Change Text Size
+ + + + +
Το κοράκι και ο κύκνος

(Ινδία)

Μια φορά κι έναν καιρό, στις πλαγιές ενός βουνού ζούσε ένας κόρακας. Μια μέρα, στη μέση του καλοκαιριού, σαν τα ρυάκια στις πλαγιές είχαν αρχίσει να στερεύουν, αποφάσισε να κατέβει στη μεγάλη λίμνη, εκεί που το νερό ήταν πάντα άφθονο και καθαρό. Πέταξε λοιπόν στις όχθες της λίμνης και άρχισε να πίνει για να σβήσει τη δίψα του. Μα ξαφνικά, με την άκρη του ματιού του είδε, για πρώτη φορά στη ζωή του, έναν κύκνο γεμάτο χάρη να αρμενίζει στην άλλη άκρη της λίμνης.
 Ο κόρακας μαγεύτηκε. Ο κατάλευκος κύκνος του φάνηκε σας το πιο όμορφο πλάσμα της γης. Το χρώμα του, αυτό κυρίως, του φάνηκε σαν βγαλμένο από τα παραμύθια. Και μέσα του ζήλεψε, και μίσησε το δικό του χρώμα. Μα μια σκέψη γεννήθηκε μέσα του. Αν βουτούσε στα νερά της λίμνης, ίσως και το δικό του χρώμα να γινόταν λευκό. Με τη σκέψη αυτή πήρε βαθιά ανάσα και βούτηξε στα νερά της μεγάλης λίμνης. Μη ξέροντας να κολυμπά όμως, ίσα που κατάφερε να ξαναβγεί μισοπνιγμένος στην όχθη. Μα σαν κοίταξε τα μουσκεμένα φτερά του, ω τι απογοήτευση! Παρέμεναν μαύρα σαν το κάρβουνο. Η στεναχώρια τον κατέκλυσε. Μα κοιτώντας τον υπέροχο κύκνο που πλατσούριζε αντίκρυ, μια καινούργια σκέψη του έδωσε ελπίδα. Μα φυσικά! Ο κύκνος δεν έγινε λευκός σε μια μέρα. Έπρεπε να περάσει όσο περισσότερο χρόνο γινόταν μέσα στα νερά της λίμνης πριν τα κατάμαυρα φτερά του γινόντουσαν λευκά. Αποφασισμένος, άρπαξε ένα ξεροκλάδι με το ράμφος του για να τον βοηθήσει να επιπλεύσει και ξαναβούτηξε στη λίμνη. Το κλαδί έκανε τη δουλειά του και αυτή τη φορά έμεινε, με μικρή προσπάθεια, στην επιφάνεια. Μα η ώρα περνούσε και ο κόρακας άρχισε να κουράζεται. Άρχισε και να πεινάει, μα δεν μπορούσε να αφήσει το κλαδί γιατί, με τη κούραση που είχε, θα βυθιζόταν σαν πέτρα. Και εκεί έμεινε για μέρες, αποκαμωμένος, νηστικός, μα με τη κρυφή ελπίδα πως, άμα κατάφερνε ποτέ να βρει τρόπο να επιστρέψει στη στεριά, θα ήταν τώρα κατάλευκος και πανέμορφος σαν τον κύκνο.
Πηγή: http://tsipiriki.gr
Ο κόρακας μαγεύτηκε. Ο κατάλευκος κύκνος του φάνηκε σας το πιο όμορφο πλάσμα της γης. Το χρώμα του, αυτό κυρίως, του φάνηκε σα βγαλμένο από τα παραμύθια. Και μέσα του ζήλεψε, και μίσησε το δικό του χρώμα. Μα μια σκέψη γεννήθηκε μέσα του. Αν βουτούσε στα νερά της λίμνης, ίσως και το δικό του χρώμα να γινόταν λευκό. Με τη σκέψη αυτή πήρε βαθιά ανάσα και βούτηξε στα νερά της μεγάλης λίμνης. Μη ξέροντας να κολυμπά όμως, ίσα που κατάφερε να ξαναβγεί μισοπνιγμένος στην όχθη. Μα σα κοίταξε τα μουσκεμένα φτερά του, ω τι απογοήτευση! Παρέμεναν μαύρα σα το κάρβουνο.Η στεναχώρια τον κατέκλυσε. Μα κοιτώντας τον υπέροχο κύκνο που πλατσούριζε αντίκρυ, μια καινούργια σκέψη του έδωσε ελπίδα. Μα φυσικά! Ο κύκνος δεν έγινε λευκός σε μια μέρα. Έπρεπε να περάσει όσο περισσότερο χρόνο γινόταν μέσα στα νερά της λίμνης πριν τα κατάμαυρα φτερά του γινόντουσαν λευκά. Αποφασισμένος, άρπαξε ένα ξεροκλάδι με το ράμφος του για να τον βοηθήσει να επιπλεύσει και ξαναβούτηξε στη λίμνη. Το κλαδί έκανε τη δουλειά του και αυτή τη φορά έμεινε, με μικρή προσπάθεια, στην επιφάνεια. Μα η ώρα περνούσε και ο κόρακας άρχισε να κουράζεται. Άρχισε και να πεινάει, μα δεν μπορούσε να αφήσει το κλαδί γιατί, με τη κούραση που είχε, θα βυθιζόταν σα πέτρα. Και εκεί έμεινε για μέρες, αποκαμωμένος, νηστικός, μα με τη κρυφή ελπίδα πως, άμα κατάφερνε ποτέ να βρεί τρόπο να επιστρέψει στη στεριά, θα ήταν τώρα κατάλευκος και πανέμορφος σα τον κύκνο.