Change Text Size
+ + + + +
Της αιχμαλωσιάς

Α'

Η κυρά 'Ρήνη του Σκληρού, κι η Αρετή του Δούκα,
κι η Χρυσοκουβουκλιώτισσα, πανέμνοστα κορίτσια,
βγήκαν να περπατήσουνε και στο λουτρό να πάνε.
Η μάνα της η Σκλήραινα, "Κάτσε, Ρηνιώ", της λέγει,
κι ο κύρης της αντίλεγε, "Σύρε, Ρηνιώ μου, σύρε,
σύρε κι εγώ για χάρη σου τρεις βίγλες θα καθίσω.
Τη μια καθίζω στο βουνό, την άλλη στ' ακρογιάλι,
την τρίτη την καλύτερη μέσ' στου λουτρού την πόρτα."


Ακόμη ο λόγος έστεκε κι η συντυχιά αποκράτει,
φωνάζει η βίγλα του βουνού, "Μια φούστα κατεβαίνει,
αφροκοπάει στα κύματα, τον Πλάτανο διαβαίνει."
Φωνάζει η βίγλα του γιαλού, "Δυο φούστες αρμενίζουν,
βάνουνε πλώρη στο Καστρί και στου λουτρού την πόρτα"
Φωνάζει κι η καλύτερη, "Κορίτσια, πιάκανέ σας!"
"Ώστε ν' αλλάξη η Αρετή, ν' αναζωστε
ί η Ειρήνη,
κι η Χρυσοκουβουκλιώτισσα το δέμα της να βάλει,
άλλοι απ' την πόρτα μπαίνουνε κι' άλλοι απ' το παραθύρι.
Την ακριβή της Σκλήραινας ανάγερα την πάνε.
Τουρκόπουλο τη δέχεται στα ολόχρυσα ντυμένο.
Στα κλάματα τήνε φιλεί, τήνε σφιχταγκαλιάζει.
Μα ένα πουλάκι κάθησε απάνω στο κατάρτι,
δεν εκελάδιε σαν πουλί, ούτε σα χιλιδόνι,
μόν' εκελάδιε κι έλεγε μ' ανθρωπινή λαλίτσα.
"Ω ουρανέ, μην το δεχτε
ίς, και γη μην το σήκωσεις,
νά χει ο αδελφός την αδερφή στον κόρφο του κλεισμένη,
σα νύφη να τήνε φιλεί, σαν άντρας να τη βλέπει!
-Ακούς, ακούς, Τουρκόπουλε, τι λέει το πουλάκι;
-Πουλάκι είναι κι ας κιλαϊδεί, πουλάκι είναι κι ας λέει.
-Για να σου πω, Τουρκόπουλε, ποιος είσαι, πώς σε λένε;
Είχα αδερφό στην ξενιτιά και πρώτο ταξιδιάρη.
"Άλλοι μας λεν' που χάθηκε κι άλλοι μας λεν' που πνίγη,
κι άλλοι μας λεν' που τούρκεψε στης Αραπιάς τα μέρη.
-Για πες μου, πες μου, λυγερή, πούθε κρατεί η γενιά σου;
-Ας είν' από τανάθεμα κι' άπ' την ανεμοζάλη.
-Πες μου, να ζήσης, λυγερή, πώς λεν τα γονικά σου;
-Η μάνα μου απ' την Κόριθο κι ο κύρης μου απ' τ' Ανάπλι,
Σκληρό τον λένε ξακουστό κι εμένα κυρά Ρήνη.
-Πιάσε αδερφή μ' την τσέπη σου, πιάσε και την ποδιά σου."
Στην τσέπη βάζει τα φλωριά και στην ποδιά τα γρόσια.
"Σύρε Ρηνιώ στο σπίτι μας, σύρε στα γονικά μας."

Β'

Έχει ο Κοντοθόδωρος, έχει όμορφη γυναίκα.
Τόνε ζηλεύει η γειτονιά, τόνε ζηλεύει η χώρα,
τόνε ζηλεύουν οι άρχοντες κι όλα τα παληκάρια,
σαν τον ζηλεύει ο βασιλιάς, κανείς δεν τον ζηλεύει.
Να του την πάρουν δεν μπορούν, να του την κλέψουν όχι,
πιάνουν και χαρατσώνουν τον ένα βαρύ χαράτσι.
Τρέχει ο κοντός στοχάζεται, το χρέος του να βγάλει.
Πουλεί το σπίτι τ' όμορφο, μ' αυλ
ές μαρμαρωμένες,
πουλεί χωράφια αθέριστα, μ' όλους τους θεριστάδες,
πουλεί κι αμπέλια ατρύγητα, μ' όλους τους τρυγητάδες,
πουλεί και τα περβόλια του, τα μήλα φορτωμένα,
επούλησεν, επούλησε, δε φτάνει να πλερώσει.
Μόν' η καλή τ' απόμεινε και πάει να την πουλήσει.
Από το χέρι την κρατεί περιγιαλού την πάει.
Βλέπει καράβια πο' ρχουνται, καράβια π' αρμενίζουν.
"Καράβια, που είστενε ψηλά, καράβια, που είστε αντίκρυα,
ποιος παίρνει κόρην όμορφη, ξανθή και μαυρομάτα;"
Κι ο ναύκληρος τήνε θωρεί 'πο μέσ' απ' το καράβι.
"Πόσα πουλείς τη λυγερή, πόσα τη μαυρομάτα;
-Χίλια φλωριά τ' αχείλι της, τα μάτια δυο χιλιάδες,
κι ο γύρος του προσώπου της αμέτρητο λογάρι."
Αμέτρητα τα ξέβαλε και αψήφιτα τα δίνει,
κι αρπά την κόρη ο ναύκληρος, βάνει την στο καράβι.
Στην πρύμη εμπήκε η λυγερή και τα πανιά φουσκώνουν.
Κι αρχίνησεν ο ναύκληρος να παίζει να γελάει.
Άρχισε ο νιος να την τσιμπά κι άρχισε ο Θιος ν' αστράφτει,
άρχισε ο νιος να τη φιλε
ί κι άρχισε ο θιος να βρέχει,
άρχισε ο νιος να τη ρωτά, κι άρχισε ο θιος να λάμπει.
"Κόρη μ', 'πο πού ειν' το γένος σου, 'πο πού είν' το ριζικό σου;
-Η μάνα μου απ' το Γαλατά, κι ο κύρης μου απ' τη Θήβα,
είχα κι ένα μικρό αδερφό, τον έλεγαν Γιαννάκη,
οι κλέφτες τον αρπάξανε κι είναι με τους κουρσάρους."
Την κόρην εξανάστρεψε, του νέου την επήγε.
"Πάρε γαμπρέ την όμορφη κι ας είν' δική σου πάλι,
και τα φλωριά που σ' έδωκα, ας είναι για προικιά της,
εσένα ,ναι γυναίκα σου και μένα είναι αδερφή μου.


Γ' 

Ανδρούτσος ο πραματευτής, Ανδρούτσος ο στρατιώτης,
από ψηλά κατέβαινε κι από τα κορφοβούνια.
Σέρνει πουλάρια αφόρτωτα, μουλάρια φορτωμένα,
κι η μούλα η χρυσοσκέπαστη βαστάει το νιόν αφέντη.
Ο νιος αποκοιμήθηκε στη μούλα καβαλάρης,
κι η μούλα παραστράτησε και πήρεν άλλη στράτα,
πήρε τη στράτα των κλεφτών, των καπεταναραίων.
Κι ο νιος όταν εξύπνησε κι ευρέθη σ' άλλη στράτα,
στέκει και διαλογίζεται και διασκορπάει το νου του.
"Τάχα μην είναι κλέφτες 'δω, μην είναι χαραμήδες;"
Το λόγο δεν απόσωσε κι η συλλογή του κράτει,
κι η κλεφτουριά ξεφάνηκε σαράντα δυο νομάτοι.
Άλλοι του κόφτουν τις τριχ
ές, άλλοι του ξεφορτώνουν.
Στέκει και τους παρακαλεί να μην τα ξεφορτώνουν.
"Παιδιά, μην ξεφορτώνετε τα έρημα μουλάρια,
γιατ' είμαι ο μαύρος μοναχός δεν μπ
όρω να φορτώσω,
μου πλήγιασαν τα στήθη μου, φορτώντας - ξεφορτώντας.
-Βρε, ιδές του σκύλου το υγιό, της κούρβας το κοπέλι,
δεν κλαίει το κεφάλι του, μόν' κλαίει τα μουλάρια.
Μωρ' πού είστε, παληκάρια μου, φωνάζει ο καπετάνιος,
βαρείτε του μια χαντζαριά στον τόπο ν' απομείνει."
Ένας του δίνει μαχαιριά κι άλλος με το κοντάρι,
κι ο τρίτος, πιο κακός φονιάς τρεις χατζαρι
ές του δίνει.
Στο χώμα έπεσεν ο νιος αιματοκυλισμένος,
βαριά βαριά αναστέναξε, βαριά βογγά και λέει.
"Μη μου βαρήτε βρε παιδιά, αφήτε τη ζωή μου,
γιατί έχω αδέρφι αρχηγό, στους κλέφτες καπετάνιο."
Ως άκουσεν η κλεφτουριά, ως άκουσεν ο πρώτος,
εκείνος που του βάρεσε τρεις χαντζαρι
ές, του λέει.
"Πες μας, να ζεις, πραματευτή, πούθε κρατεί η γενιά σου;
-Τέτοια καρδιά σκληρόψυχη βαστάτε οι μαύροι κλέφτες,
τον άνθρωπο τον σφάζετε κι ύστερα τον ρωτάτε;
Η μάνα μου απ' τα Γιάννενα κι ο κύρης μου απ' την Πόλη,
είχα και Γιάννη αδερφό, σηκώθη πρώτος κλέφτης.
-Πες μας, να ζεις, πραματευτή, σημάδια τ, αδερφού σου.
-Είχεν ελιά στο μάγουλο κι ελιά στην αμασκάλη,
και στο μικρό του δάχτυλο τον πρώτον αρραβώνα."
Στην αγκαλιά τον άρπαξε και στο γιατρό τον πάει.
"Γιατρέ μου σε παρακαλώ, γιατρέ σου παραγγέλνω,
να μου γιατρέψεις γλήγορα τούτον το λαβωμένο.
Α θέλεις χίλια έπαρ' με, α θέλεις δυο χιλιάδες,
α θέλεις και το μαύρο μου που στέκει αρματωμένος.
-Εγώ πολλούς εγιάτρεψα μαχαιροσκοτωμένους,
αν είναι ξένη μαχαιριά, εγώ να τον γιατρέψω,
αν είναι αδερφομαχαιριά καμιά γιατρειά δεν έχει."
Το χρυσομάχαιρο έβγαλε απ' ταργυρό θηκάρι,
ψηλά - ψηλά το σήκωσε και στην καρδιά το μπήγει.
Τους πήραν και τους θάψανε τους δυο σ' ένα μνημούρι. 


Πηγή: www.myriobiblos.gr