Change Text Size
+ + + + +

Η φτωχιά κόρη με τη χρυσή μοίρα

(Λέσβος)

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια φτωχογειτονιά, ζούσε μια πολύ φτωχιά κοπέλα, η οποία δεν είχε στον κόσμο κανέναν άλλον. Όλη τη μέρα η καημένη έκανε ξένες δουλειές για να μπορεί να βγάζει τα απαραίτητα για να ζήσει. Παραδείγματος χάριν, της έφερναν μαλλιά και αναγκαζόταν να τα γνέθει και να τα κάνει κλωστή. Μέχρι αργά τη νύχτα η κακομοίρα ήταν αναγκασμένη να δουλεύει. Από το πρωί μέχρι αργά τη νύχτα. Όταν πια την έπαιρνε ο ύπνος και είχε λίγη δουλειά μπροστά της και έπρεπε να την τελειώσει, μονολογούσε ένα στιχάκι, ένα τραγουδάκι, μόνη της για να περνάει η νύστα της. Όταν ερχόταν ο πρώτος χασμουρητός έλεγε:
«Καλώς τον ύπνο τον καλό. Πάρε σκαμνί και κάθισε, πάρε κουκκιά ξεμάτισε, να γνέσω να ξεγνέσω, να σε πάρω αγκαλιά να πέσω.»
Είχε όμως η καημένη πολύ κακές γειτόνισσες και περίεργες και  ουτσομπόλες, οι οποίες ακούγανε κάθε βράδυ το ίδιο στιχάκι. Παραφύλαγαν έξω από το καμαράκι της και ακούγανε το στιχάκι αυτό. Έλα ντε, όμως, που ο γιος της βασίλισσας λεγόταν Ύπνος τ’ όνομά του. Αυτές οι κουτσομπόλες μια και δυο σηκωθήκαν και φύγαν και πήγαν στη βασίλισσα. Ζητήσαν να δουν τη βασίλισσα και της πήγαν τα μαντάτα ότι ο γιος της, ο διάδοχος του θρόνου, κάθε βράδυ επισκέπτεται μια πάμφτωχη, σε μια πολύ φτωχή γειτονιά, κοπέλα, η οποία, να φανταστείς, βασίλισσά μου, δεν έχει ούτε καρέκλα να τον βάλει να κάτσει. Τον βάζει πάνω σ’ ένα σκαμνί και τον βάζει και της ξεματάει και κουκκιά! Όσο την περιμένει να τελειώσει τη δουλειά της, τον βάζει και
ξεματάει και κουκκιά! Η βασίλισσα όμως ήταν πάρα πολύ καλή γυναίκα κι έτσι δεν την πείραξε η πληροφορία που πήρε. Μόνο ζήτησε πληροφορίες από τις γυναίκες αυτές, πού είναι το καμαράκι αυτής της κοπέλας. Αυτές φυσικά το είπανε, γιατί περίμεναν ότι θα την τιμωρήσει η βασίλισσα, κι έτσι της δώσαν τη διεύθυνση.
Η βασίλισσα εν τω μεταξύ, ακούγοντας ότι η κοπέλα είναι τόσο φτωχιά, φόρτωσε ένα κάρο με διάφορα έπιπλα, καρέκλες, ένα ωραίο κρεβάτι, και της τα ’στειλε. Όταν χτύπησαν την πόρτα της και της τα πήγαν, η κοπέλα έμεινε έκπληκτη. Της είπαν ότι αυτά σού τα στέλνει η βασίλισσα.
–Μα, λέει, δε μπορεί να μου τα ’στειλε σε μένα, αφού ούτε καν με ξέρει. Κάποιο λάθος έχει γίνει.
–Όχι, όχι, λέει, δεν έγινε λάθος. Αυτή είναι η διεύθυνση, ήρθαμε σωστά. Σε σένα τα στέλνει.
Η κοπέλα τα δέχτηκε. Μη έχοντας άλλη επιλογή, τα δέχτηκε. Τα ’βαλε στο δωμάτιό της, εντωμεταξύ συνέχιζε τη δουλειά της και συνέχιζε το στιχάκι αυτό. Κάθε βράδυ να το λέει όταν χασμουριώταν, όταν της ερχόταν ο ύπνος.
Οι κακές γειτόνισσες εν τω μεταξύ, ενώ περίμεναν ότι θα έχει κάποια τιμωρία από τη βασίλισσα και είδαν ότι δεν έγινε τίποτα, σηκώθηκαν και πήγαν πάλι στη βασίλισσα, λέγοντας αυτή τη φορά ότι η κοπέλα αυτή, που της έστειλες τα πράγματα, που ήρθαμε και σου είπαμε έτσι κι έτσι, ότι την επισκέπτεται ο γιος σου, είναι έγκυος. Εμείς την είδαμε κι είναι έγκυος απ’ το γιο σου.
Η βασίλισσα πάλι δεν είπε τίποτα, πάλι δεν θύμωσε. Απλά κατέγραψε την ημερομηνία και άρχισε να μετράει τους μήνες. Όταν πίστεψε ότι η κοπέλα θα κόντευε να γεννήσει, έστειλε πάλι τους ανθρώπους της και την πήγαν μπόγους με ρούχα. Χτύπησαν την πόρτα, άνοιξε πάλι η κοπέλα, της είπαν,
αυτά σού τα στέλνει η βασίλισσα.
Αυτή τα πήρε, τα άνοιξε και, όταν είδε ότι τα περισσότερα ήταν μωρουδιακά, απόρησε και είπε: Αυτά τι να τα κάνω εγώ; Δε μου χρειάζονται, δεν έχω μωρό παιδί. Οι άλλοι είπαν, εμείς δεν ξέρουμε τίποτα, εμάς μας είπε να σου τα φέρουμε.
Όταν πέρασε πάλι λίγο διάστημα, η βασίλισσα υπολόγισε ότι η κοπέλα θα έχει
γεννήσει, θα έχει γεννηθεί πια το παιδί του γιου της, και στέλνει ξανά τους έμπιστούς της να παν να φέρουν στο παλάτι την ίδια την κοπέλα μαζί με το μωρό. Πήγαν αυτοί και της είπαν, έχουμε εντολή απ’ τη βασίλισσα να σε πάμε στο σπίτι μαζί με το παιδί σου.
–Μα εγώ, λέει, δεν έχω κανένα παιδί.
–Α, αυτό η βασίλισσα δεν το δέχεται, εμείς δεν ξέρουμε τίποτα, εμάς η βασίλισσα μας είπε να σε πάμε μαζί με το μωρό κι εμείς θα σε πάμε μαζί με το μωρό.
Τι να κάνει λοιπόν η καημένη, τους έβγαλε έξω να περιμένουν, κι άρχισε, δεν ήξερε τι να κάνει, φτιάχνει μια κούκλα με τα πανιά και με ό,τι διέθετε μέσα στο φτωχικό δωμάτιο, με το μαλλί που έγνεθε· τη στολίζει από πάνω, της φοράει τα ωραία μωρουδιακά που της είχε στείλει η βασίλισσα, το παίρνει στην
αγκαλιά της περίλυπη και ξεκίνησε μαζί με τους ανθρώπους της βασίλισσας για το παλάτι.
Όταν πλησίαζαν το παλάτι την είχε κόψει ψιλός ιδρώτας την καημένη απ’ το φόβο της. Τι θα ’κανε, πού θα πήγαινε με την κούκλα αυτή στη βασίλισσα; Αλλά, έλα ντε που η χρυσή της μοίρα δούλευε υπέρ της. Και όταν μπήκαν μέσα στο δωμάτιο της βασίλισσας, λέει, το πάνινο μωρό που κρατούσε στα χέρια της έγινε αληθινό. Κι όχι μόνο έγινε αληθινό αλλά ήταν και φτυστός ο Ύπνος, ο γιος της βασίλισσας, ο διάδοχος. Η βασίλισσα έμεινε βαθιά
συγκινημένη, έμεινε άφωνη βλέποντας το εγγόνι και αποφάσισε να την κρατήσει τη φτωχιά κοπέλα στο παλάτι και να την παντρέψει με τον γιο της.
Κι έτσι, παρά την κακία των γειτόνων της, η μοίρα της φτωχιάς κοπέλας ήταν τέτοια, που οι κακίες του κόσμου της βγήκαν σε καλό κι έγινε βασίλισσα κι έζησε αυτή καλά κι εμείς καλύτερα.

Αφήγηση: Ειρήνη Καμπάνη – Λουτρόπολη Θερμής
Από τους γονείς της, Παναγιώτη και Μαρία Καρανικόλα

Πηγή: «Παραμύθια κάτω από την ελιά» Παραδοσιακά παραμύθια της Λέσβου
Καταγραφή: Ταξιάρχης Μπεληγιάννης & Γιώργος Ιωάννου για την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου και την Α.Μ.Κ.Ε. «Θέατρο η ζωή μου» στο πλαίσιο του φεστιβάλ αφήγησης «Παραμύθια κάτω από την ελιά»