Change Text Size
+ + + + +
H λάμια και το παιδάκι.

(Μονεμβασιά. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Το παιδί στο σακούλι της μάγισσας")

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα και δεν είχανε παιδιά κι ήταν όλο παράπονο. Μια μέρα βράζανε κουκιά κι ότι κατέβασ' η γυναίκα το τσουκάλι απ τη φωτιά, λένε: "Να είχαμε όλα τα κουκιά παιδιά!" Αμέσως, φρου-φρου, σκάσαν όλα τα. κουκιά και γίνανε παιδιά κι αρχίνησαν να φωνάζουν, άλλο "θέλω ψωμί", άλλο "θέλω φαΐ", άλλο το 'να άλλο τ' άλλο. Αυτοί 'τανε φτωχοί. Τα πιάνουνε με την κουτάλα, ένα-ένα τα σκοτώνουνε. Ένα μονάχα πήδησε και κρύφτηκε.
Αυτοί είχανε μια μεγάλη μηλιά και πηγαίνανε τα παιδιά τα ξένα και τους τρώγανε τα μήλα. Λένε τότε:
"Αχ, και να είχαμε κρατήσει ένα παιδί να μας φυλάει τα μήλα!". Φρου, πετιέται από κάτω απ' το σκαμνί και λέει: "Εγώ θα τα φυλάω".
Το στέλνουν, ανεβαίνει στη μηλιά. Έρχεται σε λίγο μια λάμια και του λέει κάτω απ' τη μηλιά: "Ρίξε μου ένα μήλο, παιδάκι μου, να ζήσεις". Κόβει ένα, της το ρίχνει. "Κατέβα, παιδάκι μου, να το 'βρεις γιατί δεν το βλέπω". Κατεβαίνει το παιδάκι, τ' αρπάζει, το βάζει στο σακί. Στο δρόμο που πήγαινε τον κρεμάει σ' ένα δέντρο για να πάει να κοπρίσει το αμπέλι της. Βγαίνει το παιδί γρήγορα-γρήγορα, γεμίζει το σακί πέτρες, το ξανακρεμάει στο δέντρο και τρέχει κι ανεβαίνει στη μηλιά.
Ξαναφορτώνεται η λάμια το σακί στην πλάτη και πήγαινε στο φούρνο και μουρμούραγε: "Βαρύ-βαρύ μου είσαι, αμ δε σ' αφήνω". Ανάβει το φούρνο, τον ροντίζει, ανοίγει το σακί να φουρνίσει το παιδί, πέτρες! Ξαναγυρίζει στη μηλιά: "Ρίξε ένα μήλο, παιδάκι μου, να ζήσεις". Της ρίχνει. "Έλα, παιδάκι μου, να το 'βρεις γιατί δεν το βλέπω". Κατεβαίνει, τον ξαναβάνει στο σακί. Στο δρόμο κρεμάει το σακί να πάει ν' αποκοπρίσει τ' αμπέλι της. Βγαίνει το παιδάκι σιγά-σιγά, γεμίζει το σακί αφάνες και τρέχει πίσω στη μηλιά κι ανεβαίνει απάνω. Έρχεται μετά η λάμια κλαίγοντας. "Ρίξε μου, παιδάκι μου, ένα μήλο, να 'χεις ούλα τα καλά". Της ρίχνει. "Έλα, παιδάκι μου, να μου το δώσεις, γιατί δεν το βλέπω η μαύρη". Κατεβαίνει, τη λυπήθηκε, τον αρπάζει, τον χώνει στο σακί και λακάει. Ούτε σταμάτησε
καθόλου. Ίσα στο φούρνο. Ανοίγει, το σακί, της λέει το παιδάκι: "Να σου δείξω, κυρά, πως να με φουρνίσεις, για να μην πονέσω και να γίνω πιο νόστιμο". "Πώς;" του λέει. "Ανέβα στο φτυάρι", λέει το παιδί. Μια και μέσα στο φούρνο τη λάμια, και τρέχει κι ανεβαίνει στο ταβάνι.
Έρχεται η λάμια η αδερφή της σε λίγο. "Κρέας μοσχομυρίζει", ανοίγει το φούρνο, βλέπει κρέας, τρώει την αδερφή της ψητή. Ξάπλωσε σαν απόφαγε, κοιτάει απάνω, να το παιδί. "Κατέβα, παιδάκι μου, να σου πω", "όχι, θα. με φας", "κατέβα και δε σε τρώω", "όχι, θα με φας". "Πώς ανέβηκες εκειά πάνου;" "Να, έβαλα ασπαλαθρούς κι ανέβηκα".
Μαζώνει η λάμια ασπαλαθρούς, πάει ν' ανέβει, γλιστρά, βγάζει το μάτι της. "βρε, τι έβαλες κι ανέβηκες εκειά πάνου;" "Να, έβαλα αυγά - αυγά - αυγά κι ανέβηκα". Μαζώνει η λάμια αυγά-αυγά, πάει ν' ανέβει, βγάζει και τ' άλλο της το μάτι. Κατεβαίνει το παιδάκι γρήγορα, τη βουτάει, τη ρίχνει στο φούρνο κι αυτή και τρέχει για το σπίτι του.

(Παραλλαγή που συλλέχτηκε στη Μονεμβασιά)
Γεωργίου Α. Μέγα. Κατάλογος ελληνικών παραμυθιών. Άννα Αγγελοπούλου - Αίγλη Μπρούσκου. Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών.