Change Text Size
+ + + + +
Οι βασιλοπούλες που έλιωναν τα σαντάλια τους.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε μείνει χήρος με τρεις κόρες. Κάθε βράδυ οι βασιλοπούλες ξάπλωναν στα κρεβάτια τους και έβγαζαν τα χρυσά τους σαντάλια, που ήταν ολοκαίνουρια κι αστραφτερά και κάθε πρωί τα έβρισκαν κουρελιασμένα και λιωμένα σαν να είχαν φορεθεί χρόνια και χρόνια. Η χώρα ολόκληρη υπέφερε από αυτό το κακό και βαριοί φόροι είχαν μπει μόνο και μόνο για να φτιάχνονται κάθε μέρα καινούρια ποδήματα για τις κόρες του βασιλιά.
Ο βασιλιάς έβγαλε ανακοίνωση ότι θα παντρέψει μια από τις κόρες του με όποιον βρει πού έλιωναν κάθε βράδυ οι βασιλοπούλες τα σαντάλια τους και θα του δώσει το μισό του βασίλειο. Πολλά αρχοντόπουλα ήρθαν να λύσουν το μυστήριο και περνούσαν τις μέρες τους στο παλάτι τρώγοντας και πίνοντας και με τις διασκεδάσεις τους μεγάλωναν τα έξοδα του παλατιού. Είδε κι απόειδε ο βασιλιάς και έβγαλε νέα διαταγή, πως όποιος δεν έβρισκε λύση σ’ αυτό το αίνιγμα μέσα σε τρεις μέρες θα του έκοβε το κεφάλι. Πολλά από τα βασιλόπουλα έφυγαν γρήγορα τότε από το παλάτι και τη χώρα του βασιλιά, και αυτά που έμειναν έχασαν το κεφάλι τους. Κάθε χρόνο όλο και κάποιος γιος βασιλιά ερχόταν να δοκιμάσει την τύχη του με τα σαντάλια των κοριτσιών, αλλά δυστυχώς έχανε κι αυτός το κεφάλι του.
Ένας στρατιώτης πάμφτωχος και πεινασμένος γυρνούσε από τον πόλεμο που είχε τελειώσει. Δεν είχε που να πάει, ούτε που να κοιμηθεί. Τα ρούχα του ήταν κουρέλια και τα πόδια του ήταν μαύρα από τις λά-σπες και σκληρά από το περπάτημα. Άκουσε για τις βασιλοπούλες και αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του γιατί δεν είχε τίποτα να χάσει, αντίθετα του φαινόταν υπέροχη ιδέα να φάει και να κοιμηθεί τρεις μέρες βασιλικά έστω και για μια φορά στη ζωή του. Στο δρόμο που πήγαινε βλέπει μια γριά καμπούρα και μισότυφλη να προσπαθεί να μεταφέρει ένα δεμάτι ξύλα ελιάς. Όταν έκανε να το σηκώσει της έπεφτε και ξεκίναγε πάλι από την αρχή να το μαζεύει. Ο στρατιώτης τη λυπήθηκε και έτρεξε
να την βοηθήσει. Μάζεψε τα ξύλα, τα πήρε στα χέρια του, πήρε και την γριά στην πλάτη του και την πήγε στο καλύβι της. Εκεί τη βοήθησε να κόψει τα ξύλα και ν’ ανάψει φωτιά.
«Σ’ ευχαριστώ παλικάρι μου», του είπε η γριά. «Πούθε έρχεσαι και πούθε πηγαίνεις;».
«Πάω να βρω πού λιώνουν οι βασιλοπούλες τα παπούτσια τους», απάντησε ο στρατιώτης.
«Πρόσεξε παιδάκι μου», ξανάπε η γριά, «οι βασιλοπούλες είναι μαγεμένες. Για να βρεις πού λιώνουν τα παπούτσια τους θα σου δώσω αυτή τη μαγική κάπα που θα σε κάνει αόρατο. Μάθε ακόμα πως θα σε κεράσουν κρασί, αλλά να μην το πιεις γιατί μέσα ρίχνουν ένα βοτάνι που θα σε κάνει να κοιμηθείς βαθιά. Και τέλος να ξέρεις ότι η μικρότερη από τις τρεις τους είναι αυτή που ξέρει τα περισσότερα μάγια».
«Και πώς θα σταματήσω τα μάγια, μάνα μου;» τη ρώτησε ο στρατιώτης.
«Πού πήγαν οι συμπολεμιστές σου;», τον ρώτησε η γριά χαμογελώντας.
Ο στρατιώτης ευχαρίστησε τη γριά, έβαλε στο δισάκι του την κάπα και συνέχισε τον δρόμο του. Σαν έφτασε στο παλάτι και είπε τι θέλει, οι φρουροί τον έδιωξαν με τις κλωτσιές.
«Να πείτε στο βασιλιά ότι με διώξατε αν σας βαστάει», είπε ο στρατιώτης θυμωμένος. «Εγώ μπορώ να βρω πού λιώνουν οι βασιλοπούλες τα σαντάλια τους».
Την άλλη μέρα όταν ξύπνησαν στο παλάτι δεν βρήκαν μόνο λιωμένα τα σαντάλια από τις κόρες του βασιλιά, αλλά και από όλες τις κοπέλες που έμεναν στο παλάτι. Σαν το άκουσε αυτό το στρατιώτης πήγε και πάλι στην είσοδο του παλατιού και ζήτησε να δει τον βασιλιά και πάλι οι φρουροί τον έδιωξαν. Την επόμενη μέρα, όταν ξημέρωσε, βρήκαν λιωμένα τα σαντάλια από τις κόρες του βασιλιά, από όλες τις κοπέλες που έ-μεναν στο παλάτι και από όλες τις θυγατέρες που έμεναν στα αρχοντόσπιτα του κάστρου. Ο στρατιώτης που είχε μάθει τα νέα πήγε ξανά στην
είσοδο του παλατιού και ζήτησε να δει τον βασιλιά και πάλι οι φρουροί τον έδιωξαν, αλλά αυτή τη φόρα δεν έφυγε. Πήγε λίγο πιο κάτω και ξάπλωσε στην σκιά ενός δέντρου.
Ο βασιλιάς ήταν στεναχωρημένος και δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε φωνάξει όλους τους στρατηγούς του και όλους τους σοφούς του παλατιού σε συμβούλιο. Τότε ο αρχηγός της φρουράς θυμήθηκε τον στρατιώτη.
«Πού είναι αυτός ο άνθρωπος;» ρώτησε ο βασιλιάς. «Να τον βρείτε και να τον φέρετε αμέσως μπροστά μου».
Και έτσι έγινε, φώναξαν τον στρατιώτη και τον έμπασαν στην αίθουσα του θρόνου.
«Θεέ μου, είναι πολύ βρώμικος», είπαν οι βασιλοπούλες που κάθονταν στα σκαλιά του θρόνου, κοντά στον πατέρα τους.
«Κοίτα τα πόδια του, είναι μαύρα σαν του κόρακα», είπαν οι κοπέλες του παλατιού.
«Είναι γεμάτος ψείρες», είπαν οι υπηρέτριες.
«Να τον πλύνετε και να τον ντύσετε», διέταξε ο βασιλιάς. «Απόψε το βράδυ θα φάει μαζί μου».
Το ίδιο βράδυ ο στρατιώτης έκατσε στο τραπέζι του βασιλιά μαζί με τις βασιλοπούλες. Ντυμένος και πλυμένος, έλαμπε από νιάτα κι ο-μορφιά και οι βασιλοπούλες τού χαμογελούσαν με χάρη. Έφαγε και ήπιε με την ψυχή του και έδειχνε σίγουρος για τον εαυτό του.
«Έχεις τρεις μέρες να βρεις που λιώνουν οι βασιλοπούλες τα σαντάλια τους, αλλιώς ο δήμιος θα σου πάρει το κεφάλι», είπε ο βασιλιάς και έδειξε προς την πόρτα όπου στεκόταν ένας πανύψηλος φρουρός με ένα πελέκι.
Την νύχτα τον στρατιώτη τον βάλανε να κοιμηθεί σε μια κάμαρα έξω από το δωμάτιο που ήταν οι βασιλοπούλες. Εκεί που ετοιμαζόταν να ξαπλώσει ανοίγει η πόρτα κι έρχεται κοντά του η μεγαλύτερη βασιλοπούλα με ένα κανάτι κρασί κι ένα ποτήρι.
«Μια και θα κοιμηθείς κοντά μας είπαμε με τις αδελφές μου να σε κεράσουμε ένα ποτήρι κρασί και να σου ευχηθούμε καλή τύχη», είπε η βασιλοπούλα και γέμισε το ποτήρι μέχρι επάνω.
«Ευχαριστώ πριγκιπέσα μου», είπε ο στρατιώτης, «άλλα μου φαίνεται πως μια σκιά είναι δίπλα στην πόρτα του δωματίου σου».
«Ποίος είναι αυτός;» είπε η βασιλοπούλα και γύρισε να κοιτάξει πίσω της. Τότε ο στρατιώτης βρήκε την ευκαιρία και έριξε το κρασί σε μια γλάστρα με βασιλικό που ήταν κοντά του.
Μέχρι να γυρίσει η βασιλοπούλα εκείνος έκανε πως είχε αρχίσει να χασμουριέται, της ζήτησε συγνώμη γιατί ήθελε να κοιμηθεί και καληνύχτισε τη βασιλοπούλα. Εκείνη χώθηκε στο δωμάτιο και έκανε νόημα στις αδελφές της. Ο στρατιώτης γρήγορα χώθηκε με τα ρούχα στο κρεβάτι του και έκανε πως κοιμάται. Σε λίγο η πόρτα άνοιξε και πάλι και τρία γυναικεία πρόσωπα τον κοίταξαν προσεκτικά.
«Παιχνιδάκι», είπε η μεγαλύτερη βασιλοπούλα και έκλεισε μαλακά την πόρτα.
Ο στρατιώτης πετάχτηκε αμέσως από το κρεβάτι του, φόρεσε τη μαγική κάπα και χώθηκε γρήγορα στο δωμάτιο των κοριτσιών χωρίς να τον πάρουν είδηση. Αυτές ντύθηκαν με τα καλύτερα τους φορέματα, έλυσαν τα μαλλιά τους και φόρεσαν τα χρυσά τους σαντάλια. Η μικρότερη στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι της και άρχισε να μιλάει μια γλώσσα παράξενη και μελωδική, μετά έσπρωξε το κρεβάτι της στην άκρη. Κάτω από κρεβάτι εμφανίστηκε μια ξύλινη σκάλα. Οι βασιλοπούλες κατέβηκαν τα σκαλιά και ο στρατιώτης τις πήρε από πίσω.
«Αχ, κάποιος είναι πίσω του, νιώθω την ανάσα του», είπε η μικρότερη.
«Θα είναι ο άνεμος που φυσάει τώρα που χειμωνιάζει», της είπαν οι αδελφές της.
Η σκάλα τους οδήγησε σ’ ένα σκοτεινό παλάτι όπου όλα ήταν χρυσά και αργυρά. Οι βασιλοπούλες άναψαν χρυσά λυχνάρια και έλαμψε ο τόπος από τα πλούτη. Ένας θρόνος τεράστιος ήταν στη μέση της αίθουσας και πάνω του ήταν το πανύψηλο άγαλμα μιας γυναίκας με μάτια σαν
ζωντανά που νόμιζε πως τον κοιτούσαν. Ο στρατιώτης όμως δεν φοβήθηκε γιατί είδε κάτι πιο σημαντικό που του κίνησε το ενδιαφέρον. Μπροστά στο άγαλμα ήταν ανοιγμένο ένα κουτί γεμάτο κοσμήματα και νομίσματα. Όπως έσκυψε να τα κοιτάξει, πρόσεξε πως πάνω στα κοσμήματα ήταν ένα μικρό αγαλματάκι από ξύλο ελιάς που παρίστανε μια γριά ίδια με αυτήν που είχε συναντήσει πριν έρθει στο παλάτι. Ο στρατιώτης πήρε ένα δαχτυλίδι και ένα χρυσό νόμισμα και τα έβαλε στην τσέπη του.
Περπάτησαν αρκετά μέσα σε υπόγειους διαδρόμους μέχρι που έφτασαν σε μια σιδερένια πόρτα. Η μικρή βασιλοπούλα στάθηκε μπροστά και την άνοιξε με μαγικά λόγια. Τρέχοντας βγήκαν έξω μέσα σε ένα πυκνό δάσος από βαλανιδιές. Τα φύλλα των δέντρων ήταν χρυσά στο φως του φεγγαριού και έκαναν θόρυβο κάτω από τα βήματα των κοριτσιών, όπως όταν περπατάει κανείς στα φρύγανα. Ένα ποτάμι έτρεχε στην άκρη του δάσους και τα νερά του μουρμούριζαν ευχάριστα μέσα στην σιγαλιά. Ο στρατιώτης έκοψε ένα χρυσό βελανίδι και το έβαλε στην τσέπη του.
«Νομίζω ότι άκουσα ένα θόρυβο», είπε η μικρότερη βασιλοπούλα.
«Θα πάτησες κανένα κλαδί», της είπαν οι αδελφές της.
Λίγο πιο κάτω συνάντησαν κι άλλες γυναίκες ντυμένες με ωραία φορέματα και λυτά μαλλιά. Η μεγάλη βασιλοπούλα άπλωσε τα χέρια της κι όλες οι γυναίκες πιάστηκαν σε κύκλο. Η μεσαία βασιλοπούλα άρχισε να τραγουδάει ένα παράξενο τραγούδι και οι γυναίκες ξεκίνησαν έναν ξέφρενο χορό. Σιγά – σιγά μεταμορφώθηκαν όλες σε άσπρες φοράδες με χρυσές οπλές και άρχισαν να τρέχουν προς το βουνό, όπως τα σύννεφα στον ουρανό. Καθώς περνούσαν ανάμεσα από τα δέντρα, άφηναν λευκές τρίχες από τις χαίτες τους. Ο στρατιώτης γρήγορα και χωρίς να το σκεφτεί ανέβηκε στην πλάτη της μεσαίας βασιλοπούλας. Όπως έτρεχαν άπλωσε το χέρι του και πήρε μερικές τρίχες από τα δέντρα.
«Κάτι με βαραίνει στην πλάτη μου», είπε η μεσαία βασιλοπούλα.
«Είναι γιατί ήπιες πολύ απόψε», της είπαν οι αδελφές της γιατί καμιά δεν μπορούσε να δει τον στρατιώτη με την αόρατη κάπα.
Οι λευκές φοράδες έφτασαν σ’ ένα οροπέδιο, όπου το φεγγάρι έκανε το χορτάρι να φαίνεται ασημένιο και χιλιάδες μυρωδιές από την νυχτερινή δροσιά γέμιζαν τον αέρα. Εκεί συνάντησαν ένα κοπάδι από άγρια αρσενικά άλογα και όλη την νύχτα έτρεχαν μαζί τους. Ο στρατιώτης μόλις που πρόλαβε να πηδήσει από την πλάτη της μεσαίας αδελφής και να σταθεί στην άκρη του λιβαδιού για να μην τον παρασύρουν με τον άγριο καλπασμό τους. Ο καλπασμός τους ηχούσε σαν μπουμπουνητό μέσα στην νύχτα και οι χρυσές οπλές τους έμοιαζαν με αστραπές. Όσο κράτησε το φεγγάρι στον ουρανό, τόσο κράτησε και η πιλάλα των αλόγων. Με το πρώτο λάλημα του πετεινού χωρίστηκαν από τα αρσενικά και πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Ο στρατιώτης κατάφερε την τελευταία στιγμή να πιαστεί από τη χαίτη της μεγάλης αδελφής και να σκαρφαλώσει πάνω της για να ακολουθήσει το κοπάδι. Μόλις έφτασαν στο δάσος με τις χρυσές βαλανιδιές ξανάγιναν γυναίκες. Όλες τρέχοντας πήραν τον δρόμο για τα σπίτια τους και οι βασιλοπούλες για τη βασιλική τους κάμαρη από το υπόγειο χρυσό παλάτι. Ο στρατιώτης πίσω τους δεν έτρεχε πια για να τις προλάβει γιατί ήταν κουρασμένες και τα σαντάλια τους κουρέλια. Μόλις μπήκαν στην κάμαρη τους πέταξαν τα σαντάλια τους και έπεσαν σε ύπνο βαθύ. Ο στρατιώτης ξεγλίστρησε από το δωμάτιο και γύρισε στο κρεβάτι του.
Την άλλη μέρα σηκώθηκε νωρίς ευδιάθετος και πήρε ένα πλούσιο πρωινό. Ο βασιλιάς τον ρώτησε αν είχε μάθει πού έλιωναν οι κόρες του τα σαντάλια τους, αλλά ο στρατιώτης είπε ότι δεν είχε δει τίποτα παράξενο τη νύχτα. Όλη την μέρα ήταν χαρούμενος που είχε ανακαλύψει τι συνέβαινε αλλά σκεφτόταν και πως θα έλυνε τα μάγια.
Περίμενε υπομονετικά τη νύχτα, και τότε η μεσαία βασιλοπούλα ήρθε να τον επισκεφτεί με ένα κανάτι κρασί κι ένα ποτήρι.
«Στρατιώτη πιες ένα ποτήρι για να κάνεις κουράγιο για τη νύχτα», του είπε και του το γέμισε μέχρι απάνω.
«Σ’ ευχαριστώ πριγκηπέσα», είπε ο στρατιώτης, «αλλά κοίτα ξανά την κανάτα σου γιατί έχει μέσα μυγάκια».
Και καθώς έκανε να κοιτάξει η βασιλοπούλα ο στρατιώτης έριξε το κρασί στην γλάστρα με τον βασιλικό. Ύστερα έκανε πως χασμουριέται και την καληνύχτισε.
Κι αυτή τη νύχτα συνέβησαν τα ίδια. Όταν οι βασιλοπούλες κατέβηκαν τη μαγική σκάλα, τις ακολούθησε. Μόλις όμως βγήκαν έξω στο δάσος με τις βαλανιδιές, τις άφησε να προχωρήσουν και εκείνος γύρισε και βγήκε από το δάσος. Περπάτησε αντίθετα από την κατεύθυνση που πήραν τα άλογα, πέρα μέχρι την άκρη του δάσους και είδε πως βρισκόταν σ’ ένα λόφο έξω από τα τείχη του παλατιού. Πιο κάτω φαίνονταν τα σπίτια της πόλης. Πήγε στην πόλη και άρχισε να γυρίζει στα καπηλειά. Ανάμεσα στον κόσμο που καθόταν στα τραπέζια ξεχώριζε έναν – έναν τους συμπολεμιστές του που είχαν γυρίσει μαζί από τον πόλεμο φτωχοί και πεινασμένοι. Βρήκε τους περισσότερους και ήπιε κρασί μαζί τους και θυμήθηκαν τις μέρες που είχαν περάσει μαζί. Όταν είχαν φτάσει στο τρίτο κανάτι κρασί τούς ζήτησε να τον βοηθήσουν και τους διηγήθηκε την ιστορία του. Εκείνοι γέλασαν μαζί του και τότε αυτός τους έδειξε το χρυσό βελανίδι. Το περιεργάστηκαν ο καθένας χωριστά, το μύρισαν, το δάγκωσαν και παραδέχτηκαν ότι είναι από αληθινό χρυσάφι και σταμάτησαν να τον κοροϊδεύουν. Μετά τους είπε ότι οι βασιλοπούλες γίνονται φοράδες και τρέχουν σαν τα λευκά ταξιδιάρικα σύννεφα κι εκείνοι έκαναν να φύγουν. Έχωσε το χέρι του στην τσέπη και τους έδειξε τις τρίχες από τη χαίτη τους. Τις πέρασαν από χέρι σε χέρι και όλοι είπαν πως τόσο μεταξένια μαλλιά μόνο μαγεμένα άλογα μπορούν να έχουν, και έτσι έμειναν να πιούν κι άλλο. Όταν ήρθε η ώρα να πληρώσουν το κρασί, έβγαλε το χρυσό νόμισμα και το έδωσε στον ταβερνιάρη. Τότε όλοι τον πίστεψαν και τον ρώτησαν τι πρέπει να κάνουν για να έχουν κι αυτοί από ένα χρυσό νόμισμα. Ο στρατιώτης τους είπε να πάνε και να κόψουν ξύλα πλατιά και φαρδιά για να τα κάνουν ασπίδες και να βρουν ρόπαλα ξύλινα από κλαδιά ελιάς γιατί την επόμενη νύχτα έπρεπε να τον βοηθήσουν να σταματήσει τα άλογα. Μετά, τους εξήγησε το σχέδιο του.
Ο στρατιώτης γύρισε πίσω στο δάσος και περίμενε τις βασιλοπούλες να γυρίσουν για να μπει στο παλάτι μαζί τους. Δεν ήθελε να καταλάβει κανένας ότι είχε καταφέρει να βγει από το παλάτι. Το άλλο πρωί σηκώθηκε νωρίς από το κρεβάτι του και κατέβηκε να φάει πρωινό με το βασιλιά.
«Ο δήμιος μου ακονίζει το πελέκι του», του είπε ο βασιλιάς που τον είδε ανέμελο.
Οι σοφοί του παλατιού που τον έβλεπαν κουνούσαν το κεφάλι τους και έλεγαν ψιθυριστά: «Κρίμα το παλικάρι».
Το βράδυ ήρθε η μικρή βασιλοπούλα να κεράσει κρασί τον στρατιώτη. Εκείνος ήταν πολύ προσεχτικός μαζί της γιατί ήξερε ότι ήταν η πιο δυνατή μάγισσα από τις τρεις τους. Πήρε στα χέρια του το ποτήρι με το κρασί που του πρόσφερε και είπε:
«Αχ, πριγκιπέσα μου τι όμορφη που είσαι, για κάνε μια στροφή για να θαυμάσω το φουστάνι σου», της είπε με το πιο αθώο ύφος του κόσμου. Η βασιλοπούλα έκανε όλο καμάρι όπως της είπε, και ο στρατιώτης έχυσε το κρασί στην γλάστρα με τον βασιλικό που είχε αρχίσει να μαραζώνει.
«Αχ, πριγκιπέσα μου, σε παρακαλώ βάλε μου ακόμα ένα ποτήρι κρασί γιατί είμαι ένας φτωχός στρατιώτης», της είπε ξανά. Και όπως το κρατούσε και της ευχόταν στην ομορφιά της, τής ζήτησε να κάνει άλλο έναν γύρο για να την θαυμάσει. Η βασιλοπούλα, σίγουρη ότι ο στρατιώτης θα έπεφτε ξερός, έκανε όπως της είπε και εκείνος έριξε το μισό ποτό στην γλάστρα και το άλλο μισό στα ρούχα του. Η βασιλοπούλα τον καληνύχτισε χαρούμενη και χώθηκε στο δωμάτιο της, ενώ από τον βασιλικό έπεσαν μερικά φύλλα στο πάτωμα του παλατιού.
Ο στρατιώτης βγήκε από το παλάτι πάλι με τον ίδιο τρόπο. Στην άκρη του δάσους παραφύλαγαν οι φίλοι του. Περίμενε να μεταμορφωθούν οι γυναίκες σε φοράδες και αυτός, αόρατος μέσα στην κάπα του, τους φώναξε το σύνθημα που είχαν συμφωνήσει. Ο στρατιώτης και οι φίλοι του άρχισαν να χτυπάνε τα ρόπαλα τους πάνω στις ασπίδες τους και
με τον θόρυβο τρόμαξαν τα άλογα που σηκώνονταν στα πίσω πόδια. Σκοινιά που είχαν δέσει στα δέντρα τα εμπόδιζαν να ξεφύγουν. Τα περικύκλωσαν εύκολα και τα έσπρωχναν προς το ποτάμι στην άκρη του δάσους. Έγινε πάλη βίαιη και τα άλογα κλωτσούσαν και χλιμίντριζαν βγάζοντας αφρούς από το στόμα τους, αλλά χάρη στις ξύλινες ασπίδες τους κατάφεραν να τα νικήσουν. Μόνο η μικρότερη βασιλοπούλα κατάφερε να ξεφύγει πηδώντας με δύναμη πάνω από το ποτάμι. Πέρασε στην αντίπερα όχθη και χάθηκε στα βουνά. Το μόνο που είδαν οι άντρες ήταν τις χρυσές οπλές της που έλαμπαν μέσα στην νύχτα πάνω στο μονοπάτι του βουνού σαν αστέρια που πέφτουν από τον ουρανό, αλλά είχε φτάσει πολύ μακριά για να την κυνηγήσουν.
Όταν οι φοράδες έπεσαν στον νερό τα μάγια λύθηκαν και έγιναν και πάλι γυναίκες. Από τη δύναμη της μαγείας όμως τα μακριά τους μαλλιά έμειναν πάντα λευκά και μεταξένια. Το ποτάμι που δέχτηκε στα νερά του τα τρομαγμένα άλογα που είχαν ιδρώσει από την πάλη έχασε τα νερά του και έγινε ένα ξερό ρέμα που έφερνε νερό μόνο την άνοιξη Ο στρατιώτης κατάφερε να πιάσει τη μεγάλη βασιλοπούλα την ώρα που μεταμορφωνόταν από φοράδα σε γυναίκα και αμέσως της πέρασε το χρυσό δαχτυλίδι που είχε πάρει από το υπόγειο παλάτι στο χέρι της για να της δείξει πως την ήθελε να γίνει γυναίκα του. Για να μην μπορέσουν οι βασιλοπούλες και οι άλλες γυναίκες να ξανακάνουν μάγια και να μεταμορφωθούν, όλοι οι στρατιώτες τούς φόρεσαν στεφάνια από κλαδιά ελιάς και τις πήραν γυναίκες τους.
Είχε πια ξημερώσει όταν γύρισαν όλοι μαζί στο παλάτι. Ο βασιλιάς τους περίμενε στην πόρτα του ανακτόρου και έβαλε τη χρυσή του κορώνα στο κεφάλι του στρατιώτη. Εκείνος φίλησε το χέρι του βασιλιά και έτρεξε στο δωμάτιο των κοριτσιών για να δει τι είχε απογίνει η μαγική σκάλα κρατώντας τη γυναίκα του σφιχτά από το χέρι. Στη θέση της είχε φυτρώσει μια τεράστια ελιά γεμάτη καρπούς και το πάτωμα του δωματί-ου είχε γκρεμιστεί. Το δέντρο άπλωνε τα κλαδιά του έξω από τα παράθυρα και ο ήλιος έκανε τα φύλλα του να φαίνονται ασημόλευκα. Το υπόγειο παλάτι είχε αποκαλυφθεί και η μεγάλη αίθουσα φαινόταν καθαρά
σε όλη της την έκταση. Ήταν γεμάτη με καρπούς και στάρια και κριθάρια έτοιμα για φύτεμα. Μαζί με τη βασιλοπούλα τα μοίρασαν στον λαό τη μέρα των γάμων τους και σ’ αυτή την πολιτεία δεν ξαναπείνασε ποτέ κανείς.


Αρετή Θεοδώρου
Πηγή: http://www.ebooks4greeks.gr