Change Text Size
+ + + + +
Η Πεντάμορφη.

(Κωνσταντινούπολη. Παραμυθιακός τύπος "Το μαγικό κασελάκι")

Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς κι είχε τρεις γιους. Τον μεγάλο τον έλεγαν Πέτρο, τον δεύτερο Δήμο και τον μικρότερο Φώτο. Κάθε μέρα που περνούσε, ο πατέρας τους, που είχε πάρα πολύ γεράσει, ένιωθε πως φθάνει το τέλος του. Γι' αυτό μια μέρα φώναξε τα παιδιά του και τους λέει: «Εγώ, παιδιά μου, δεν έχω πια δύναμη να κυβερνώ το κράτος μου. Καλό θα είναι να πάρει ο Πέτρος τη βασιλεία, σαν μεγαλύτερος που είναι, με τη συμφωνία να μην ανοίξει την κάμαρα που είναι κλειδωμένη. Όποιος δεν ακούσει το θέλημα μου, θα 'χει την κατάρα μου».

Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο γερο-βασιλιάς πέθανε. Πήρε τη βασιλεία ο Πέτρος με δόξα και τιμή. Μα ενώ ήταν τόσο ευτυχισμένος, τον βασάνιζε η περιέργεια για την κλειδωμένη κάμαρα: σαν τι να έχει άραγε μέσα που δεν πρέπει ν' ανοιχτεί; Αυτή η συλλογή δεν τον άφηνε να ησυχάσει ούτε μέρα ούτε νύχτα. Πώς να την άνοιγε, όμως, αφού θα είχε την κατάρα του πατέρα του; Στο τέλος, η περιέργεια, πιο δυνατή από τη θέλησή του, νίκησε και μια μέρα άνοιξε την απαγορευμένη κάμαρα. Μεγάλη απογοήτευση τον περίμενε σαν είδε μια κάμαρα εντελώς αδειανή και γεμάτη σκόνες κι αραχνιές. «Χαράς στην κάμαρη», συλλογίστηκε, «που θα έχω και την κατάρα του πατέρα μου...»
Λέγοντας αυτά, βλέπει σε μια γωνιά ένα ντουλαπάκι. Πηγαίνει κοντά, το ανοίγει και τι να δει μέσα! Τη ζωγραφιά μιας βασιλοπούλας τόσο ωραίας, που μόλις την είδε του ήρθε ζάλη. Από κάτω έγραφε: «Εγώ είμαι η Ωραία του Κόσμου και όποιος θέλει να με βρει, ας έρθει στην τάδε πολιτεία».
Ο Πέτρος δεν κρατήθηκε, τράβηξε τη ζωγραφιά με τα δυο του χέρια, τη δίπλωσε και την έκρυψε στην τσέπη του. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι, είχε τη ζωγραφιά αντίκρυ του και τη θαύμαζε. Αποφασίζει να φύγει την άλλη μέρα, να πάει και να βρει την ωραία βασιλοπούλα. Φωνάζει τον δεύτερο αδελφό του και του λέγει: «Εγώ, Δήμο, θα πάγω σε μια περιοδεία, θα πάρεις εσύ τη βασιλεία ώσπου να γυρίσω».
Πήρε μαζί του ένα δισάκι φλουριά κι έφυγε. Πολλές μέρες περπατούσε και όταν έφτασε σ' αυτήν την πολιτεία ήταν πια αργά. Εκείνον τον καιρό, ήταν όλο μικρά βασίλεια, που ήταν τριγυρισμένα από ψηλούς τοίχους και είχαν μια μεγάλη σιδερένια πόρτα, για κάθε προφύλαξη από τους εχθρούς. Αυτή η πόρτα άνοιγε με την ανατολή του ήλιου και σφαλούσε με τη δύση. Μόλις πρόλαβε να μπει μέσα ο Πέτρος και αμέσως η πόρτα έκλεισε. Ήταν ότι σουρούπωνε και από την κούραση δεν έβλεπε καλά. Άξαφνα ακούει μια φωνή: «Ώρα καλή, παλικάρι μου...» «Καλώς τη μάνα». Ήταν μια γριά που τον ρωτούσε: «Θέλεις τίποτε, παιδάκι μου;» «Θα ήθελα», της λέγει, «να φάω και να κοιμηθώ». «Μετά χαράς, γιόκα μου, δώσ' μου λεπτά να ψωνίσω για να φας κι όσο για τον ύπνο, θα σου ετοιμάσω ένα κρεβάτι βασιλικό».
Έφερε η γριά ένα ωραίο πουλάκι, έφερε και κρασί κι έφαγε ο Πέτρος με μεγάλην όρεξη. Ετοίμασε και το κρεβάτι του, πλάγιασε το παλικάρι κι ευθύς το πήρε ο ύπνος. Η γριά περίμενε έξω από την πόρτα να δει πότε θα κοιμηθεί. Μόλις τον βλέπει κοιμισμένο, τρέχει και φωνάζει το γιο της, που ήταν ένας κακούργος. Έρχεται αυτός μ' ένα χαντζάρι, δίνει μια στο παλικάρι και το σκοτώνει. Υστερα παίρνουνε τα φλουριά του και τον ρίχνουνε σ' ένα λάκκο, που ρίχνανε όσους σκοτώνανε.
Ας δούμε τώρα τι έκαμε ο άλλος γιος που και αυτός είχε το ίδιο κεφάλι με τον πρώτο κι έπαθε τα ίδια με αυτόν. Έμεινε πια ο μικρότερος, ο Φώτος. Πήρε αυτός τη βασιλεία, αλλά κάθε μέρα που περνούσε, τον στεναχωρούσε η αργοπορία των αδελφών του. Θέλησε να πάει να δει πού βρίσκονται κι αποφασίζει να φύγει. Φωνάζει το βεζίρη και του λέγει: «Εγώ θα πάω να βρω τ' αδέλφια μου, εσύ θα μείνεις στη βασιλεία ώσπου να γυρίσω».
Αρχίζουν τις ετοιμασίες, παίρνουν μαζί τους σκηνές, τρόφιμα, μάγειρους, υπηρέτες, ιπποκόμους, άφθονα φλουριά και ξεκινούν. Αφού περπάτησαν όλη μέρα, το βράδυ βρήκαν ένα ωραίο μέρος που είχε πολλά δέντρα και μια μεγάλη βρύση με νερό σαν το κρύσταλλο. Ετοίμασαν μια ωραία σκηνή για το Φώτο. Μόλις έφαγε, πλάγιασε να κοιμηθεί, γιατί ήταν πολύ κουρασμένος. Μόλις τον έπαιρνε ο ύπνος, ακούει τη φωνή του αλόγου του που χλιμιντρούσε. «Μούου... ου... ου... μου... ου...» «Τι τρέχει;», ρωτά ο βασιλιάς τον ιπποκόμο, «γιατί φωνάζει τ' άλογο;» «Δεν ξέρω τι έχει βασιλιά μου, του δίνω να πιει νερό κι αυτό τραβά το κεφάλι του και φωνάζει». «Αμέσως να καθαρίσετε τη γούρνα», διατάζει ο βασιλιάς.
Καθαρίζουν τη γούρνα, βάζουν άλλο νερό, αλλά μόλις το άλογο πάει κοντά στη βρύση, τραβά πάλι του κεφάλι του και φωνάζει. Πάει ο Φώτος να δει με τα μάτια του ποια είναι η αιτία που δεν πίνει νερό το ζώο. Σκύβει στη βρύση και βλέπει μέσα στο νερό να λάμπει η σκιά μιας κοπέλας, που σαν την είδε θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Γυρίζει το κεφάλι του επάνω και βλέπει μια ζωγραφιά κρεμασμένη σ' ένα κλαδί του δέντρου.
Την άλλη μέρα, διατάζει να μαζέψουν τα πράματα και να γυρίσουν όλοι πίσω. Κρατά ο Φώτος ένα δισάκι φλουριά και το σπαθί του. Αφού έφυγαν όλοι, ανεβαίνει στο δέντρο και παίρνει τη ζωγραφιά. Αυτή η ζωγραφιά ήταν η ίδια που ήταν στο ντουλαπάκι κι έγραφε τα ίδια λόγια, γιατί ήταν μαγική και παρουσιαζόταν παντού. Βάζει τη ζωγραφιά στην τσέπη του, παίρνει τα φλουριά και το σπαθί του και πάει να βρει την κοπέλα. Πολλές μέρες περπάτησε και τέλος έφτασε στην πολιτεία που ήταν η Πεντάμορφη. Μόλις πρόφτασε να περάσει την πόρτα και κρακ!... την έκλεισαν οι φρουροί γιατί ήταν η ώρα περασμένη. Βρίσκει την ίδια γριά, που με κολακείες προσπαθούσε να τραβήξει κι αυτόν σπίτι της για να τον σκοτώσει, όπως και τους άλλους δύο. Του 'δωσε να φάει και του ετοίμασε το κρεβάτι του. Κατάλαβε όμως ο Φώτιος πως αυτή δεν ήταν καλή γυναίκα, είδε πως πηγαινοερχότανε και πως περίμενε για κάποιον κακό σκοπό. Πλάγιασε και έκανε πως διαβάζει ένα βιβλίο, αλλά με τρόπο παρακολουθούσε τη γριά. Την έβλεπε πως κοίταζε κάθε τόσο από τη χαραμάδα της πόρτας. Καμώθηκε πως τον πήρε ο ύπνος κι έπεσε το βιβλίο από το χέρι του. Με την άκρη του ματιού του, έβλεπε τι θα κάμει η γριά.
Τη βλέπει, λοιπόν, που πάει και φωνάζει το γιο της, έναν άγριο άντρακλα ως εκεί πάνω, με το χαντζάρι του, έτοιμο να τον κομματιάσει. Την ίδια στιγμή, παίρνει ο Φώτιος το σπαθί του, δίνει μια στον κακούργο και τον σκοτώνει. Τρέχει αρπάζει και τη γριά απ' τα μαλλιά και της λέει: «Εσύ, κακούργα, είσαι η αιτία που σκοτώθηκαν τ' αδέλφια μου. Να μου πεις αμέσως πού τους ρίξατε και πού βάλατε τα φλουριά τους». Φωνάζει αυτή, παρακαλεί, το παλικάρι δεν αφήνει τα μαλλιά της και την αναγκάζει να του δείξει πού είχε ρίξει τους αδελφούς του. Δεν χάνει καιρό και της κόβει το κεφάλι με το σπαθί του. Έτσι εκδικήθηκε για τ' αδέλφια του. Έμεινε σ' αυτό το σπίτι, γιατί δεν ήθελε να φανερωθεί πως ήταν βασιλιάς.
Την άλλη μέρα πήγε στην πόλη. Εκεί που προχωρούσε, βλέπει πολύν κόσμο μαζεμένο σ' ένα μέρος. Ρωτά τι τρέχει, του λένε πως από δω θα περάσει η Πεντάμορφη με τ' αμάξι της κι όποιος θέλει να τη δει, θα γεμίσει ένα δοχείο φλουριά. Αυτός, λοιπόν, που είχε πολλά, το γεμίζει και περιμένει να φανεί το αμάξι. Όταν έσκυψε στο παράθυρο του αμαξιού για να δει την Πεντάμορφη, τόση ήταν η ομορφιά και η λάμψη της κοπέλας, που ζαλίστηκε και δεν μπόρεσε να δει τίποτα. Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια, και την άλλη, ώσπου τελείωσαν τα φλουριά του κι αυτός δεν κατάφερε να τη δει. Έτσι έμεινε χωρίς δεκάρα κι από δουλειά δεν ήξερε τίποτα.
Άρχισε να τον βασανίζει η πείνα. Να ζητιανέψει δεν μπορούσε. Τι να κάμει; Κατά καλή του τύχη, περνούσε μια μέρα από ένα φούρνο που έκαναν κουλούρια. Τον χτύπησε η μυρωδιά και γούρλωσαν τα μάτια του να τα βλέπει.
Τον είδε ο φούρναρης και κατάλαβε πως πεινούσε. «Τι αγαπάς, παλικάρι;» τον ρωτά. «Θα ήθελα να δουλέψω», είπε το παλικάρι. «Και τι δουλειά ξέρεις να κάνεις;» «Μα ... ό,τι να 'ναι» (κι ας μην ήξερε τίποτε από δουλειές). «Έλα μέσα», του λέει ο φούρναρης, και πρώτα πρώτα του δίνει να φάει. Του φέρνει ένα πιάτο φασόλια, ένα κρεμμύδι και ψωμί. Δεν μπορώ να σας πω με τι όρεξη και τι γλύκα έφαγε. Ποτέ του δεν είχε φάει τόσο νόστιμο φαΐ. «Ε», του λέει ο μάστορης, «τώρα δουλειά. Πάρε τη στάμνα και πάνε στη βρύση για νερό».
Αυτός όμως, καθώς πήγαινε αμέριμνος, χτυπά τη στάμνα σε μια πέτρα και την κάμει θρύψαλα. Απελπισμένος γυρίζει πίσω κι ο μάστορης τον υποδέχεται με βρισιές και κλωτσιές. Φεύγει από εκεί και συλλογίζεται πού να πάει... Καθώς περπατούσε στενοχωρημένος, ακούει κάποιον να τον ρωτά: «Για πού, παλικάρι από δω;» Ήταν ένας λουτράρης, που στεκότανε στην πόρτα του και ρωτούσε. «Γυρεύω δουλειά», λέει ο Φώτος. «Έλα μέσα, να σου δώσω εγώ δουλειά».
Πρώτα πρώτα του δίνει να φάει, γιατί αυτός ήταν μάγος και κατάλαβε πως ήταν πεινασμένος. Του 'δωσε κοτόπουλο, άλλα ωραία φαγιά και κρασί. Όταν πέρασε καμιά ώρα αφού έφαγε, του λέει ο λουτράρης: «Πάμε τώρα για δουλειά». Πηγαίνουν στη μάντρα που είχε πολλά ξύλα για το καζάνι του λουτρού. «Τώρα θα σκίζεις ξύλα», του λέει. Παίρνει ο Φώτος το πελέκι κι αρχίζει να χτυπά με όλη του τη δύναμη. «Τι κάμεις αυτού;» φωνάζει ο λουτράρης, «θα σπάσεις το πελέκι. Πρέπει να ξέρεις πως για να σπάσει κανείς ξύλα, πρέπει ν' ανοίξει στο ξύλο μια χαραματιά, να βάλει μέσα μια σκίζα, ένα κομμάτι ξύλο μυτερό, ύστερα να χτυπήσει με ορμή τη σκίζα ώσπου ν' ανοίξει το ξύλο. Έτσι και το ξύλο εύκολα κόβεται και το πελέκι δεν σπάνει».
Σαν έμαθε ο Φώτος να σκίζει τα ξύλα, του λέει ο μάγος: «Φθάνει για σήμερα η δουλειά, τώρα πες μου τίνος γιος είσαι». Ο Φώτος κοντοστάθηκε, ο λουτράρης όμως του λέει: «Μη μου κρύψεις τίποτε, γιατί τα ξέρω όλα, ακόμη και γιατί ήρθες εδώ. Επειδή όμως εσύ άκουσες τη συμβουλή του πατέρα σου, ό,τι ποθείς θα γίνει. Θα σε στείλω στο παλάτι να δεις τη βασιλοπούλα. Αλλά τη φυλάνε τόσο καλά, που ούτε πουλί δεν μπορεί να φτάσει κοντά της, γι' αυτό θα σου δώσω ένα σκούφο που όταν τον φοράς δε θα σε βλέπει κανείς». Φορά ο μάγος το σκούφο και σκουντά το Φώτο. «Με βλέπεις;» τον ρωτά. «Όχι, δε βλέπω τίποτε». «Μ' αυτό το σκούφο θα πας στο παλάτι και θα μπεις, χωρίς να σε βλέπουν, στην κάμαρα της βασιλοπούλας».
Παίρνει αυτός το σκούφο κι αν τον πιάσεις. Μόλις φθάνει κοντά στο παλάτι, τον φορά. Περνά εμπρός από τους φρουρούς - κανείς δεν τον πήρε είδηση, καθώς ήξερε και από παλάτια - ανεβαίνει σαν καλός νοικοκύρης και μια και δυο, ίσια στης βασιλοπούλας την κάμαρα.
Αυτή καθόταν σε μια χρυσή πολυθρόνα και κεντούσε. Μόλις την είδε ο Φώτος, τα 'χασε από την ομορφιά της. Πηγαίνει κοντά της, παίρνει την κλωστή που κεντούσε και τη σπάνει. Βάζει η βασιλοπούλα τις φωνές, τόσο τρόμαξε που είδε να σπάνει ξαφνικά η κλωστή της χωρίς να βλέπει κανέναν. Τρέχουν όλες οι σκλάβες να δουν τι έπαθε η κοπέλα, μα αυτή από την ντροπή της είπε πως τσίμπησε το χέρι της.
Το βράδυ γύρισε το βασιλόπουλο όλο χαρά στο λουτράρη που του έκαμε αυτή τη χάρη. Περίμενε με αγωνία πότε θα έρθει η άλλη μέρα και αφού έσκισε αρκετά ξύλα, ήρθε η ώρα να φύγει. Μπαίνει πάλι στης βασιλοπούλας την κάμαρα, που μόλις της είχαν φέρει το φαΐ της. Πάει αυτός ο καλός σου, παίρνει το πιρούνι και τρώει όλο το φαΐ. Η κοπέλα ντράπηκε να φωνάξει, αφού δεν έβλεπε κανένα, αλλά πεινούσε και διατάζει να της φέρουν άλλο φαΐ.
Ο Φώτος πήγαινε κάθε μέρα στο παλάτι και επειδή έτρωγε της βασιλοπούλας το φαΐ, αυτή πρόσταζε και της έφερναν άλλο. Όλοι απορούσαν με την πείνα της και έλεγαν πως αυτό δεν είναι φυσικό. Ανησύχησαν λοιπόν όλοι στο παλάτι κι αποφάσισαν να φωνάξουν ένα γιατρό. «Κάτι τρέχει, λέει αυτός, αλλά δεν είναι δική μου δουλειά. Να φωνάξετε ένα μάγο να σας πει».
Ψηλά, σ' ένα βουνό, ήταν μια γριά μάγισσα. Αυτήν έστειλαν κι εφώναξαν και τους είπε: «Τώντις, κάποιος έρχεται στην κάμαρα της κοπέλας και ο μάγος που τον έστειλε είναι μεγαλύτερος από μένα, αλλά εγώ θα κατορθώσω να τον βρω». Προστάζει και της φέρνουν μαγκάλι με αναμμένα κάρβουνα κι ένα τσουβάλι γεμάτο άχυρα. Αφού έκλεισε τις πόρτες και τα παράθυρα, κάθισε μπροστά στο μαγκάλι, άρχισε να λέει τα μαγικά της κι όλο έριχνε από λίγο άχυρο στη φωτιά. Βγήκε τότε ένας κατάμαυρος και πυκνός καπνός, που έκανε να τσούζουν τα μάτια. Ο Φώτος άρχισε να τρίβει τα μάτια του. Τόσο τα 'τρίψε, που δίχως να το καταλάβει, έπεσε ο σκούφος απ' το κεφάλι του. Τρέχει η γριά, αρπάζει το σκούφο και φωνάζει τους δούλους: «Ελάτε να πιάσετε αυτόν που ήταν εδώ!»
Τον παίρνουν τον καλό σου και τον βάζουν στη φυλακή. Τον ρωτούν: «Τίνος γιος είσαι;» «Του λουτράρη», λέει αυτός. Στέλνει ο βασιλιάς, στρατιώτες και διατάζει να φέρουν το λουτράρη. Πηγαίνει η συνοδεία του βασιλιά και του λέει: «Ο βασιλιάς κι αφέντης μας προστάζει να 'ρθεις αμέσως στο παλάτι, γιατί πιάσαμε το γιο σου, μέσα στης βασιλοπούλας την κάμαρα και τον βάλαμε φυλακή». «Όποιος θέλει να μιλήσει μαζί μου», λέει ο λουτράρης, «ας έρθει εκείνος εδώ». «Μωρέ, έτσι μιλά αυτός για το βασιλιά! Πιάστε τον αμέσως να τον πάμε με το στανιό!»
Τραβά ο ένας το χέρι του, το χέρι βγαίνει! Τραβούν και το άλλο χέρι, βγαίνει κι αυτό! Φέρνουν ένα σακί και τα βάζουν μέσα, τραβούν και το πόδι βγαίνει και το πόδι. Να μη σας τα πολυλογώ, ο λουτράρης γίνεται κομμάτια. Τα βάζουν όλα στο σακί και ίσια για το παλάτι. Το σακί ήταν ασήκωτο από το βάρος κι ώσπου να φθάσουν στο παλάτι, ο ιδρώς έτρεχε ποτάμι από το πρόσωπο τους. Τους ρωτά ο βασιλιάς τι τρέχει, του διηγούνται όλη την ιστορία. «Ανοίξτε το σακί!» διατάζει. Βγάζουν τα κομμάτια ένα - ένα κι αντί να είναι του λουτράρη, ήταν ενός γαϊδάρου, κεφάλι, χέρια, πόδια. Όλοι απόρησαν σαν τα είδαν. Αποφασίζει ο βασιλιάς να πάει στο λουτράρη, καθώς του είχε μηνύσει. «Ω... καλώς όρισες, συμπέθερε», του λέει αυτός. Ο βασιλιάς από το κακό του φωνάζει τη συνοδεία του. «Αρπάξτε αυτόν τον αυθάδη και πετάξτε τον από το παράθυρο», λέει.
Μόλις τον πετούν, αυτός βρίσκεται καθισμένος αντίκρυ στο βασιλιά και κουβεντιάζει. «Τι λέγαμε, λοιπόν, συμπέθερε;» Τότε πια τρόμαξε με τα σωστά του ο βασιλιάς. « Έλα να σιάξουμε τα πράματα και να παντρέψουμε τα παιδιά μας». «Α, μπράβο, έτσι δα βασιλιά μου, μάθε όμως, πως αυτό το παλικάρι δεν είναι γιος μου, παρά της τάδε χώρας βασιλιάς, που είναι μεγαλύτερη από τη δική σου, και ήρθε εδώ μόνο και μόνο για την κόρη σου».
Φαντάζεστε τη χαρά του βασιλιά, στέλνει αμέσως τους ανθρώπους του να βγάλουν το παλικάρι από τη φυλακή. Με δόξα τον πήγαν στο παλάτι κι έμαθε ο κόσμος πως η Πεντάμορφη αρραβωνιάστηκε με το βασιλιά Φώτο της μεγάλης πολιτείας. Άρχισαν οι ετοιμασίες του γάμου κι έφεραν πολλές κοπέλες για να κεντήσουν το νυφικό φόρεμα, όλο με μαργαριτάρι και διαμάντι. Όταν το φόρεσε η βασιλοπούλα ήταν πραγματικά πεντάμορφη! Έγιν' ένας γάμος ξακουστός.
Την άλλη μέρα, ετοίμασαν το βασιλικό αμάξι, που ήταν ολόχρυσο και μέσα με μπλε βελούδο στολισμένο. Μπήκαν η νύφη κι ο γαμπρός στο ωραίο αμάξι και έφυγαν για την πολιτεία τους. Εκεί τους δέχτηκαν με μεγάλες τιμές. Οκτώ μέρες έκαμαν γιορτές, είχαν τραπέζια στρωμένα κι έτρωγε κι έπινε ο κόσμος δίχως πληρωμή. Έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Δ. Πασχαλίδου, Παραμύθια του λαού μας, Αθήνα 1939, σ. 7-18. Παραλλαγή από την Κωνσταντινούπολη.
Γεωργίου Α. Μέγα. Κατάλογος ελληνικών παραμυθιών.  Άννα Αγγελοπούλου - Μαριάνθη Καπλάνογλου - Εμμανουέλα Κατρινάκη. Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών.