Change Text Size
+ + + + +

Το πιρπιρίτζι

Καστανερή, Κιλκίς

Πολλές και θερμές ευχαριστίες στη Νηπιαγωγό και συγγραφέα κυρία Γεωργία Δάρτση, με καταγωγή από την Καστανερή του νομού Κιλκίς, για την καταγραφή και την απόδοση του λαϊκού αυτού παραμυθιού. Η απόδοση έγινε βάσει της αφήγησης του παραμυθιού όπως την άκουγε η ίδια από τη γιαγιά της, στην οποία το αφηγούνταν η δική της γιαγιά. Αυτή είναι η μοίρα και ταυτόχρονα η δύναμη των λαϊκών παραμυθιών. Οι ρίζες τους να χάνονται στα βάθη των αιώνων, μα τα κλαδιά τους να φτάνουν ζωντανά και δυνατά μέχρι τις μέρες μας.

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μικρό χωριό στις πλαγιές ενός καταπράσινου βουνού, ζούσε μια γιαγιά που είχε απομείνει ολομόναχη στη ζωή της, ώσπου βρέθηκε στον δρόμο της ένα «πιρπιρίτζι». Πάρα πολύ το αγαπούσε η γιαγιά το μικρό της πιρπιρίτζι. Το φρόντιζε, του μαγείρευε, το έντυνε ζεστά τον παγωμένο Χειμώνα και χρωματιστά το δροσερό καλοκαίρι. Του χάριζε ωραία παιχνίδια που έφτιαχνε η ίδια με παλιά κουρελάκια και τα βράδια του έλεγε όμορφα παραμύθια που είχε ακούσει από την γιαγιά της. Και το πιρπιρίτζι αγαπούσε πολύ τη γιαγιά.

Αλλά ήταν πολύ ζωηρό και δεν την άκουγε καθόλου. Όπου σκανταλιά, αυτό πάντα πρώτο. Ερχόταν στο σπίτι από τα παιχνίδια του με τους φίλους του πάντα χτυπημένο. Ματωμένο, πρησμένο, με κλάματα και υποσχέσεις ότι θα προσέχει και δεν θα το ξανακάνει. Η γιαγιά η καημένη έτρεχε να το φροντίσει. Να του ετοιμάσει αλοιφές και ζωμούς από βότανα που μόνο εκείνη ήξερε πόσο ιαματικά ήταν και να ξενυχτήσει στο προσκεφάλι του μέχρι να γίνει εντελώς καλά. Μόλις όμως το ξεπερνούσε, ξεχνούσε και τους πόνους και τις υποσχέσεις του. Μια  μέρα λοιπόν η γιαγιά ετοιμάστηκε να πάει για ψώνια. Είχε βάλει στο τσουκάλι και μια φασολάδα που σιγόβραζε και μοσχοβολούσε όλο το σπίτι. Το πιρπιρίτζι έπαιζε ήσυχα στη γωνιά του και η γιαγιά έφυγε κι εκείνη ήσυχη. Στη διαδρομή της όμως συνάντησε πολλούς χωριανούς της και λίγο να χαιρετήσει τον έναν, λίγο να πει τα νέα της με τον άλλον, πέρασε η ώρα και άργησε να επιστρέψει. Όταν πλησίασε πια στο σπίτι και αφουγκράστηκε την απόλυτη ησυχία που επικρατούσε τόσο έξω, όσο και μέσα σ’ αυτό, άρχισαν να τη ζώνουν τα φίδια. Βγήκε σ’ όλο το χωριό. Φώναξε παντού. Έψαξε στα πιο απίθανα μέρη. Χτύπησε όλες τις πόρτες. Τίποτα . Κανένας δεν το είχε δει και κανένας δεν το είχε ακούσει. Ξέροντας όμως όλοι πόσο σκανταλιάρικο είναι, την καθησύχαζαν λέγοντάς της πως θα επιστρέψει μόνο του και να μην ανησυχεί. «Μόλις πεινάσει θα γυρίσει», της είπε γελώντας ένας γείτονας και τράβηξε τον δρόμο του. Τότε της ήρθε η ιδέα και τρέχοντας στο σπίτι αναστατωμένη, τράβηξε κατευθείαν για το τσουκάλι με τη φασολάδα. Το καπάκι ανοιχτό και μέσα έπλεε βρασμένο το πιρπιρίτζι. Δυστυχώς η πολλή του σκανταλιά δεν του βγήκε σε καλό. Απαρηγόρητη η γιαγιά έλεγε την ιστορία του για χρόνια, σε πολλά παιδιά, για να τα προφυλάξει από την δική τους άγνοια.