Change Text Size
+ + + + +
Η Θοδώρα

(Κρήτη)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δυο βασιλιάδες που είχαν γειτονικά βασίλεια. Ο ένας είχε  πλούσιο βασίλειο και πολλούς στρατιώτες. Είχενε κι έναν γιο που το όνομά του ήταν φημισμένο σε όλα τα βασίλεια για την καλοσύνη, την ανδρεία και για πολλά ακόμα χαρίσματα. Ο άλλος βασιλιάς είχε μικρότερο βασίλειο, λίγες δυνάμεις και τρεις θυγατέρες.
Κάποτε ο πλούσιος βασιλιάς αποφάσισε να ενώσει τα δύο βασίλεια για να γίνει ακόμη δυνατότερος. Μπορούσε με ευκολία να το καταφέρει. Έτσι κάποια μέρα έστειλε μήνυμα στον βασιλιά του μικρού βασιλείου και του ζητούσε να του παραδώσει το βασίλειο του με το καλό, χωρίς αντίσταση και έτσι θα γινόταν άρχοντας με πολλές εξουσίες.
Αντίθετα αν το αρνιότανε θα του κήρυττε πόλεμο και θα τον κατακτούσε. Ακόμη θα έκανε αυτόν και την οικογένειά του σκλάβους.

Το μήνυμα τάραξε τόσο πολύ τον βασιλιά που σηκώθηκε από τον χρυσό θρόνο που καθότανε και έπεσε σαν κουρέλι στον μπρούτζινο, καθώς αναλογιζόταν το πρόβλημά του. Πρέπει να αναφερθεί ότι ο βασιλιάς αυτός είχε τρεις θρόνους. Έναν χρυσό που σε αυτόν καθότανε όταν ήταν χαρούμενος, έναν ασημένιο που καθότανε όταν ήταν σε ήρεμη κατάσταση και έναν μπρούτζινο που καθότανε όταν είχε δύσκολες υποθέσεις.

Σε λίγη ώρα κατέβηκε η μεγάλη του κόρη να τον καλημερίσει, όπως συνήθιζε κάθε μέρα κι αυτή και οι αδερφές της. Μόλις τον είδε καθισμένο στην μπρούτζινη καρέκλα, τον ρώτησε ανήσυχη: 
- Πατέρα, βασιλιά μου πολυχρονεμένε, τι έχεις και κάθεσαι στην καρέκλα της στεναχώριας; 
- Αχ κόρη μου, πρωτογονάτη, αγαπημένη. Μεγάλη και δύσκολη στιγμή για το βασίλειο μας τούτη που μας βρήκε. Πολύ σοβαρό μαντάτο πήρα σήμερα από τον γειτονικό μας βασιλιά: ή να του παραδώσουμε το βασίλειό μας και να μας αφήσει να ζήσουμε σαν άρχοντες ή θα μας κηρύξει πόλεμο, να μας κάνει όλους σκλάβους.
- Ε για τούτο το πράμα στεναχωριέσαι πατέρα; Θέλει καθόλου σκέψη; Όπως ξέρουμε καλά αυτός είναι πολύ δυνατότερός μας και θα πάρει το βασίλειό μας με τον πόλεμο. Καλύτερα λοιπόν να του το παραδώσεις και δεν πειράζει που δεν θα είσαι βασιλιάς. Θα είσαι ο πρώτος άρχοντας κι εμείς αρχοντοπούλες. Ίσα είναι αυτό από το να γίνουμε σκλάβοι; Δεν χρειάζεται μου φαίνεται σκέψη. Να του μηνύσεις πως θα του παραδώσεις το βασίλειό μας χωρίς πολέμους. 
- Όχι κόρη μου. Αυτό δεν θα το κάμω ποτέ. Θα πουλήσω όλους τους θησαυρούς μου και του παλατιού, ακόμα και των εκκλησιών. Θα συγκεντρώσω όλα τα χρήματα του βασιλείου μου και θα κάνω δυνατό στρατό και πολεμοφόδια να αντισταθώ στον εχθρό μας. Πρέπει όλοι να πολεμάμε για την πατρίδα μας…
- Τι είναι αυτά που λες πατέρα; Εμένα και τις αδερφές μου δεν μας σκέφτεσαι καθόλου; Αντί να φροντίσεις να ετοιμάσεις την καλύτερη προίκα για μας και πρώτα πρώτα για μένα, που είμαι η μεγαλύτερη, να βρεις κάποιο βασιλόπουλο να με παντρέψεις, λογαριάζεις να μας κάνεις όλους σκλάβους του διπλανού βασιλείου;

Αυτά κι άλλα πολλά έλεγε η βασιλοπούλα στον πατέρα της προσπαθώντας να τον πείσει να κάνει το θέλημά της. Αφού είδε ότι δεν μπορούσε να του αλλάξει γνώμη, έφυγε με θυμούς και κλάματα. Σε λίγο κατέβηκε η δεύτερη κόρη, η οποία αντέδρασε με τον ίδιο τρόπο στο άκουσμα του κακού μαντάτου: 
- Καλό είναι και το αρχοντιλίκι πατέρα. Έτσι κι αλλιώς το βασίλειό μας δεν πρόκειται να το γλιτώσεις. Απέφυγε λοιπόν αυτό τον πόλεμο που θα καταστρέψει κι εμάς και τον τόπο μας, για να μην γίνουμε φτωχοί και σκλάβοι.

Ο πατέρας της απάντησε με τον τρόπο που απάντησε και νωρίτερα στην μεγάλη του κόρη και η μεσαία έφυγε με κλάματα και μοιρολόγια. Βρήκε την μεγάλη της αδερφή και παρηγορούσαν η μία την άλλη.

Ύστερα από λίγο κατεβαίνει και η μικρή κόρη και όταν τον ρώτησε για την αιτία της λύπης του, της είπε: 
- Αχ κόρη μου, πως θα σου το πω και σένα, που θα στενοχωρεθείς και θα σε δω να κλαις και να παρακαλείς, σαν τις αδερφές σου  για κάτι που δεν μπορώ, όσο κι αν σας αγαπώ, να σας κάνω το χατίρι. 
- Τι είναι αυτό πατέρα μου; Πες μου σε παρακαλώ, γιατί με κάνεις να αγωνιώ…

Ο πατέρας της εξήγησε το πρόβλημα και αυτή απευθείας απάντησε: 
- Φτάνει πατέρα. Δεν πρόκειται να παραδώσουμε ποτέ την πατρίδα. 
- Και βέβαια παιδί μου, θα πολεμήσουμε, αφού χρησιμοποιήσουμε όλους τους θησαυρούς για τις στρατιωτικές μας δυνάμεις και θα απαντήσουμε στον κακό μας γείτονα να έρθει, αν μπορεί, να πάρει την χώρα μας με πόλεμο.
- Μα γιατί να ανοιχτούμε, πατέρα, σε πόλεμο που τόσα κακά φέρνει στον τόπο και τους ανθρώπους; Να του ζητήσεις να μονομαχήσουμε κι όποιος βγει νικητής παίρνει το βασίλειο του άλλου. 
- Ναι κόρη μου, καλύτερος τρόπος είναι αυτός, αλλά εγώ δεν έχω γιο να του ζητήσω μονομαχία…
- Έχεις εμένα την Θοδώρα σου πατέρα μου. Εγώ θα ντυθώ άντρας και θα μονομαχήσω με τον γιο του βασιλιά. Έχω ελπίδα και πίστη ότι θα τον νικήσω και θα υπερασπιστώ επάξια την τιμή μας. Από τούτη την στιγμή με λένε Θοδωρή. 
- Αδύνατο, γενναία και αγαπημένη μου βασιλοπούλα. Δεν θα σε αφήσω ποτέ να κινδυνεύσεις τόσο. Θα κάνουμε πόλεμο, δεν μας μένει άλλος δρόμος.

Μετά όμως, από μεγάλη της επιμονή έπεισε τον πατέρα της να την αφήσει. Έστειλε λοιπόν μήνυμα του γειτονικού βασιλιά να προτιμήσει να μονομαχήσουν οι γιοι τους για να μην υποβληθούν στις θυσίες και τα κακά του πολέμου. Ο άλλος βασιλιάς δέχτηκε με μεγάλη χαρά, γιατί πίστευε ότι ο γιος του είναι ασύγκριτα δυνατός.

Η Θοδώρα ντύθηκε ανδρικά και ζήτησε την ευχή του πατέρα της λίγο πριν τον αγώνα. Εκείνος με δάκρυα στα μάτια έδωσε μέσα από την καρδιά του την ευχή στην γενναία βασιλοπούλα. Ο Θοδωρής ετοιμάστηκε μαζί με όλους, τον βασιλιά, την συνοδεία, τις σάλπιγγες  για τον μεγάλο αγώνα. Αμέσως ξεπήδησε μπροστά της ένα σκυλάκι, με ανθρώπινη λαλιά που κανείς άλλος εκτός από αυτήν δεν το έβλεπαν ή το άκουγαν. Το σκυλάκι λοιπόν ανέβηκε μαζί με τον Θοδωρή στο άλογο και μαζί με την συνοδεία φτάσανε στον τόπο της μονομαχίας. Εκεί περίμεναν παραταγμένοι ο άλλος βασιλιάς με τον γιο του και την ακολουθία του. Όλοι πήραν ορισμένη θέση και οι δυο νέοι χαιρετίστηκαν στον χώρο. Κάποια στιγμή δόθηκε το σύνθημα κι άρχισαν την μονομαχία. Και τα δυο βασιλόπουλα ήταν γενναία και πολύ γυμνασμένα και έτσι πότε υπερτερούσε ο ένας και πότε ο άλλος. Όλοι παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα. Ο Θοδωρής ήταν πιο επιθετικός, γιατί πλάι του, μπροστά του και γύρω του έτρεχε το σκυλάκι και τον ενθάρρυνε. Κάποια στιγμή η Θοδώρα πέτυχε το βασιλόπουλο στο στήθος, όσο μπορούσε πιο ελαφρά. Το αίμα άρχισε να τρέχει και να ποτίζει τα ιδρωμένα ρούχα του. Προσπάθησε να κρατηθεί αλλά σύντομα λύγισε κι έπεσε κάτω. Πέταξε η Θοδώρα το σπαθί της κι έτρεξε κοντά του. Του μίλησε με λόγια ενθαρρυντικά και περιποιήθηκε την πληγή του. Ωστόσο η μάχη είχε κριθεί.

Απογοητευμένος ο πλούσιος βασιλιάς πήγε με τον πληγωμένο και ταπεινωμένο γιο, και τους ανθρώπους του προς το παλάτι τους. Λίγα μέτρα πιο κάτω ακολουθούσαν η Θοδώρα με την δική της συνοδεία για να παραλάβει το βασίλειο του νικημένου βασιλιά.

Η Θοδώρα επέτρεψε την παραμονή του βασιλόπουλο στο παλάτι του, όσο κι να χρειαστεί, μέχρι να γίνει καλά και παρακολουθούσε με αγωνία την υγεία του. Όλοι αναγνώρισαν στον Θοδωρή την ευγένεια και την γενναιοδωρία του, παρόλο που ήταν εχθρός. Μάλιστα η Θοδώρα και το βασιλόπουλο συνδεθήκαν με μια δυνατή φιλία. Περνούσαν πολλές ώρες μαζί και ο αποχωρισμός κάθε φορά τους προκαλούσε λύπη. Για την Θοδώρα ήταν προφανές ότι αγαπούσε το βασιλόπουλο, αλλά για εκείνον αποτελούσε μυστήριο που έτρεφε τόσο όμορφα αισθήματα για ένα άτομο που γνώρισε υπό τόσο άσχημες συνθήκες. Κάποια μέρα το υποψιάστηκε και είπε στον πατέρα του: 
- Πατέρα, το βασιλόπουλο που φιλοξενούμε τόσες μέρες και δεν βιάζεται να παραλάβει αυτό που κέρδισε ή να φύγει δεν είναι άντρας, αλλά γυναίκα. Κάθε μέρα το καταλαβαίνω καλύτερα. 
- Πάψε βασιλόπουλο. Μην λες ανοησίες. Μεγάλο λάθος έχεις κάνει γιε μου. Μην το ξαναπείς και σε ακούσει η Δωδεκάδα μας και προσβληθούμε περισσότερο.
- Κι όμως πατέρα, Θοδωρή θωριά δεν έχει. Κοπελιάς ανάβλεμμα ‘χει. 
- Τι να σου πω τώρα; Πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε. Τώρα που μπορείς να περπατήσεις, πάνε να του δείξεις τους θησαυρούς του παλατιού μας. Να του πεις ότι είναι ελεύθερος να πάρει όποιον θέλει. Αν διαλέξει κόσμημα και διαμαντικά είναι γυναίκα, όπως υποψιάζεσαι. Αν πάρει όπλα είναι άντρας και τα άλλα είναι της φαντασίας σου.

Το σκυλάκι, η ευχή του πατέρα της Θοδώρας, που τριγύριζε αόρατο κοντά τους, έτρεξε και τα είπε στην Θοδώρα. Έτσι λοιπόν, εκείνη αδιαφόρησε επιδεικτικά για τα χρυσαφικά και τα πολύτιμα πετράδια, αλλά κοίταζε, έπιανε και δοκίμαζε τα όπλα. Ως αναμνηστικό, επομένως, για τις μέρες της φιλίας τους διάλεξε ένα ωραίο σπαθί με χρυσή λαβή. Αφού το βασιλόπουλο διηγήθηκε αυτά στον πατέρα του, εκείνος του είπε: 
- Είδες που έκανες μεγάλο λάθος και φαντάστηκες ότι είναι γυναίκα; Η ομορφιά και η λεπτότητα, καθώς και η ευγένειά του σε παραπλάνησαν. 
- Κι όμως πατέρα, εγώ έχω πάλι τις αμφιβολίες μου…
- Πάρε τον να κοιμηθείτε ένα βράδυ μαζί στο δωμάτιό σου και τότε πια δεν θα σου μείνει καμιά αμφιβολία. 
- Καλά λες. Απόψε κιόλας θα του προσφέρω την φιλοξενία μου.

Το σκυλάκι άκουσε πάλι την συζήτηση και έτρεξε να τα πει στην Θοδώρα, η οποία ανησύχησε πολύ. Το σκυλάκι την βοήθησε λέγοντας: 
- Μην στεναχωριέσαι Θοδώρα. Μπορώ να πάρω την μορφή σου και να ξαπλώσω εγώ για σένα με το βασιλόπουλο.

Έτσι κι έγινε. Το ίδιο βράδυ όμως η Θοδώρα δεν άντεξε να συνεχίσει αυτό το παιχνίδι, αλλά αποφάσισε να φύγει. Πήρε ένα χαρτί και έγραψε: 
«Θοδώρα μπήκα στη σειρά, Θοδώρα την εβγήκα 
και φάσκελα του βασιλιά, μα κερδισμένη βγήκα». 
Το πρωί το βασιλόπουλο συναντήθηκε με τον πατέρα του και του είπε ότι είναι άντρας ο Θοδωρής, αλλά πάλι δεν μπορούσε να του ξεκολλήσει η ιδέα από το μυαλό. Σηκώθηκε να βρει τον Θοδωρή, αλλά δεν τον έβλεπε πουθενά και τον ζήτησε στην κάμαρά του. Εκεί μέσα, πάνω στο τραπεζάκι  είδε το γράμμα που άφησε η Θοδώρα και το διάβασε. Το έσφιξε πάνω στην καρδιά του και αμέσως πήδηξε στο άσπρο του άλογο. Έτρεχε σαν αστραπή στους κάμπους και τα λαγκάδια για να φτάσει στο παλάτι του πατέρα της Θοδώρας.

Χάρηκαν όλοι στο παλάτι το αντάμωμα των δύο νέων. Έγιναν γάμοι και γλέντια και στις δύο πολιτείες που διήρκησαν πολλές μέρες. Πήρε το βασιλόπουλο τη Θοδώρα στο βασίλειό του κι έμεινε ο κάθε βασιλιάς στον τόπο του και περάσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

(Κρητικό παραμύθι δοσμένο το 1983 από τη Σκεύω Ν. Παχάκη-Δημογέροντα, ετών 73. Το είχε μάθει στα παιδικά της χρόνια από την γιαγιά της).
Πηγή: http://paramythades.org