Change Text Size
+ + + + +
Ο Γιώργος, η βασιλοπούλα, και οι σαράντα δράκοι.

(Πυργαδίκια Χαλκιδικής. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Το άψυχο σώμα")

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα αντρόγυνο κι είχαν ένα παιδί που το έλεγαν Γιώργο. Ο Γιώργος ήταν πολύ ζωηρό παιδί και πολύ τολμηρό. Όταν μεγάλωσε, είπε στους γονείς του'. «Εγώ θα φύγω, θα πάω να βρω την τύχη μου», και έβαλε πριν φύγει ένα ποτήρι με νερό στο εικόνισμα. «Μόνο αν δεις καμιά φορά και γίνει το νερό του ποτηριού αίμα τότε, να ξέρεις, θα κινδυνεύω».
Φεύγει ο Γιώργος, πηγαίνει σε ξένα μέρη. Καθώς εβάδιζε σ' ένα δάσος βλέπει μια σπηλιά. Μπαίνει μέσα και βρίσκει μια βασιλοπούλα που μαγείρευε για να φάνε οι σαράντα δράκοι. Μόλις τον βλέπει η βασιλοπούλα, του λέει:
«Φύγε γρήγορα να μη σε βρουν εδώ οι δράκοι και θα σε φάνε, εμένα με κρατούν εδώ αιχμάλωτη». «Όχι, δε φεύγω», λέει ο Γιώργος, «δε φοβάμαι». Ήλθαν το βράδυ οι δράκοι κι όταν τον είδαν του λένε: «Τι θέλεις εδώ;» «θέλω να γίνω κι εγώ αδελφός σας». «Τότε, έλα να κατεβάσουμε το καζάνι από τη φωτιά». «Αφήστε το», λέει ο Γιώργος, «θα το κατεβάσω μόνος μου», κι αμέσως κατεβάζει το καζάνι. Όταν είδαν οι δράκοι τη δύναμη του, τον ζήλεψαν που ήταν τόσο γερός και του ρίχτηκαν όλοι μαζί να τον φάνε. Ο Γιώργος όμως με το σπαθί του κατόρθωσε να τους σκοτώσει όλους, κι έτσι έμεινε μόνος με τη βασιλοπούλα.
Εν τω μεταξύ όμως, ένας αυλικός, κοντός στο ανάστημα, παρουσιάστηκε στο βασιλιά, τον πατέρα της βασιλοπούλας, και του λέει: «Εγώ θα σου φέρω την κόρη σου, τι θα μου δώσεις;» «Αν μου την φέρεις, θα σου την δώσω γυναίκα σου κι όταν πεθάνω εγώ θα γίνεις εσύ βασιλιάς». Ξεκινάει λοιπόν ο κοντός μόνος του και φθάνει στη σπηλιά. Βρίσκει το Γιώργο με τη βασιλοπούλα και θέλει να του την πάρει. Ο Γιώργος αρνείται και τραβάει το σπαθί του. Το κόβει το κεφάλι του κοντού, αλλά αμέσως φυτρώνουν πενήντα άνθρωποι. Κόβει κι άλλο κεφάλι, φυτρώνουν άλλοι πενήντα κ.ο.κ. Φώναξε τότε ο Γιώργος στη βασιλοπούλα: «Αν σκοτωθώ, να με θάψεις και να βάλεις κι ένα σταυρό στο μνήμα μου». Αφού πάλεψε πολλή ώρα, στο τέλος δεν μπορούσε πια να τα βγάλει πέρα και τον σκότωσαν. Τον έθαψε η βασιλοπούλα και έβαλε κι ένα σταυρό στο μνήμα όπως της είχε ειπεί. Ο κοντός παίρνει τη βασιλοπούλα και πηγαίνει στο παλάτι. Μεγάλη χαρά είχεν ο βασιλιάς κι αμέσως τους παντρεύει.
Όταν ο Γιώργος πάλευε με τον κοντό, το νερό μέσα στο ποτήρι είχε κοκκινίσει. Τότε η γριά λέει στο γέρο της.' "Σήκω, γέρο, να πάμε στο γιο μας, γιατί κινδυνεύει". Φεύγουν λοιπόν και οι δύο μαζί για να βρουν το γιο τους. Στο δρόμο που πήγαιναν είδαν ένα φίδι που έκοψε ένα χορτάρι, το πήγε και το ακούμπησε σ' ένα άλλο φίδι ψόφιο κι αμέσως εκείνο ζωντάνεψε. Τότε κόβει κι ο γέρος λίγο χορτάρι και το παίρνει μαζί του. "Ας βρίσκεται", λέει. Κάποτε έφτασαν σ' ένα δάσος και κοντά σε μια σπηλιά βλέπουν ένα μνήμα. Σκάβουν και βλέπουν το γιο τους νεκρό. Τον βγάζουν επάνω και του ακουμπούν το χόρτο κι αμέσως αναστήθηκε. Χάρηκε ο Γιώργος που είδε τους γονείς του. Τους δίνει λίγα χρήματα και τους λέει: "Πηγαίνετε στο σπίτι κι εγώ θα έλθω μόνος μου".
Αυτός ντύνεται ζητιάνος και πηγαίνει στο παλάτι της βασιλοπούλας. Εκεί ζήτησε να δουλέψει και τον έβαλαν στο στάβλο να περιποιείται τα ζώα. Τον είδε η βασιλοπούλα μια μέρα και τον γνώρισε. Της λέει.' "Μη μιλάς, δε με γνώρισε κανένας άλλος εδώ. θέλω να ρωτήσεις του κοντού του άντρα σου να μάθεις που έχει την δύναμη του". Η βασιλοπούλα πήρε το μυστικό και λέει στο Γιώργο: "Η δύναμη του είναι σε τρία περιστέρια που βρίσκονται στην κοιλιά μιας άγριας γουρούνας που βόσκει σ' εκείνο το λιβάδι". Φεύγει, λοιπόν, ο Γιώργος και πηγαίνει στο χωριό που ήταν κοντά στο λιβάδι. Εκεί ο παπάς του χωρίου είχε πολλά γουρούνια. Του λέει λοιπόν ο Γιώργος: "Μήπως θέλεις να με πάρεις για χοιροβοσκό;" "Σε θέλω", του λέει ο παπάς, "αλλά πρόσεχε εκεί που θα βόσκεις τα γουρούνια μου μην πατήσεις στο λιβάδι της άγριας γουρούνας, γιατί θα σε φάει". "Καλά", λέει ο Γιώργος. Την άλλη μέρα, παίρνει τα γουρούνια του και τα πηγαίνει μέσα στο λιβάδι της άγριας γουρούνας. Τον βλέπει η γουρούνα και ορμά πάνω του. Παλεύουν πολλή ώρα, αλλά κανένας δεν μπορεί να νικήσει. Λέει η γουρούνα: "Αχ! να είχα μια λούτσα νερό να κολυμπήσω και να ιδείς πως θα σε νικήσω". Κι ο Γιώργος λέει: "Κι εγώ να είχα μια κλούρα ψωμί και μια τσίτσα κρασί και θα 'βλεπες". Αυτό γινότανε πολλές μέρες, τα δε γουρούνια του παπά πήγαιναν το βράδυ χορτάτα στο σπίτι. Τα έβλεπε ο παπάς και παραξενευότανε διότι μόνον τα λιβάδια της γουρούνας είχαν πολύ χορτάρι. Μια μέρα λοιπόν πήγε κρυφά στο λιβάδι και βλέπει το Γιώργο να παλεύει με την άγρια γουρούνα και τον άκουσε να λέει: "Αχ! να είχα μια κλούρα ψωμί και μια τσίτσα κρασί και θα 'βλεπες τι θα πάθαινες". Τρέχει αμέσως ο παπάς στο σπίτι, παίρνει ψωμί και κρασί και τρέχει στο λιβάδι, κρύβεται και περιμένει. Κάποτε αρχίζει πάλι η πάλη κι όταν φώναξε ο Γιώργος, αμέσως ο παπάς του δίνει το ψωμί και το κρασί. Τρώει ο Γιώργος το ψωμί, πίνει και το κρασί και αρχίζει ξανά η πάλη. Νικάει τη γουρούνα, τη σκοτώνει, βγάζει από την κοιλιά της τα τρία περιστέρια, σκοτώνει τα δύο και κρατά το ένα. Πηγαίνει στο παλάτι, βρίσκει τον κοντό άρρωστο βαριά. Τότε σκοτώνει και το τρίτο περιστέρι κι ο κοντός πεθαίνει. Παντρεύεται τη βασιλοπούλα, κι έζησαν καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα.

(Πυργαδίκια Χαλκιδικής) 
Γεωργίου Α. Μέγα. Κατάλογος ελληνικών παραμυθιών.
Άννα Αγγελοπούλου - Αίγλη Μπρούσκου. Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών.