Ο Τυρίμος.
(Κύπρος. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Ο Δεκατρείς")
Μίαν φοράν και ένα καιρόν είχεν τρία αδέρφια που ήσαν φτωχά και δεν είχαν που τον ήλιον μοίραν, παρά μόνον εζούσαν που την δουλειάν τους που ξενοδουλεύασι και οι τρεις μεροκάματον στους πλουσίους του χωριού. Μίαν φοράν εδουλεύκαν εις του δράκου, εθέριζαν τα χωράφια του που ήταν κοντά στο χωριό τους, ο δράκος ετάιζεν τους καλά και προσπαθούσεν με κάθε τρόπον πως να τους παχύνει. Μα ο Τυρίμος δεν άργησεν να καταλάβει τους σκοπούς του, για τούτον μίαν νύκτα που ο Δράκος εδιάταξεν τους δούλους του να τους δώσουν κρασί πολύ να πιούσιν, ο Τυρίμος ένεψεν στ αδέρφια του αντί να το πίνουν να το χύνουν μέσα στο πουκάμισο τους, μα τα δεν εκαταλάβαν και έπιναν ώσπου και μέθυσαν και εκοιμηθήκαν πάνω στο τραπέζι. Εσηκώσαν τους οι δούλοι και επήραν τους του δράκου και τους έφαγεν.
Ο Τυρίμος επήγεν να πέσει στα ρούχα του και κατά τα μεσάνυχτα ένιωσεν τον δράκον που ήρθεν κοντά να τον φάει, εξερόβηξεν ο Τυρίμος και ο δράκος εσυντρομάχτην. "Τι έχεις ρε και δεν κοιμάσαι;" λέγει του ο δράκος. "Είναι εκείνο το άλογο σου και φωνάζει και δεν με αφήνει να κοιμηθώ". Πάει ο δράκος και τρώει το άλογόν του. Γυρίζει ύστερα να δει εάν εκοιμήθηκεν ο Τυρίμος, αλλά ακούει τον και ξεροβήχει. "Τι έχεις ρε και δεν κοιμάσαι πάλιν;" "Είναι εκείνος ο ταύρος σου και κλωτσά και θέλει να πα στην μάναν του και δεν με αφήνει να πάω να κοιμηθώ". Πάει ο δράκος και τρώει και το ταυρίν του. Έτσι ο Τυρίμος πότε στο ένα πότε στο άλλο έστελλεν τον δράκο ώσπου και τον έκαμεν να τα φάει όλα τα ζωντανά που ήταν μες στον σταύλον.
Το πρωί ο δράκος εσηκώθην και επήγεν στο θέρος μα, πριν πάει, έδωσεν διαταγήν στους δούλους του να πιάσουν τον Τυρίμον και να τον σφάξουν και να κρεμάσουν το συκώτι του πάνω στην πόρταν να το φάει όσο να έρθει, και το κορμί του να το βάλουν να βράζει μέσα στο καζάνι και την κεφαλήν του να την πετάξουν να την φάνε οι αετοί. Τούτην την διαταγήν άκουσέν την η κόρη του δράκου και, μόλις έφυγεν ο δράκος, η κόρη έτρεξεν στον Τυρίμον και του τα είπεν όλα. Ο Τυρίμος έπεσεν στην σκέψιν, αλλά η κόρη του δράκου που τον αγάπησε γιατί ήταν παλικάρι έβγαλέν του την σκέψιν. "Άκουσε να σου πω", του λέγει, "αν σου περνά να πιάσεις τους δούλους και να τους δέσεις να μην βλέπουν τι να κάνω εγώ, να σε βοηθήσω να πιάσουμεν την δρακούναν την μάναν μου να την σφάξουμε για να την φάει αυτήν στον τόπον σου". Έτσι και γίνηκεν. Αρπάσσει τους δούλους και τους έδεσαν στον σταύλον. Πάει βρίσκει την Δρακούναν και εκοιμάτουν βαθιά. Σφάζει μαζί με την κόρην και έκαναν όπως είπεν ο δράκος.
Μόλις ήρθεν ο δράκος και είδεν το συκώτι στην πόρταν κρεμασμένο ετρελλάθηκε από την χαράν του διότι ενόμισεν πως ήταν ο Τυρίμος. Ύστερα, έτσι χορτάτος και ευχαριστημένος, επήγε να πέσει να κοιμηθεί κοντά στην δρακούναν του, μα στον τόπον της ηυρεν ένα μεγάλο ξύλο τυλιγμένο με κάτι ρούχα. Ο δράκος εκατάλαβεν την απάτην και έτρεξεν να εύρει τον Τυρίμον, μα ο Τυρίμος όλη μέρα έκαμεν ένα κασόνι ξύλινον και εμπήκεν μέσα και εκάρφωσέν το που πάνω και τον εβοήθησεν και η κόρη του δράκου και επισσώσαν το να μην μπαίνει νερό μέσα και το έριψαν μες τον ποταμόν για να ρέξει στην απέναντι όχθη, που ο δράκος δεν είχεν δικαίωμα να πατήσει το πόδι του γιατί όριζεν ο μέγας βασιλιάς το μέρος. Ο δράκος βλέπει το που μακριά και βάζει τες μουγκαρκές μα πιον δεν μπορούσεν να κάμει τίποτα. "Καλά, ρε Τυρίμο", λέγει του που μέσα του, "εγέλασές μου και αυτήν την φοράν μα θα σε εύρω και θα σε φάω εγώ".
Ας αφήσωμεν τον δράκον τώρα κι ας έρθωμεν στον Τυρίμον. Ο Τυρίμος μόλις έφθασεν στο βασίλειον που είχεν ο μέγας βασιλιάς επήγεν και ηυρεν τον και είπεν του τα κατορθώματα του. Ο βασιλιάς είπεν του μόλις τον άκουσεν ! "Δεν σου πιστεύω Τυρίμο, για να σου πιστέψω θα σου βάλω τρία στοιχήματα και αν τα καταφέρεις τότε κι εγώ θα τα πιστέψω. Το ένα, θέλω να μου φέρεις το πάπλωμα το χρυσόν που σκεπάζεται ο δράκος, το άλλο, να μου φέρεις το δακτυλίδι που έχει ο δράκος στο μεσαίον του δάκτυλον και είναι σφιχτόν του και έχει τώρα χρόνια να το βγάλει από το χέριν του, και το τρίτον, να μου φέρεις το άλογόν του το μαύρον που καβαλικεύει ο ίδιος με τα χαλινάρι και την σέλαν την χρυσήν".
Ο Τυρίμος έκατσεν στην σκέψιν μα δεν έμεινεν πολλήν ώραν, εσηκώθην και επήγεν να σάσει τα πράγματα του και επερίμενεν να νυκτώσει για να φύει να πάει στου δράκου. Μόλις άρχισεν να σκοτεινιάζει και όλοι εκοιμόνταν, πάει ο Τυρίμος που πάνω στο κρεβάτι που εροχάλιζεν ο δράκος κουκουλωμένος με το πάπλωμα το χρυσό και ρίχνει που πάνω ένα κουτί ψύλλους και ένα κουτί ψείρες που τα έφερε μαζί του, μόλις ο δρακός ένιωσεν τα άρχισε να κλωτσά τα ρούχα που ήταν σκεπασμένος. Μόλις έπεσεν το πάπλωμα χάμω αρπασσει το ο Τυρίμος και φεύγει. Ύστερα έρχεται και σαν είχεν το χέρι του κρεμασμένο απόξω γύρνει πάνω στο δακτυλίδι ένα μπουκάλι λάδι και γλυστρά και πέφτει χάμω, αρπασσει το και εκείνο και φεύγει. Επήγεν κατόπι στον σταύλον για το άλογόν, τούτο το στοίχημα ήταν δύσκολον γιατί, γυρόν που το λαιμόν του, ο δράκος είχε δεμένα καμπανέλια και μόλις το επλησίαζεν κανένας επαίζασιν τα καμπανέλια και άκουεν ο δράκος και έρχετουν κοντά. Ο Τυρίμος εσοφίστηκεν πρώτα-πρώτα να πάει κοντά του, μόλις επήγεν τα καμπανέλια έπαιξαν, ακούει τα ο δράκος, σηκώνεται που τα ρούχα, πάει κοντά στο άλογόν του και δε βρίσκει κανέναν γιατί ο Τυρίμος εχώστηκεν. Στράφηκεν στα ρούχα του να κοιμηθεί πάλιν, όσον και τον πηρεν ο ύπνος, ακούει πάλιν τα καμπανέλια να παίζουν, πάει κοντά πάλιν, δε βρίσκει κανέναν, "έπιασέν τον η μούγια τον γέριμον αλόπως", λέει που μέσα του και πήγεν να κοιμηθεί χωρίς έννοια. Ο Τυρίμος όταν επήγεν δυο-τρεις φορές κι ο δράκος δεν εσηκώΟηκεν, καβαλικεύει το άλογόν και φεύγει. Έως ότου ξυπνήσει ο δράκος και σηκωθεί, ο Τυρίμος ήταν μακριά πιον. Βλέπει τον ο δράκος που μακριά πέρα του ποταμού καβαλημένον πάνω στο άλογόν και να φεύγει, έβαλεν μίαν μουγκαρκάν και έσπασεν.
Ο Τυρίμος την άλλην ημέραν επήγεν στον βασιλιάν και επήρεν του τα στοιχήματα και ο μέγας βασιλιάς έμεινε θαυμαστός που είχεν τέτοιο παλικάρι μέσα στο βασίλειον του. Τότε του έδωσε την βασιλοπούλαν του για γυναίκαν του και το μισόν βασίλειον να το κυβερνά και έκαμαν σαράντα μέρες γάμον και εδιασκεδάζαν.
(Παραλλαγή που συλλέχτηκε από τον Γεώργιο Αναξαγόρου το 1958 στην Κύπρο)
Γεωργίου Α. Μέγα. Κατάλογος ελληνικών παραμυθιών.
Άννα Αγγελοπούλου - Αίγλη Μπρούσκου. Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών.
(Κύπρος. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Ο Δεκατρείς")
Μίαν φοράν και ένα καιρόν είχεν τρία αδέρφια που ήσαν φτωχά και δεν είχαν που τον ήλιον μοίραν, παρά μόνον εζούσαν που την δουλειάν τους που ξενοδουλεύασι και οι τρεις μεροκάματον στους πλουσίους του χωριού. Μίαν φοράν εδουλεύκαν εις του δράκου, εθέριζαν τα χωράφια του που ήταν κοντά στο χωριό τους, ο δράκος ετάιζεν τους καλά και προσπαθούσεν με κάθε τρόπον πως να τους παχύνει. Μα ο Τυρίμος δεν άργησεν να καταλάβει τους σκοπούς του, για τούτον μίαν νύκτα που ο Δράκος εδιάταξεν τους δούλους του να τους δώσουν κρασί πολύ να πιούσιν, ο Τυρίμος ένεψεν στ αδέρφια του αντί να το πίνουν να το χύνουν μέσα στο πουκάμισο τους, μα τα δεν εκαταλάβαν και έπιναν ώσπου και μέθυσαν και εκοιμηθήκαν πάνω στο τραπέζι. Εσηκώσαν τους οι δούλοι και επήραν τους του δράκου και τους έφαγεν.
Ο Τυρίμος επήγεν να πέσει στα ρούχα του και κατά τα μεσάνυχτα ένιωσεν τον δράκον που ήρθεν κοντά να τον φάει, εξερόβηξεν ο Τυρίμος και ο δράκος εσυντρομάχτην. "Τι έχεις ρε και δεν κοιμάσαι;" λέγει του ο δράκος. "Είναι εκείνο το άλογο σου και φωνάζει και δεν με αφήνει να κοιμηθώ". Πάει ο δράκος και τρώει το άλογόν του. Γυρίζει ύστερα να δει εάν εκοιμήθηκεν ο Τυρίμος, αλλά ακούει τον και ξεροβήχει. "Τι έχεις ρε και δεν κοιμάσαι πάλιν;" "Είναι εκείνος ο ταύρος σου και κλωτσά και θέλει να πα στην μάναν του και δεν με αφήνει να πάω να κοιμηθώ". Πάει ο δράκος και τρώει και το ταυρίν του. Έτσι ο Τυρίμος πότε στο ένα πότε στο άλλο έστελλεν τον δράκο ώσπου και τον έκαμεν να τα φάει όλα τα ζωντανά που ήταν μες στον σταύλον.
Το πρωί ο δράκος εσηκώθην και επήγεν στο θέρος μα, πριν πάει, έδωσεν διαταγήν στους δούλους του να πιάσουν τον Τυρίμον και να τον σφάξουν και να κρεμάσουν το συκώτι του πάνω στην πόρταν να το φάει όσο να έρθει, και το κορμί του να το βάλουν να βράζει μέσα στο καζάνι και την κεφαλήν του να την πετάξουν να την φάνε οι αετοί. Τούτην την διαταγήν άκουσέν την η κόρη του δράκου και, μόλις έφυγεν ο δράκος, η κόρη έτρεξεν στον Τυρίμον και του τα είπεν όλα. Ο Τυρίμος έπεσεν στην σκέψιν, αλλά η κόρη του δράκου που τον αγάπησε γιατί ήταν παλικάρι έβγαλέν του την σκέψιν. "Άκουσε να σου πω", του λέγει, "αν σου περνά να πιάσεις τους δούλους και να τους δέσεις να μην βλέπουν τι να κάνω εγώ, να σε βοηθήσω να πιάσουμεν την δρακούναν την μάναν μου να την σφάξουμε για να την φάει αυτήν στον τόπον σου". Έτσι και γίνηκεν. Αρπάσσει τους δούλους και τους έδεσαν στον σταύλον. Πάει βρίσκει την Δρακούναν και εκοιμάτουν βαθιά. Σφάζει μαζί με την κόρην και έκαναν όπως είπεν ο δράκος.
Μόλις ήρθεν ο δράκος και είδεν το συκώτι στην πόρταν κρεμασμένο ετρελλάθηκε από την χαράν του διότι ενόμισεν πως ήταν ο Τυρίμος. Ύστερα, έτσι χορτάτος και ευχαριστημένος, επήγε να πέσει να κοιμηθεί κοντά στην δρακούναν του, μα στον τόπον της ηυρεν ένα μεγάλο ξύλο τυλιγμένο με κάτι ρούχα. Ο δράκος εκατάλαβεν την απάτην και έτρεξεν να εύρει τον Τυρίμον, μα ο Τυρίμος όλη μέρα έκαμεν ένα κασόνι ξύλινον και εμπήκεν μέσα και εκάρφωσέν το που πάνω και τον εβοήθησεν και η κόρη του δράκου και επισσώσαν το να μην μπαίνει νερό μέσα και το έριψαν μες τον ποταμόν για να ρέξει στην απέναντι όχθη, που ο δράκος δεν είχεν δικαίωμα να πατήσει το πόδι του γιατί όριζεν ο μέγας βασιλιάς το μέρος. Ο δράκος βλέπει το που μακριά και βάζει τες μουγκαρκές μα πιον δεν μπορούσεν να κάμει τίποτα. "Καλά, ρε Τυρίμο", λέγει του που μέσα του, "εγέλασές μου και αυτήν την φοράν μα θα σε εύρω και θα σε φάω εγώ".
Ας αφήσωμεν τον δράκον τώρα κι ας έρθωμεν στον Τυρίμον. Ο Τυρίμος μόλις έφθασεν στο βασίλειον που είχεν ο μέγας βασιλιάς επήγεν και ηυρεν τον και είπεν του τα κατορθώματα του. Ο βασιλιάς είπεν του μόλις τον άκουσεν ! "Δεν σου πιστεύω Τυρίμο, για να σου πιστέψω θα σου βάλω τρία στοιχήματα και αν τα καταφέρεις τότε κι εγώ θα τα πιστέψω. Το ένα, θέλω να μου φέρεις το πάπλωμα το χρυσόν που σκεπάζεται ο δράκος, το άλλο, να μου φέρεις το δακτυλίδι που έχει ο δράκος στο μεσαίον του δάκτυλον και είναι σφιχτόν του και έχει τώρα χρόνια να το βγάλει από το χέριν του, και το τρίτον, να μου φέρεις το άλογόν του το μαύρον που καβαλικεύει ο ίδιος με τα χαλινάρι και την σέλαν την χρυσήν".
Ο Τυρίμος έκατσεν στην σκέψιν μα δεν έμεινεν πολλήν ώραν, εσηκώθην και επήγεν να σάσει τα πράγματα του και επερίμενεν να νυκτώσει για να φύει να πάει στου δράκου. Μόλις άρχισεν να σκοτεινιάζει και όλοι εκοιμόνταν, πάει ο Τυρίμος που πάνω στο κρεβάτι που εροχάλιζεν ο δράκος κουκουλωμένος με το πάπλωμα το χρυσό και ρίχνει που πάνω ένα κουτί ψύλλους και ένα κουτί ψείρες που τα έφερε μαζί του, μόλις ο δρακός ένιωσεν τα άρχισε να κλωτσά τα ρούχα που ήταν σκεπασμένος. Μόλις έπεσεν το πάπλωμα χάμω αρπασσει το ο Τυρίμος και φεύγει. Ύστερα έρχεται και σαν είχεν το χέρι του κρεμασμένο απόξω γύρνει πάνω στο δακτυλίδι ένα μπουκάλι λάδι και γλυστρά και πέφτει χάμω, αρπασσει το και εκείνο και φεύγει. Επήγεν κατόπι στον σταύλον για το άλογόν, τούτο το στοίχημα ήταν δύσκολον γιατί, γυρόν που το λαιμόν του, ο δράκος είχε δεμένα καμπανέλια και μόλις το επλησίαζεν κανένας επαίζασιν τα καμπανέλια και άκουεν ο δράκος και έρχετουν κοντά. Ο Τυρίμος εσοφίστηκεν πρώτα-πρώτα να πάει κοντά του, μόλις επήγεν τα καμπανέλια έπαιξαν, ακούει τα ο δράκος, σηκώνεται που τα ρούχα, πάει κοντά στο άλογόν του και δε βρίσκει κανέναν γιατί ο Τυρίμος εχώστηκεν. Στράφηκεν στα ρούχα του να κοιμηθεί πάλιν, όσον και τον πηρεν ο ύπνος, ακούει πάλιν τα καμπανέλια να παίζουν, πάει κοντά πάλιν, δε βρίσκει κανέναν, "έπιασέν τον η μούγια τον γέριμον αλόπως", λέει που μέσα του και πήγεν να κοιμηθεί χωρίς έννοια. Ο Τυρίμος όταν επήγεν δυο-τρεις φορές κι ο δράκος δεν εσηκώΟηκεν, καβαλικεύει το άλογόν και φεύγει. Έως ότου ξυπνήσει ο δράκος και σηκωθεί, ο Τυρίμος ήταν μακριά πιον. Βλέπει τον ο δράκος που μακριά πέρα του ποταμού καβαλημένον πάνω στο άλογόν και να φεύγει, έβαλεν μίαν μουγκαρκάν και έσπασεν.
Ο Τυρίμος την άλλην ημέραν επήγεν στον βασιλιάν και επήρεν του τα στοιχήματα και ο μέγας βασιλιάς έμεινε θαυμαστός που είχεν τέτοιο παλικάρι μέσα στο βασίλειον του. Τότε του έδωσε την βασιλοπούλαν του για γυναίκαν του και το μισόν βασίλειον να το κυβερνά και έκαμαν σαράντα μέρες γάμον και εδιασκεδάζαν.
(Παραλλαγή που συλλέχτηκε από τον Γεώργιο Αναξαγόρου το 1958 στην Κύπρο)
Γεωργίου Α. Μέγα. Κατάλογος ελληνικών παραμυθιών.
Άννα Αγγελοπούλου - Αίγλη Μπρούσκου. Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών.