Change Text Size
+ + + + +
Ο βασιλιάς με τα τρία αγόρια και ο βασιλιάς με τα τρία κορίτσια.

(Θήρα)

Ήτανε δυο βασιλιάδες, δυο αδέρφια, και τα δυο ηπαντρευτήκανε κ' ήταν το παλάτι πολλές κάμαρες κ' ήπηρε ο ένας το μισό κι ο άλλος το άλλο μισό. Η ταράτσες τωνε ήτανε ένα" ο πρώτος ήτονε σαν πιο μεγάλος (πιο μεγάλο βασίλειο) και είχε στην ταράτσα του δυο καρέγλες, μιαν ασημένια και μια μαλαματένια. Το λοιπός όντας είχε χαρά ο μεγάλος βασιλέας ηκάθουντα στη μαλαματένια κι όντας ήτανε κακοδιάθετος ηκάθιζε στην ασημένια. Μα ήκαμε ο πρώτος 9 κόρες, ο δεύτερος 9 γιους. Ηβγαίνανε κάθε πρωί στην ταράτσα, ο δεύτερος ηζήλευγε του πρώτου.
Το λοιπός ηβγαίνανε στην ταράτσα κάθε πρωί κι ηπαίρνανε τον καφέ τωνε, ας πούμε' ύστερα ήθελε να πειράξει ο μικρός το μεγάλο, μα ο βασιλέας που χε τση 9 κόρες είχε κάθε μια στην καμαρήν τση, την μικρή μικρή ηγάπα καλά και ήτανε η ωραία και, όντας ήθελε να βγη ο βασιλέας στον περίπατο, ήθελε να 'ρθει και να φέρει κάτιν τις τση μικράς του κόρης.
Το λοιπός έναν πρωί ηβγήκε στην ταράτσα και ήκατσε στη μαλαματένια καρέγλα" ηβγήκε ο αδερφός του κ' εκείνος στην ταράτσα" ως τον είδε, του ζήλευγε. Πώς να κάνει να τον εψυχράνει που τανε κ' εκείνος χαρούμενος, του λέει: «Καλημέρα αδερφέ με τ'ς εννιά σου σκρόφες». Λέοντας τώρα αυτός με την καλημέρα να του πει τση 9 κόρες σκρόφες, ησηκώθηκε κ' ήκατσε στην ασημένια καρέγλα. Τώρα αυτός ήμεινε ως εκειδά το πράμα. Βγαίνει την άλλη μέρα πικραμένος, αυτός του λέει το ίδιο. Η κόρην του τώρα, που ηπάψανε κείνα που τση πήανε, τονέ παρακάλιε α τση πει ίντα 'χε. Δεν τση λεε. Τρεις πορναριές ανεβαίνει και του λέει πάλι αυτόν το λόγο. Εκεί η κόρη του λέει: «Πατέρα θα μου πεις;» Τον εβίασε, τον έζωσε καλά, ώστε που τσι το πε. Λέει: «Κόρη μου, τι να σου πω" ο θείος σου έχει τώρα τρεις φορές που με λέει καλημέρα αδερφέ με τσι τρεις σου σκρόφες». Λέει: «Αλή, πατέρα μου, και δε ξέρεις να του πεις: καλημέρα αδερφέ με τ'ς εννιά σου κάπροι». Λέει: «Καλά το λες, κόρη μου»' βγαίνει τότες στην ταράτσα, λέει κι ένας κι άλλος, ηπικράθηκε αυτός, μα πράμα.
Την άλλη το πρωί βγαίνει ο μικρός βασιλέας και του λέει: «Εμέν' αν είναι κάπροι, είναι αρκετοί να μου φέρουνε το αθάνατο νερό' και τον έστειλα κιόλα τον ένα μου γιο τον καλύτερο να πάει να μου το φέρει. Μα στείλε και συ τση σκρόφες σου». Τότες ήτανε πάλι στη μαλαματένια καθισμένος, ησηκώθηκε και ήκατσε στην ασημένια. Ο βασιλέας πάει κάτω, τονε πιάνει η κόρη του: «Πατέρα, θα μου πεις τι έχεις και πικραίνεσαι πάλι». Με βία μεγάλη τση το λέει, «έγνοια σου πατέρα μου». Τονε δωρίζει και τση κάνει δυο τρεις φορεσές αντρίκια φορέματα και λέει του πατέραν τση, λέει: «Να δούμε πατέρα μου, ποιος θα το φέρει εκείνος ή εγώ». Ο πατέρας τση δεν την έφηνε γιατί εφοβούντανε. Σηκώνεται, παίρνει ένα άλογο καλό, το σπαθάκι τση, την ευχή των γονιών τση και φεύγει.
Ηπήαινε, ηπήαινε στο μέρος που είναι το αθάνατο νερό' στο μισοδρόμι ήτανε ένας ποταμός. Εκεί οπού ηπήε στον ποταμό η νέα αυτή, θωρεί ένα νέο κι ηξάγλιε τον ποταμό με μια καρυδόκουπα να λιέψει για να περάσει την πέρα πάντα. Ηχαιρέτησε η νέα αυτόνε. Λέει: «Τι κάνεις αυτού», τση πε, λέει: «Καλά το κάνεις». Βγάν' αυτή μια σαΐτα, τη χτυπά στον ποταμό, γίνεται στεριά και πάει την πέρα πάντα. Λέει: «Δε με περνάς κι εμένα»' λέει: «Ως ηπέρασα 'γω, πέρασε και συ»' φεύγει αυτή, τον αφήνει κειδά. Ηπήαινε, ηπήαινε, πάει σε μια χώρα οπού ήτναε ο κυρ Βοριάς που είχε τ' αθάνατο νερό. Σ' αυτή τη χώρα δεν ήτανε παρά ένα παλάτι μοναχά, πάει σ' αυτό το παλάτι' βρίσκει μια νοικοκυρά: «Ώρα καλή, νοικοκυρά». «Καλώς όρισες, παιδί μου, τι θέλεις;» Λέει: «Ο βασιλέας ο πατέρας μου είναι στα ολοίσθια και ήρθα να μου δώσετε το αθάνατο νερό». «Παιδί μου εγώ δεν μπορώ να σου το βάλω, γιατί έχω ένα γιο, τονέ λένε Κύρ Βοριά. Το λοιπός είνε στο κυνήϊ και θα περιμένεις νάρθει να σου το δώσει». Του δώνει μιαν μπατσά και τονέ κάνει μιαν κούπα και τονέ θέχτει σ' ένα τραπέζι. Έρχεται ο Κύρ Βοριάς, του χε στρωμένο τραπέζι αρκετά φαγητά κ' ήκατσε και κ' ήφαε' ύστερα ηπήε η μάνα του και τονέ χάδευγε: «Ω γιε μου, να δεις κανένα βασιληόπουλο θα το πειράξεις, θα του κάμεις πράμα;» «Μα τη δύναμή μου, μητέρα, δεν το πειράζω». Τονέ φανερώνει' λέει: «Μωρέ τι θέλεις εσύ;» λέει: «Εγώ μαι το τάδε βασιληόπουλο κ' ήρθα να μου δώσεις τ' αθάνατο νερό». «Ε και βασιληόπουλο! Να σου το δώσω' μα να σταθείς εδώ που σαι από μακρυό τόπο να ξεκουραστείς». Το λοιπός σταματά αυτός. Την άλλη μέρα λέει τση μητέρας του: «Ξέρεις», λέει, «μητέρα, που τούτος ο νέος είναι γυναίκα;» «Μωρέ γιε μου σαν εσένα είναι». Λέει: «Ποτέ μητέρα, νέα είναι». «Έπαρέ τον γιε μου στο περιβόλι κι αν κόψει φιόρο είναι κοπέλα, αν δεν κόψει, είναι σαν εσένα».
Τονέ παίρνει, πάνε στο περιβόλι' όντας ηκαταίβαινε στο περιβόλι, λέει από μοναχή τση: «Έλα η ευχή τ' αφέντη μου και τση μάνας μου, να μη με φανερώσεις». Πάνε στο περιβόλι, δεν κόβγει πράμα. Λέει: «Δεν κόβγεις κανένα φιόρι;» Λέει: «Το φιόρια είναι για τση κοπέλες, όχι για μας». Πάει απάνω: «Γιε μου, τι έκαμες!» Λέει: «Τίποτα». «Μωρέ σαν εσένα είναι!» Λέει: «Ποτέ». Του λέει την άλλη ημέρα: «Πάρ' τηνε κι αμέτι στο μαγαζί και είναι το μισό γυναικωτά φορέματα, το μισό αντρίκια, και πρωτοδεί το γυναικωτά, είναι κοπέλα' α δε, είναι σαν εσένα». Το πρωί του λέει: «Πάμε, φίλε μου, στο μαγαζί μου να δεις τι πράμα είναι». Αυτή στο δρόμο λέει τρεις φορές: «Έλα η ευχή τση μάνας μου και τ' αφέντη μου και μη με φανερώσεις». Αυτή πε πως το ξερε κι ότι πήανε στο μαγαζί, τη μαθιάν τση στα αντρίκια φορέματα' αυτός ηβαρήστησε οπού δεν ηγύριζε καθόλου να δει τα γυναικωτά και του κάνει: «Φίλε μου, δε βλέπεις ετούτα οπού είναι ωραία;» «Αυτά είναι για τση νέες, για μας δεν είναι». Πάνε στο σπίτι πικραμένος. Τον αρωτά η μάνα του, λέει: «Τίποτα, μητέρα μου». Την άλλη πάλι. «Μα, μητέρα, ποτέ. Νέα είναι, παρά να μου τη φανερώσεις». Λέει: «Άλλο δεν είναι γιε μου» - σ' έναν κρεβάτι πέφταν κ' οι δυο (ο νέος με το Κυρ Βοριά) μα ήβαζε στου Κυρ Βοριά τη πάντα φιόρια - «το λοιπός, παιδί μου, να βάλω κι αυτηνού, να στρώσω όλο το κρεβάτι φιόρια κι ανή μαραθούνε είναι νέα». Γιατί αυτηνού το πρωί ήτανε πιο δροσερά από τη μάνα του. Το λοιπός αυτός αφού πήε να πέσει, βλέπει τα φιόρια, λέει: «Έλα η ευχή τ' αφέντη μου και τση μάνας μου, να μη με φανερώσεις!» Και πέφτει και κοιμάται, το πρωί σηκώνουνται, ίντα να δεις! Πιο δροσερά εκεινής παρά εκεινού. Λέει: «Παιδί μου σαν εσένα είναι». Λέει: «Όχι μητέρα μου». Και ηβίαζε αυτός να του δώκουνε το αθάνατο νερό να φύει. Λέει: «Γιε μου, άλλο δεν είναι παρά ν' αναίβητε επάνω στην ταράτσα που ήτανε τόσο ψηλά και ήβλεπε όλαις τση χώρες αποκάτω και αν είναι γιε μου κι είναι κοπέλα, θα φανερωθεί, για θα την κόψει αίμα τση μισές σκάλες». Τηνέ παίρνει: «Έλα», λέει, «φίλε μου να δεις τση χώρες να παρηγορηθείς που σπουτάζεις να φύεις». Και καθώς πάει αυτή και θεωρεί εκείνο όλο το μόντε τση σκάλες, λέει τρεις φορές: «Έλα η ευχή τ' αφέντη μου και τση μάνας μου, να μη με φανερώσεις!» Αναβαίνει εκείνη μπροστά πιο καλά παρά κείνονε, στση μισές σκάλες την έκοψε αίμα, η ευχή των γονιών τση ηγείνηκε σκυλάκι και το 'φαε και ήκαμε αυτόνε και δεν είδε τίποτες. Ηπήε η μάνα κ' ήφερε την τσοκολάτα να πιούνε. Λέει: «Τι έκαμες γιε μου;» Λέει: «Τίποτα». Αυτή είδε τα παλάτια τση χώρες και ηδιασκέδασε' ηκατεβήκανε τσι σκάλες, το ίδιο πράμα' αυτός δεν είδε. Κατεβαίνει, λέει: «Γιε μου τώρα πια ηποφασιστηκες». Τότε λέει ο Κυρ Βοριάς: «Μητέρα μου, εγώ θα πάω στο κυνήι κι α σε βιάσει, βάλ' του το αθάνατο νερό να φύει να μην τον εδώ 'γω». Φεύγει αυτός, πάει στο κυνήϊ. Λέει: «Να μου βάλεις το αθάνατο νερό». Πάει αυτή να το βάλει, ώστε να 'ρθει αυτή να φέρει το αθάνατο νερό, πιάνει αυτή χαρτί και μπένα και γράφει: «Με την τιμή μου ήρθα, με την τιμή μου φεύγω, φάσκελά του και του Κυρ Βοριά που ηπέφταμε μαζί και δε με κατάλαβε». Στα μαξελάρια που ηκοιμούντανε που ηκούμπα στην πόρτα τση σιτοκάμαρας ηκόλλησε το χαρτί, απέκειο του φέρνουνε το αθάνατο νερό, χαιρετίσματα και φεύγει. Ηπήαινε ηπήαινε, στο μισοδρόμι βρίσκει ακόμη κειδά του θείουν τση το γιο στον ποταμό' ρίχτει τη σαΐττα, γίνεται στεριά, περνά την πέρα πάντα. 
 «Α», λέει, «φίλε μου, δεν βλέπεις πως τελειώνω, να μου βοηθήσεις να περάσω». Λέει: «Όπως επέρασα γω πέρασε και συ». Ας αφήκωμε αυτόνε.
Πάει αυτή στο σπίτι, δίνει του πατέρα τση το αθάνατο νερό. Λέει: «Πατέρα μου, ως ήφυα ήρθα και ιδού που σου το 'φερα και να πεις του θείου μου να στείλει να πάρει τον γιον του, γιατί δε θα τονέ προφτάξει, θα τελειώσει». Τότες πα, λεν του βασιλιά, στέλλει στρατέμματα και τονέ φέρνουνε σηκωτά" τότες ο βασιλιάς είχε την κόρη του μη στάξ' ο θιος και βρέξει, όσα τση κανε, την είχε στη καμαρήν τση κι ηκάθουντα. Κι είχε τα παράθυρα ανοιχτά, γιατί 'τανε καλοκαίρι. Ας αφήκωμε τώρα αυτή κ' ας πιάσωμε τον Κυρ Βοριά. Ήρθε γλήγορα από το κυνήγι, λέει του η μάναν, του λέει: «Γιε μου ήφυε, γιατί με βίασε». Λέει: «καλά ήκαμε». Αυτός έμεινε ξεγνοιασμένος, λέει: «Καλά ήκαμε κι ήφυε και δεν τον είδα». Το βράδυ σαν επήε κι ήπεσε στο κρεβάτι κι ήβαλε το τραπέζιν του με το βιβλίον του και με τα φώτα κοντά του να διαβάσει είδε στον τοίχο αυτό το χαρτί" ως καθώς το βλέπει τα παρατά όλα, παίρνει το χαρτί και το διαβάζει, φωνάζει τση μητέρα του: «Μητέρα έλα να δεις». Πέφτει αυτό άχου βάχου αρρωστίζει. Μα είχε μέσα στην κάμαρα που ήταν αυτός άρρωστος, είχε τον περιστεριώνα κ' είχε δυο ζευγάρια περιστέρια. Το ένα ζευγάρι το τάιζε, το άλλο τοχε νηστικό, ότι ήθελε να μείνει. Ο Κυρ Βοριάς ήρθε στα ολοίσθια, τότες μια μέρα τα περιστέρια, ήκουσε ο Κυρ Βοριάς κι ηλέανε, λέει: «Μπρε εμάς μας εταΐζει η κερά μας μα εσάς όχι». Λέει: «Μα έχετε να κάμετε και δρόμο». Ήκουσ' αυτός το λόγο, ηπαρηγορήθη.
Αφού ηπεράσανε μέρες και δεν είδε πράμα, ηρρώστησε πιο καλά. Τότες πάει η μάνα του και πιάνει τα περιστέρια και τωνέ λέει: «Όπως εσείς να σας ταίζω μ' ατίμητη πέτρα, και τ' άλλα δυο που είχε νηστικά μαργαριτάρι, και να πάτε να μου φέρετε του τάδε βασιλέα την κόρη». Το λοιπός τα ταΐζει, τα ποτίζει, τα ραίνει -αυτή ήτανε σα μάϊσσα- τους τα 'καμε ωραία περιστέρια και τωνέ δίνει το δρόμο τωνε' και ο κυρ Βοριάς τα ολοίσθια. Πάνε αυτά" ήτανε καλοκαίρι κι είχε τα παράθυρα ανοιχτά η βασίλισσα κι ηκάθουντα μοναχή και ο θρόνος τση' τότες ηπήαν τα περιστέρια κι ηκάτσανε στα παραθύριαν τση' και είδε τα περιστέρια ήβγαλε την καμαριέραν τση και ήμεινε μοναχή στην κάμαράν τση, τα περιστέρια ολόχρυσα, ωραία. Αυτή λέει: «Μερωμένα είναι να τ' αφήκω να μπούνε μέσα», και πήανε κοντάν τση, ανεβαίνουνε απάνων τση, ώστε οπού ξερνούνε και την αποκοιμίζουνε. Αφού την κοιμίσανε, την σηκώσανε στα φτεράν τωνε και όξω από τα παράθυρα και μια και δυο το δρόμον τωνε πάνε στου Κυρ Βοριά το σπίτι. Τηνέ θέχτουνε τσαδά κοιμισμένη στην κάμαρα. Και πάει η μάνα και την ραίνει και την ποτίζει και ξυπνά. Τότες φωνάζει του Κυρ Βοριά και έρχεται και τηνέ βλέπει. Ως την έδε, από τη χαρά του ηπρίστηκε και ηγίνηκε σα μιαν είλουρα. Τότες ήπεσε κατά γης και ηκυλιούντανε. Τότες σπαράρει και σκα και βγαίνει από μέσα ένα βασιληόπουλο, φρίξε ήλιε, και αγκαλιάζεται τη βασίλισσα και τση λέει ότι εγώ ήμουνα του βασιλέα παιδί και η μοίρα μου είχε τσιδά, α δε βρεθεί καμιά να με αγαπήσει, να 'μαι άγριος. Ητοιμάσανε το γάμο και ηβοληθήκανε και περάσανε ζωή ευτυχισμένη.

Γεωργίου Α. Μέγα. Κατάλογος ελληνικών παραμυθιών.  Άννα Αγγελοπούλου - Μαριάνθη Καπλάνογλου - Εμμανουέλα Κατρινάκη. Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών.