Change Text Size
+ + + + +
Η κακιά αδερφή.
 
(Λίρα Μονεμβασίας. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Η άσπρη και η μαύρη νύφη")

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δύο αδερφές. Η μια ήταν φτωχή και η άλλη ήταν πλούσια. Η φτωχιά πήγαινε στης πλούσιας το σπίτι και ζύμωνε. Όταν τελείωνε, δεν έπλενε τα χέρια της, αλλά τα έπερνε άπλυτα κι από ζυμάρι που ήταν κολλημένο επάνω τους έκανε χυλό και τάιζε το κοριτσάκι της. Ενώ, λοιπόν, της πλούσιας το κορίτσι που έτρωγε καλά ήταν κίτρινο κι αρρωστιάρικο, της φτωχιάς που ζούσε με το χυλό, ήταν ωραίο και γερό.
Μια μέρα της λέει η αδερφή της:
"Τι τρώει εσένα το κορίτσι σου και είναι έτσι όμορφο και γερό;" "Εμένα δεν τρώει τίποτε, μόνο τα χέρια μου παίρνω άπλυτα και του κάνω χυλό και τρώει». «Άλλη φορά», λέει η κακιά αδερφή, «δεν θα ξαναπάς με άπλυτα χέρια, θα τα πλένεις και θα φεύγεις». Όταν έφυγε, δεν την άφησε να πάει με άπλυτα χέρια. Όταν πήγε στο σπίτι της και την είδε το κοριτσάκι της, έβαλε τα κλάματα γιατί περίμενε να φάει χυλό. Βγήκε στην πόρτα κι έκλαιγε, έκλαιγε, έκλαιγε το κορίτσι.
Εκείνη την ώρα, πέρασε μια γριά. Είδε το κορίτσι που έκλαιγε και ρώτησε: «Γιατί κλαις, παιδί μου;» «Περίμενα τη μάνα μου να 'ρθει να μου φτιάσει χυλό και δεν την άφησε η θεία μου να 'ρθει με τα χέρια της άπλυτα. Τώρα δεν έχω τίποτα να φάω και πεινάω». «Τι να σου κάνω κι εγώ, παιδάκι μου; Φτωχιά είμαι και δεν έχω τίποτε να σου δώσω. Σε παρακαλώ, κάθησε εδώ, αν θέλεις, να με ψειρίσεις». Κάθησε το κορίτσι και την ψείριζε. «Τι βρίσκεις, παιδάκι μου;» λέει η γριά. «Χρυσές ψείρες κι αργυρές κόνιδες». «Μπα! χρυσή κι αργυρή να γίνεις, παιδάκι μου. Όταν γελάς, να πέφτουν τριαντάφυλλα και όταν κλαις να πέφτουν χρυσά φλουριά». Έφυγε η γριά. Το κορίτσι άρχισε πάλι να κλαίει, γιατί πεινούσε. Όσο έκλαιγε, τόσο πέφτανε χρυσά φλουριά. Πάει η μάνα της και βλέπει σωρό φλουριά. Το κορίτσι κάθησε και της είπε τι είχε γίνει. Πήρανε τα φλουριά κι αγόρασαν φαγητό. Γέλαγε το κορίτσι απ' τη χαρά του και πέφτανε τριαντάφυλλα.
Το 'μαθέ όλος ο κόσμος. Το 'μαθέ κι η κακιά αδερφή. Το 'μαθε και το βασιλόπουλο, ότι κάποια κοπέλα κλαίει και πέφτουν φλουριά και γελάει και πέφτουν τριαντάφυλλα, και πάει, την είδε και ήθελε να την παντρευτεί. Όταν ήταν να γίνει ο γάμος, πήγε και η πλούσια αδερφή. Είχε σκάσει που η κόρη της αδερφής της θα έπαιρνε το βασιλόπουλο. Έβαλε λοιπόν ανθρώπους και της έβγαλαν της κοπέλας τα μάτια, την έκλεισαν σ' ένα κιβώτιο και την έριξαν στη θάλασσα και κατάφερε να βάλει την κόρη της για νύφη. Όταν όμως το βασιλόπουλο την πήρε στο παλάτι, γελούσε και δεν έπεφταν τριαντάφυλλα, έκλαιγε και δεν έπεφταν φλουριά. Στενοχωρήθηκε. Κατάλαβε ότι κάτι του είχαν κάνει.
Εν τω μεταξύ, την άλλη την κοπέλα την παρέσυρε η θάλασσα και την πήγε σ' ένα μέρος που ήτανε τσομπάνηδες. Κλεισμένη μέσα στο κιβώτιο έκλαιγε και το κιβώτιο γέμισε φλουριά. Τους είπε την ιστορία της. Εκείνοι τότε την έβγαλαν και την πήγαν στη σπηλιά τους. Ευχαριστήθηκε η κοπέλα, γέλασε και πέσανε τριαντάφυλλα. Έδωσε ένα τριαντάφυλλο σ' ένα τσομπάνη και του λέει: «Να πας κάτω από το παλάτι του βασιλιά και να φωνάζεις.' Τριαντάφυλλο πουλώ, μ ένα μάτι ανθρωπινό. Με τίποτα άλλο δε θα το δώσεις». Πήγε ο τσομπάνης κάτω από το παλάτι και φώναζε: «Ένα τριαντάφυλλο πουλώ, μ' ένα μάτι ανθρωπινό». Η μάνα και η κόρη από πάνω, που το βασιλόπουλο τους ζητούσε τριαντάφυλλα και φλουριά, είπαν να δώσουν το ένα μάτι της κοπέλας και να πάρουν το τριαντάφυλλο. Δώσανε λοιπόν το μάτι και πήρανε το τριαντάφυλλο. Το έδειξε η κόρη στο βασιλόπουλο: «Να, που λες ότι δε βγάζω, όταν γελάω τριαντάφυλλα». Το βασιλόπουλο κατάλαβε ότι του έλεγε ψέματα, αλλά έκανε ότι το πίστεψε.
Μετά από λίγες ημέρες, ήρθε πάλι ο τσομπάνης κάτω από το παλάτι και και φώναζε: «Ένα τριαντάφυλλο πουλώ, μ' ένα μάτι ανθρωπινό». Το βασιλόπουλο φύλαγε και άκουσε. Βγήκαν πάλι αυτές. Δίναν στον τσομπάνη λεφτά για να τους δώσει το τριαντάφυλλο, αλλά τίποτα. Δίνουν τότε και το άλλο μάτι και παίρνουν το τριαντάφυλλο. Το βασιλόπουλο άκουγε. Πιάνει τον τσομπάνη: "Πού τα βρήκες αυτά τα τριαντάφυλλα;" τον ρώτησε. Εκείνος δεν ήθελε να του πει στην αρχή. Αλλά το βασιλόπουλο δεν τον άφηνε. "Καλά", του λέει, "θα σου πω. Έλα μαζί μου". Τον πάει στην κοπέλα. Μόλις την είδε το βασιλόπουλο, τη γνώρισε. Την παίρνει και την πάει στο παλάτι. Αυτές τις δέσανε στ' αλόγου την ουρά και τις κάνανε κομμάτια.
 
(Λίρα Μονεμβασίας) 
Γεωργίου Α. Μέγα. Κατάλογος ελληνικών παραμυθιών. Άννα Αγγελοπούλου - Αίγλη Μπρούσκου. Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών.