Το όνειρο.
(Στερεά Ελλάδα)
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια οικογένεια που είχε τέσσερα παιδιά. Ένα βράδυ ο πατέρας είπε στα παιδιά του να κάνουν την προσευχή τους και να πέσουνε να κοιμηθούνε για να ιδούνε τι όνειρο θα έβλεπε ο καθένας τους. Το πρωί σηκωθήκανε τα παιδιά από τον ύπνο και το καθένα έλεγε τι είδε την νύχτα.
Ήρθε και η σειρά του τελευταίου γιου να πει το όνειρο του. "Εγώ", είπε το παιδί, "πατέρα, είδα απόψε στον ύπνο μου ότι ήμουνα πλούσιος, και εσύ πατέρα μου έρριχνες νερό να πλυθώ και η μάνα μου μου κράταγε την πετσέτα για σκουπιστώ". Ο πατέρας τότε θύμωσε και φώναξε:
"Πιάστε τον να τον σφάξετε και να μου δώσετε το αίμα του να το πιω". Το παιδί άρχισε να τρέχει όσο μπορούσε πιο γρήγορα για να μην τον πιάσουνε, κουράστηκε όμως και τον φτάσανε τα άλλα του αδέλφια. Τότε αυτός τους λέει: "Αφήστε με, μη με σκοτώνετε, αν με λυπόσαστε και κόψτε μου μόνο το μικρό μου δάχτυλο για να τρέξει αίμα και να το πάτε του πατέρα μέσα σε ένα μπουκάλι". Τότε τα αδέλφια τον λυπηθήκανε και κάνανε όπως τους είπε. Αφού γεμίσανε το μπουκάλι με αίμα γυρίσανε σπίτι και το πήγανε του πατέρα, που νόμισε ότι σφάξανε το παιδί του.
Το παιδί περπάτησε, περπάτησε και έφτασε σε ένα μέρος που ήτανε ένας γέρος και είχε μερικά πρόβατα σε ένα μαντρί. "Καλησπέρα παπούλη", του είπε, "με θέλεις κι εμένα εδώ να σου φυλάω τα πρόβατα;" "Σε θέλω παιδί μου", είπε ο γέρος που ήτανε και τυφλός, γιατί τα μάτια του του τα είχανε πάρει οι νεράιδες. Κάθησε λοιπόν το παιδί και κάθε μέρα πήγαινε στη βοσκή τα πρόβατα του Αϊ-Νικόλα, γιατί αυτός ήτανε ο γέρος.
Μια ημέρα ο γέρος περίμενε-περίμενε να γυρίσει ο πιστικός του από τη βοσκή, αυτός όμως ούτε φαινότανε καθόλου. Άρχισε τότε αυτός σιγά-σιγά να αρμέγει τα πρόβατα, στεναχωρημένος όπως ήτανε δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Το παιδί, καθώς γύριζε στο μαντρί με το κοπάδι, του παρουσιάστηκαν τρεις όμορφες κοπέλες σαν το κρύο το νερό, ροδοκόκκινες σαν την καλοκαιριάτικη αυγή. "Παλικάρι, ξέρεις τι θέλουμε εμείς από σένα;" του λένε. "Και που θέλετε να ξέρω εγώ τι θέλετε", τους λέει αυτός. "Να, εσύ να παίξεις το καλάμι σου και εμείς να χορεύουμε. Και σα κουραστούμε να μας κάνεις ό,τι θέλεις, και σα κουραστείς εσύ, να σου κάνουμε εμείς ό,τι θέλουμε". "Καλά", τους λέει το παιδί και άρχισε να παίζει το καλάμι. Έπαιζε-έπαιζε και αυτές χορεύανε. Άρχισε να πέφτει ο ήλιος και αυτές ακόμη χορεύανε. Όσο στο τέλος κουραστήκανε. "Πες μας τώρα τι θέλεις", του λένε αυτές. "θέλω να μου δώσετε τα μάτια του παπού", είπε. Τότε αυτές του δώσανε δύο μήλα. Και του είπανε αυτά είναι τα μάτια. Τα πήρε το παιδί και ήρθε γιομάτος χαρά στο μαντρί. Ο γέρος ακόμη άρμεγε τα πρόβατα. "Να, παπούλη", του λέει, "φάγε αυτό το μήλο. Μήπως βλέπεις λιγουλάκι;" "Ναι, άρχισα λίγο". "Να, φάγε και αυτό, μήπως ακόμη πιο πολύ;" "Βλέπω καλά" του λέει. "Και τώρα, τι καλό θέλεις από μένα να σου κάνω;" "Να με στείλεις πίσω σπίτι μου". Του ετοιμάζει ο γέρος ένα άλογο και του 'δώσε και πολλά, μα πάρα πολλά λεφτά.
Καβαλίκεψε το παιδί και γύρισε στο σπίτι του. Εκεί δεν το γνώρισε κανείς. Ο πατέρας και η μάνα του τον νομίσανε για κανένα πλούσιο άρχοντα και άρχισαν να τον περιποιούνται, ο πατέρας του έρριξε νερό και η μάνα του του κράταγε την πετσέτα να σκουπιστεί. Αφού τον είδανε έτσι πλούσιο, αποφασίσανε να τον κάνουνε και γαμπρό στην κόρη τους.
"Καλά", είπε αυτός, "δέχουμε να πάρω την κόρη σας". Το βράδυ όμως όταν πέσανε να κοιμηθούνε, αυτός έβαλε ανάμεσα τους ένα δίκοπο μαχαίρι. "Αν κουνηθείς εσύ" της είπε, "να σε κόψει και αν κουνηθώ εγώ να με κόψει εμένα". Πέρασε η νύχτα και το πρωί η νύφη το είπε στους γονείς της αυτό που έγινε. Τότε αυτοί τον ρωτήσανε γιατί το έκανε αυτό. Τότε αυτός τους έδειξε το κομμένο δάχτυλο και έτσι φανερώθηκε ποιος ήτανε.
Παραλλαγή που συλλέχτηκε από τη Μαρία Σαμπάνη στη Στεφάνη Θηβών. Ο αφηγητής ήταν 82 ετών.
Γεωργίου Α. Μέγα. Κατάλογος ελληνικών παραμυθιών. Άννα Αγγελοπούλου - Αίγλη Μπρούσκου. Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών.
(Στερεά Ελλάδα)
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια οικογένεια που είχε τέσσερα παιδιά. Ένα βράδυ ο πατέρας είπε στα παιδιά του να κάνουν την προσευχή τους και να πέσουνε να κοιμηθούνε για να ιδούνε τι όνειρο θα έβλεπε ο καθένας τους. Το πρωί σηκωθήκανε τα παιδιά από τον ύπνο και το καθένα έλεγε τι είδε την νύχτα.
Ήρθε και η σειρά του τελευταίου γιου να πει το όνειρο του. "Εγώ", είπε το παιδί, "πατέρα, είδα απόψε στον ύπνο μου ότι ήμουνα πλούσιος, και εσύ πατέρα μου έρριχνες νερό να πλυθώ και η μάνα μου μου κράταγε την πετσέτα για σκουπιστώ". Ο πατέρας τότε θύμωσε και φώναξε:
"Πιάστε τον να τον σφάξετε και να μου δώσετε το αίμα του να το πιω". Το παιδί άρχισε να τρέχει όσο μπορούσε πιο γρήγορα για να μην τον πιάσουνε, κουράστηκε όμως και τον φτάσανε τα άλλα του αδέλφια. Τότε αυτός τους λέει: "Αφήστε με, μη με σκοτώνετε, αν με λυπόσαστε και κόψτε μου μόνο το μικρό μου δάχτυλο για να τρέξει αίμα και να το πάτε του πατέρα μέσα σε ένα μπουκάλι". Τότε τα αδέλφια τον λυπηθήκανε και κάνανε όπως τους είπε. Αφού γεμίσανε το μπουκάλι με αίμα γυρίσανε σπίτι και το πήγανε του πατέρα, που νόμισε ότι σφάξανε το παιδί του.
Το παιδί περπάτησε, περπάτησε και έφτασε σε ένα μέρος που ήτανε ένας γέρος και είχε μερικά πρόβατα σε ένα μαντρί. "Καλησπέρα παπούλη", του είπε, "με θέλεις κι εμένα εδώ να σου φυλάω τα πρόβατα;" "Σε θέλω παιδί μου", είπε ο γέρος που ήτανε και τυφλός, γιατί τα μάτια του του τα είχανε πάρει οι νεράιδες. Κάθησε λοιπόν το παιδί και κάθε μέρα πήγαινε στη βοσκή τα πρόβατα του Αϊ-Νικόλα, γιατί αυτός ήτανε ο γέρος.
Μια ημέρα ο γέρος περίμενε-περίμενε να γυρίσει ο πιστικός του από τη βοσκή, αυτός όμως ούτε φαινότανε καθόλου. Άρχισε τότε αυτός σιγά-σιγά να αρμέγει τα πρόβατα, στεναχωρημένος όπως ήτανε δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Το παιδί, καθώς γύριζε στο μαντρί με το κοπάδι, του παρουσιάστηκαν τρεις όμορφες κοπέλες σαν το κρύο το νερό, ροδοκόκκινες σαν την καλοκαιριάτικη αυγή. "Παλικάρι, ξέρεις τι θέλουμε εμείς από σένα;" του λένε. "Και που θέλετε να ξέρω εγώ τι θέλετε", τους λέει αυτός. "Να, εσύ να παίξεις το καλάμι σου και εμείς να χορεύουμε. Και σα κουραστούμε να μας κάνεις ό,τι θέλεις, και σα κουραστείς εσύ, να σου κάνουμε εμείς ό,τι θέλουμε". "Καλά", τους λέει το παιδί και άρχισε να παίζει το καλάμι. Έπαιζε-έπαιζε και αυτές χορεύανε. Άρχισε να πέφτει ο ήλιος και αυτές ακόμη χορεύανε. Όσο στο τέλος κουραστήκανε. "Πες μας τώρα τι θέλεις", του λένε αυτές. "θέλω να μου δώσετε τα μάτια του παπού", είπε. Τότε αυτές του δώσανε δύο μήλα. Και του είπανε αυτά είναι τα μάτια. Τα πήρε το παιδί και ήρθε γιομάτος χαρά στο μαντρί. Ο γέρος ακόμη άρμεγε τα πρόβατα. "Να, παπούλη", του λέει, "φάγε αυτό το μήλο. Μήπως βλέπεις λιγουλάκι;" "Ναι, άρχισα λίγο". "Να, φάγε και αυτό, μήπως ακόμη πιο πολύ;" "Βλέπω καλά" του λέει. "Και τώρα, τι καλό θέλεις από μένα να σου κάνω;" "Να με στείλεις πίσω σπίτι μου". Του ετοιμάζει ο γέρος ένα άλογο και του 'δώσε και πολλά, μα πάρα πολλά λεφτά.
Καβαλίκεψε το παιδί και γύρισε στο σπίτι του. Εκεί δεν το γνώρισε κανείς. Ο πατέρας και η μάνα του τον νομίσανε για κανένα πλούσιο άρχοντα και άρχισαν να τον περιποιούνται, ο πατέρας του έρριξε νερό και η μάνα του του κράταγε την πετσέτα να σκουπιστεί. Αφού τον είδανε έτσι πλούσιο, αποφασίσανε να τον κάνουνε και γαμπρό στην κόρη τους.
"Καλά", είπε αυτός, "δέχουμε να πάρω την κόρη σας". Το βράδυ όμως όταν πέσανε να κοιμηθούνε, αυτός έβαλε ανάμεσα τους ένα δίκοπο μαχαίρι. "Αν κουνηθείς εσύ" της είπε, "να σε κόψει και αν κουνηθώ εγώ να με κόψει εμένα". Πέρασε η νύχτα και το πρωί η νύφη το είπε στους γονείς της αυτό που έγινε. Τότε αυτοί τον ρωτήσανε γιατί το έκανε αυτό. Τότε αυτός τους έδειξε το κομμένο δάχτυλο και έτσι φανερώθηκε ποιος ήτανε.
Παραλλαγή που συλλέχτηκε από τη Μαρία Σαμπάνη στη Στεφάνη Θηβών. Ο αφηγητής ήταν 82 ετών.
Γεωργίου Α. Μέγα. Κατάλογος ελληνικών παραμυθιών. Άννα Αγγελοπούλου - Αίγλη Μπρούσκου. Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών.