Change Text Size
+ + + + +
Το κοράκι που μπήκε στο πόδι του ένα αγκάθι

(Τουρκία)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοράκι. Πότε περπατούσε στους κάμπους, πότε κούρνιαζε στα δέντρα, πότε πετούσε στον ουρανό. Μια μέρα, μπήκε ένα αγκάθι στο πόδι του κορακιού. Το 'βγαλε από το πόδι του και το έδωσε σε μια γριά, λέγοντας:
Να σε χαρώ, γιαγιακούλα μου, σε παρακαλώ φύλαξε αυτό το αγκάθι. Θα  'ρθω αργότερα να το πάρω. Η γριά έβαλε το αγκάθι πάνω στο τζάκι. Περίμενε μια μέρα, περίμενε δυο μέρες, καμιά είδηση απ' το κοράκι. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Ένα βράδυ, η γριά πήγε ν' ανάψει το λυχνάρι. Είδε πως το φιτίλι ήταν κοντό. Σκέφτηκε η γυναίκα να τραβήξει το φιτίλι με το αγκάθι για να το μακρύνει. Με το τράβηγμα, όμως, κάηκε το αγκάθι από τη φλόγα του λυχναριού. Την ώρα που καιγόταν το α­γκάθι και γινόταν στάχτη, να σου, έκανε «πιρρ», και παρουσιάστηκε το κοράκι.

Γιαγιακούλα μου, είπε, ήρθα να πάρω το αγκάθι.
- Αχ παιδάκι μου,  είπε η γριά,  την ώρα που προσπαθούσα να μακρύνω το φιτίλι του λυχναριού, το αγκάθι σου κάηκε, έγινε στάχτη.
- Καλά, γιαγιακούλα μου, δε θυμάσαι που σου είχα πει ότι θα 'ρθω να πάρω το αγκάθι μου; Η γριά δεν έδωσε σημασία στα λόγια του κορακιού. Το κοράκι δεν έφευγε. Πήγε και στάθηκε στο παράθυρο και άρχισε να κλαψουρίζει:
Ή το λυχνάρι ή το αγκάθι! Ή το λυχνάρι ή το αγκάθι!
Ώρες ολόκληρες κλαψούριζε το κοράκι, λέγοντας τα παραπάνω λόγια.
Βλέποντας η γριά ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με το κοράκι, του 'δωσε το λυχνάρι. Έτσι, βρή­κε την ησυχία της.
«Πιρρ» έκανε το κοράκι και πέταξε. Πήγε σε μια άλλη γριά και της έδωσε να φυλάξει το λυχνάρι.
Καθώς πήγαινε το βράδυ η γριά ν' αρμέξει τη γε­λάδα της, είπε απ' το νου της:
Να πάρω το λυχνάρι του κορακιού μαζί μου. Θα φέξει ο στάβλος και θα κάνω καλύτερα τη δουλειά μου. Έβαλε το λυχνάρι πίσω από τη γελάδα και άρχισε να την αρμέγει. Στο μεταξύ η γελάδα δίνει μια κλο­τσιά και το λυχνάρι γίνεται θρύψαλα. Την ίδια στιγμή, να σου, με ένα «πιρρ», φάνηκε το κοράκι.
- Αχ κοράκι μου, είπε η γριά, η γελάδα με μια κλοτσιά έσπασε το λυχνάρι.
- Αφού είναι έτσι, να μου δώσεις στη θέση του τη γελάδα, είπε το κοράκι.
Η γριά δεν έδωσε σημασία στο κοράκι. Τότε το κοράκι κάθισε στο παράθυρο και άρχισε να κλαψουρίζει:
Ή το λυχνάρι ή τη γελάδα! Ή το λυχνάρι ή τη γελάδα!
Ώρες ολόκληρες κλαψούριζε το κοράκι. Της είχε πρήξει πια το συκώτι της γριάς. Δε βάσταξε η καη­μένη, και για να γλιτώσει από το κοράκι, του 'δωσε τη γελάδα.
Το κοράκι πήρε τη γελάδα και την έδωσε σε μια άλλη γριά.
Να σε χαρώ, γιαγιακούλα μου, της είπε. Κάνε μου τη χάρη και φύλαξε αυτή τη γελάδα. Θα περά­σω σε λίγο να την πάρω.
Πήρε η γριά τη γελάδα και την έβαλε στο στάβλο. Περίμενε μια μέρα, περίμενε δυο μέρες, πού να φανεί το κοράκι! Πέρασαν τρεις μέρες, καμιά είδηση από το κοράκι. Εκείνες τις μέρες πάντρευε η γριά το γιο της.
Να σφάξω τη γελάδα, είπε, για το τραπέζι του γάμου. Έσφαξε η γριά τη γελάδα. Μαγείρεψε με το κρέας νόστιμα φαγητά. Την ώρα που τρώγανε οι καλεσμένοι την τελευταία μπουκιά του πιλαφιού με το κρέας της γελάδας, να σου, μ' ένα «πιρρ», φάνηκε το κοράκι
- Γιαγιακούλα μου, ήρθα να πάρω τη γελάδα μου, είπε.
- Ποια γελάδα σου, καλέ; Τη φάγαμε κιόλας. Τρεις μέρες σε περίμενα και δε φάνηκες. Της λέει τότε το κοράκι:
Αφού δε μου δίνεις τη γελάδα, δώσ' μου στη θέση της τη νύφη. Η γριά τα 'χασε με την παράλογη απαίτηση του κορακιού, και φυσικά αδιαφόρησε. Το κοράκι κάθισε στο παράθυρο και άρχισε να κλαψουρίζει:
Ή τη γελάδα ή τη νύφη! Ή τη γελάδα ή τη νύφη!
Το κοράκι έκλαιγε ώρες ολόκληρες και δεν είχε σκοπό να φύγει, αν δεν έπαιρνε τη νύφη. Αναγκαστήκανε στο τέλος να δώσουν τη νύφη στο κοράκι. Την ώρα που πήγαινε το κοράκι με τη στολισμένη νύφη, αντάμωσε στο βουνό ένα βοσκό που έπαιζε τη φλογέρα του. Ο σκοπός της φλογέρας άρεσε πολύ στο κοράκι. Λέει του Μόσχου:
- Αν μου δώσεις τη φλογέρα, σου, θα σου δώσω κι εγώ τη νύφη.
- Πολύ καλά, είπε ο βοσκός. Έδωσε τη φλογέρα ο βοσκός και πήρε τη νύφη. Κι αμέσως το κοράκι άρχισε να παίζει τη φλογέρα:
Έδωσα το αγκάθι και πήρα το λυχνάρι,
Έδωσα το λυχνάρι και πήρα τη γελάδα,
Έδωσα τη γελάδα και πήρα τη νύφη
Έδωσα τη νύφη και πήρα τη φλογέρα
Τραλαλά, τραλαλά, τραλαλά λαλά...
Παίζοντας τη φλογέρα του και χορεύοντας, γύρισε όλο τον κόσμο το πονηρό κοράκι.

Πηγήhttp://www.onlineyunanca.com