάκη. Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών.