Change Text Size
+ + + + +
Του βασιλιά η κόρη έγινε παλικάρι.

(Καππαδοκία)

Τον παλιό καιρό ήταν ένας βασιλιάς. Είχε μόνον τρία κορίτσια. Γυιο δεν είχε και πολύ του κακοφαινόταν, γιατί κανένα δεν είχε ν' αφήσει στο πόδι του.
Πάνω στη στενοχώρια αυτή βγήκε και μια άλλη στενοχώρια. Ένας φίλος του, ένας άλλος βασιλιάς, βγήκε στον πόλεμο, και γύρεψεν απ' αυτόνε βοήθεια. Ζήτησε να του στείλει στρατό να τον βοηθήσει, να μη χάσει τον πόλεμο.
Ο βασιλιάς πια όλο και συλλογιέται.

Έχω, λέγει με το νου του, τρία κορίτσια, και κανένα δεν πάντρεψα. Εγώ πια γέρασα και στη βασιλεία μου δεν έχω κανένα ν' αφήκω. Και τώρα μου ζητάει ο φίλος μου βοήθεια και δεν έχω κανέναν να κάμω στους στρατιώτες μου επικεφαλής και να τους στείλω. Τι θα κάμω; Τι θα γίνει το χάλι μου;
Πήρε το βασιλιά το ντέρτι κι όλο σκέπτεται. Ούτε τρώγει, ούτε κοιμάται, ούτε βγαίνει έξω. Όλο και σκέπτεται και το ντέρτι του σε κανένα δεν το λέγει.
Ήρθ' η μεγάλη του κόρη και τον ρώτησε:
«Πατέρα, είπε, τι έπαθες κι έχεις τόση ψυχική στενοχώρια; ούτε τρως, ούτε πίνεις, ούτε μιλάς σε κανένα».
«Κόρη μου, είπε κι ο βασιλιάς, το ξεύρεις πως εγώ γυιο δεν έχω ν' αφήσω στο πόδι μου" καμμιά σας δεν μπόρεσα να παντρέψω και τώρα ζήτησε ο φίλος μου ο βασιλιάς βοήθεια και κανένα δεν έχω να στείλω το στρατό μου. Να λοιπόν, το βάσανο μου είναι αυτό. Μα πως να μην πονέσει η καρδιά μου;»
«Ουφ, πατέρα, αυτά δεν είναι τίποτε" μη σκέφτεσαι και βασανίζεις το νου σου. Νόμισα κι εγώ πώς κανένα γαμπρό βρήκες και θέλεις να με παντρέψεις και γι' αυτό σκέφτεσαι, να ιδούμε τι θα μου δώσεις».
«Πήγαινε στη δουλειά σου, φεύγ' απ' το κεφάλι μου, προτού βρίσω καμμιά άσχημη βρισιά», είπε κι ο βασιλιάς στη μεγάλη του κόρη κι εκείνη βγήκε έξω.
Μετά απ' αυτή, μπήκε στον βασιλιά η μεσιανή κόρη και τον ρώτησε κι αυτή. Ο βασιλιάς είπε και σ' αυτή το ντέρτι, μα κι αυτή είπε:
«Πατέρα, αυτό δεν είναι τίποτα. Σήκω' τόσο πολύ μην πέφτεις σε βαθειά συλλοή' σήκω να βρεις έναν τρόπο να μας παντρέψεις. Νόμισα κι εγώ πως κανένας καλός γαμπρός ήρθε και σκέφτεσαι να ιδούμε απ' τις τρεις μας αδελφάδες εμένα θα με δώσεις;» «Τρέχα κι εσύ, έβγα' κατέβα απ' τους ώμους μου, να μη σου πω καμμιά κακή κουβέντα, είπε κι αυτός».
Κι αυτή λοιπόν βγήκ' απ' τη μια μεριά κι απ' την άλλη μεριά μπήκεν η στερνή του κόρη και τον ρώτησε κι εκείνη:
«Πατέρα, το βάσανο σου τι είναι και τόσο πολύ χάνεις το μυαλό σου;»
«Κόρη μου, αν αγαπάς τον Θεό σου, άφησέ με στον καημό μου' μη με αναγκάζεις και συ να μιλώ, όπως με ανάγκασαν οι άλλες αδελφές σου».
«Πατέρα, να 'χεις καλό, πες μου το μένα αυτό το βάσανο σου. Εγώ, μη σε νοιάζει, θα σε βγάλω απ' αυτή τη στενοχώρια».
«Να λοιπόν, είπε κι ο πατέρας της, καλή μου κόρη, εγώ γέρασα' απ' τις τρεις σας δεν πάντρεψα καμμία" και γυιο δεν έχω να αφήκω στο θρόνο μου' και σαν να μην έφταναν αυτά, ήρθε κι ένας άλλος μπελάς στο κεφάλι μου. Ο φίλος μου ο βασιλιάς άνοιξε πόλεμο και γύρεψ' από μένα βοήθεια, μα εγώ δεν μπορώ να πάγω και άλλον κανένα δεν έχω να στείλω' να ιδούμε τι θα γίνει το χάλι μου».
«Πατέρα, είπε πάλι το κορίτσι, αυτό καθόλου να μη το σκέφτεσαι' θα πάγω γω σ' αυτό το έργο' στείλε με μένα να σε βγάλω στην επιφάνεια (ασπροπρόσωπο), γιατί σαστίζεις και φοβάσαι;»
«Κόρη μου, λέγει κι ο βασιλιάς, εσύ είσαι ένα κορίτσι, μα εσύ πώς θα πας σ' αυτό το έργο;»
«Πιο εύκολο απ' αυτό τίποτ' άλλο δεν είναι. Αν θέλεις να με ιδείς, θα βγούμε να δοκιμαστώ κι υστέρα στείλε με, γιατί κουράζεις το μυαλό σου;»
«Ας γίνει λοιπόν, κόρη μου, κι ο Θεός να τα φέρει δεξιά. Πήγαινε, πες να ετοιμάσουν τ' άλογα, να βγούμε στο στίβο, να σε δοκιμάσω στην ιππασία και την κονταρομαχία, αφού είν' έτσι».
Το κορίτσι κατέβηκε κάτω, έδωσε τη διαταγή, ετοίμασαν τ' άλογα και καβαλικέψανε' βγήκανε στο στίβο.
Το κορίτσι πια όποιον κτύπησε, τον γκρέμισε απ' τ' άλογό του κατά γης.
Κι ο πατέρας της από παράμερα βλέπει πώς όλα τα παλληκάρια που στείλε απέναντι της τα 'ριξε' και πλησίασε κι αυτός δυο τρεις φορές, αλλά μόλις ήρθε στη δυσκολία, έδωσε γνωριμία στην κόρη του, και είπε η κόρη του:
«Πατέρα, εσύ γιατί βγαίνεις έτσι μπροστά μου;»
«Μα να, είπα λοιπόν πως είσαι κορίτσι και θέλησα να σε δοκιμάσω κι εγώ να ιδούμε, αυτούς που κτυπάς και κατεβάζεις απ' τ' άλογα, αληθινό είναι ή ψεύτικο. Τώρα πια σε πίστεψα. Αύριο έμπα μπροστά στο στρατό μου και πήγαινε στο φίλο μου, να τον βοηθήσεις».
Την άλλη μέρα το κορίτσι καβαλίκεψε τ' άλογο και βγήκε στο δρόμο.
Όταν ήρθε στον πόλεμο, δεν στάθηκε να πάρει ανάσα, γιατί ο πόλεμος ήτανε σε κρίσιμο σημείο (σε μια τρίχα πάνω). Αμέσως μπήκε στη μάχη.Χτύπησ' απ' εδώ, χτύπησ' απ' εκεί κι ώσπου να ιδείς, ξεκαθάρισε τη δουλειά και στράφηκε το κέρδος προς το μέρος της.
Την κοιτάζει κι ο βασιλιάς και γελά κάτω από τα μουστάκια του.
Ύστερα, σαν κόπασ' η μάχη και κέρδισεν η δική μας μεριά, κάλεσε το κορίτσι ο βασιλιάς και του είπε" μπράβο σου, γυιε μου! αυτή την μάχη την κέρδισες εσύ" απ' εδώ κ' ύστερα είσαι ο γαμπρός μου' πες πως είσ' ο γυιος μου' κι η βασιλεία μου είναι δική σου βασιλεία.
Του βασιλιά ο λόγος γίνηκε πραγματικότητα πριν να κρυώσει, κι ο γάμος πήρε φωτιά. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες κράτησεν αυτός ο γάμος.
Ύστερ' απ' τις σαράντα μέρες μπήκανε να κοιμηθούνε, μα το κορίτσι έβγαλε το μεγάλο μαχαίρι απ' τη θήκη του και το 'βαλε στο μέσο τους κι είπε: «Απ' εδώ κι εμπρός, κι οι δυο μας θα κοιμηθούμε σαν αδέλφια. Να το μαχαίρι το βάζω στη μέση, όποιος θα κινηθεί από τους δυο μας θα κοπεί».
Έτσι πέρασε κάμποσος καιρός και μια μέρα είπε την πραγματικότητα του βασιλιά η κόρη στον πατέρα της. Το μάθανε κι οι άλλοι. Μερικοί είπαν ότι το παλληκάρι είναι δεμένο με μάγια. Φέρανε μια γριά να τον λύσει από τα μάγια κι είπε:
«Αυτό το παλληκάρι, δεν είναι αρσενικό, είναι θηλυκό. Ας μην τ' ακούσει κανένας, και για να μη ρεζιλευτούμε, στείλετέ τον στον αγύριστο" κι αν γυρίσει παλληκάρι πάλι θα γλυτώσει το κορίτσι μας, κι αν δεν γυρίσει, πάλι θα γλυτώσει».
«Τι είναι αυτός ο αγύριστος;» ρωτήσανε τη γριά, κι είπε κι η γριά:
«Αυτός είναι των Δράκων και της Δράκαινας το χωριό. Εκεί είναι ένα δένδρο και το φυλάει η Δράκαινα. Αυτό το δένδρο μερικοί το λένε "δένδρο του πάρδου" ή και "πάρδου κλαδί" ή πάλι "σιμσίρ αγατζί", και μερικοί το λένε, "άριν" και "τούτι" ή και "λεβέντι". Απ' αυτό το δένδρο, όποιος θα κόψει έναν κλώνο μ' ένα μόνον κτύπημα ό,τι θέλει γίνεται. Εάν δεν μπορέσει μ' ένα κτύπημα να κόψει, τότε εκείνο το δένδρο αγκαλιάζει εκείνον τον άνθρωπο και δεν τον αφήνει πλέον να γλυτώσει. Πεθαίνει και τον τρώει η Δράκαινα».
Αυτός ο γαμπρός, εάν φθάσει εκεί και κόψει τον κλάδο, τότε, αν είναι κορίτσι, θα γίνει αρσενικό, κι αν είναι μαγεμένος, θα λυθεί.
Καλέσανε το γαμπρό μπροστά στη γριά να τον νουθέτησει κι είπεν η γριά:
«Ω γυιε μου, εσύ αν γυρεύεις να λυθείς απ' αυτό το δέσιμο (τα μάγια) σου, πρέπει να πας στης Δράκαινας και των Δράκων το χωριό, να κόψεις το κλαδί του μαγικού δένδρου, θα καβαλικέψεις τ' άλογο σου, κι υστέρα θα 'ρθεις στης Δράκαινας τον τόπο. Εκεί θα βγούνε μπροστά σου εφτά Δράκοι με τα στόμα τά τους ανοιχτά. Σπρώξε στο κάθε στόμα απ' ένα κομμάτι πίσσα, για να μασσήσουνε, και διάβαινε να κόψεις δρόμο. Ύστερα θε να 'ρθει μπροστά σου μια πηγή, άλλ' αυτή η πηγή θα είναι βρώμικη, την βρώμισε με τα τσιρλιά της η Δράκαινα. Καθάρισε την, πιες νερό και διάβαινε. Λίγο παρέκει θε να 'ρθει μπροστά σου μια σκάλα' το σκαλί αυτό θα είναι όρθιο, μα το βάλανε ανάποδα'
βάλανε την πάνω μεριά κάτω και την κάτω μεριά πάνω' εσύ γύρισέ το, διόρθωσε το και μη στέκεσαι, περπάτα. Ύστερα θα ιδείς ένα πρόβατο δεμένο, και μπροστά του ένα κομμάτι κρέας, κι ένα δεμένο λύκο και μπροστά του μια αγκαλιά χορτάρι. Αυτά, το σκαλί και τα ζώα, επτά χρόνια βασανίζονται έτσι. Πάρε το χορτάρι μπροστά απ' το λύκο και βάλ' το μπροστά στο πρόβατο, πάρε και το κρέας μπροστά απ' το πρόβατο και βάλε το μπροστά στο λύκο, ας τα φάνε. Κι εσύ λοιπόν πάρε λίγο σαμαροσκούτι και δέσε το στα πόδια του αλόγου σου και ελαφρούτσικα ελαφρούτσικα πήγαινε στης Δράκαινας το σπίτι, κατέβα απ' τ' άλογο σου, πήγαινε γρήγορα στη Δράκαινα, σήκωσε τα μαλλιά της πάν' από τα στήθος της και, χωρίς να σταθείς, βύζαξε τα βυζιά της. Και τούτη θα νομίσει πως είναι το γέννημά της, τίποτε δεν μπορεί να σου κάμει, γιατί, όταν την βυζαίνουν, χάνει τη δύναμη της. Ύστερα τούτη θα πάει μέσα να ακονίσει τα δόντια της, μα συ μη στέκεσαι, τράβα το μαχαίρι σου, κόψε τον κλάδο, πάρε τον και φεύγα να γλυτώσεις».
Ο γαμπρός καθόλου δεν στάθηκε, αμέσως βγήκε στο δρόμο.
Μετά απ' ένα καιρό, ήρθε στα σύνορα του τόπου της Δράκαινας. Βγήκανε μπροστά του επτά Δράκοι κι άνοιξαν τα στόματα να τον φάνε, αλλά έριξε στα στόματά τους από ένα κομμάτι πίσσα και διάβηκε. Ήρθε ύστερα στο σκαλί, το γύρισ' αλλιώς και διάβηκε. Ήρθ' έπειτα στην πηγή, την καθάρισε, ήπιε νερό και περπάτησε. Ήρθε στο λύκο και το πρόβατο, άλλαξε τα φαγιά τους, έδεσε στα πόδια τ' αλόγου από ένα κομμάτι σαμαροσκούτι και πήγε κατ' ευθείαν στη Δράκαινα.
Η Δράκαινα έκλωθε την ανέμη κι όλο αναμασούσε.
Το κορίτσι, ώσπου να ιδείς, σήκωσε τα μαλλιά της Δράκαινας από πάν' απ' το στήθος της και την βύζαξε. Η Δράκαινα σιάστησε κι είπε. «Όπως φαίνεται, συ είσαι καλά συμβουλεμένος. Στάσου να πάγω μέσα να φέρω να σε κεράσω λοιπόν. Και σηκώθηκε, μπήκε στο μέσα μέρος του σπιτιού.
Το κορίτσι δεν στάθηκε, σηκώθηκε, τράβηξε κι έκοψε με το μαχαίρι της ένα κλάδο, καβαλίκεψε στ' άλογό του κι έστριψε.
Η Δράκαινα, ώσπου να ακονίσει τα δόντια της και να βγει, βλέπει πως δεν είναι κανείς. Πηδά, βγαίνει όξου. Καλεί το λύκο να πιάσει τον φυγάδα.
«Βρε λυκάκη, λέγεί λοιπόν, χύμα να πιάσεις τον φυγάδα να τον κάμω κομματάκια κομματάκια». Λέγει κι ο λύκος:
«Πήγαινε ακριβώς εσύ, εγώ γιατί να πάγω να τον πιάσω; αυτός, να τον φυλάξει ο Θεός, επτά χρόνια είχα μπροστά μου το χορτάρι και βασανιζόμουνα απ' την πείνα, ήρθε, το άλλαξε, και μου 'δωσε τα κρέας και το έφαγα. Γιατί να τον πιάσω να μπω στην αμαρτία του;»
«Προβατάκι, είπε και στο πρόβατο, τρέχα γρήγορα να πιάσεις το δραπέτη».
«Εγώ δεν πάγω, αυτός ο άνθρωπος μου 'δωσε το χορτάρι και το έφαγα και χόρτασ' η κοιλία μου. Μα πώς θα πάρω την αμαρτία του; Πήγαινε, πιάσε τον εσύ».
Η Δράκαινα γύρισε προς την πηγή κι είπε:
«Πηγίτσα, τρέχα να πιάσεις τον κλέφτη».
Είπε δε κι η πηγή:
«Εμένα τι μου έκαμε και να τον πιάσω; το παλληκάρι ήρθε, μ' έπλυνε και με σκούπισε απ' τις βρώμες σου. Ο Θεός να τον γλυτώσει απ' τα χέρια σου. Πήγαινε, πιάσ' τον συ».
«Βρε σκαλάκι, τρέχα λοιπόν πιάσ' τον συ».
«Κι εγώ δεν μπορώ να πάγω. Εμένα συ με είχες επτά χρόνια ανάποδα κι αυτός ήρθε και με αναποδογύρισε στα ίσια, και τώρα αναπαύομαι· γιατί να τον πιάσω;»
Στο μεταξύ, το κορίτσι ανέβηκε πάνω στ' άλογο και φτερούγισε' διάβηκε. Βγήκε απ' τα σύνορα της, αλλά τότε πια η Δράκαινα, είδε που τίποτε δεν μπόρεσε να κάμει' στάθηκε και το καταράσθηκε.
«Εάν, είπε λοιπόν, είσαι θηλυκό να γίνεις αρσενικό και αν είσαι αρσενικό, να γυρίσεις θηλυκό».
Το κορίτσι μας διάβηκε τα σύνορα κι ήρθε ξοπίσου με τον κλάδο στα χέρια του, και βλέπει πως γύρισε σε αρσενικό.
Το έμαθε ο πεθερός του κι απ' τη χαρά του κάμαν καινούργιο γάμο, και σαράντα μέρες έφαγαν, ήπιαν και βρήκανε την ευτυχία τους.
Λαογραφία ΙΘ', 1960-1961, 248-259, Φάρασα Καππαδοκίας.
Γεωργίου Α. Μέγα. Κατάλογος ελληνικών παραμυθιών.  Άννα Αγγελοπούλου - Μαριάνθη Καπλάνογλου - Εμμανουέλα Κατρινάκη. Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών.