Change Text Size
+ + + + +
Τ΄ αγαπημένα αδέρφια και η κακή γυναίκα

Άλλο τι δεν εζήλεψα μέσ’ στον απάνου κόσμο,
παρά το γλήγορο άλογο και το γοργό ζευγάρι,
και τη γυναίκα την καλήν, οπού τιμάει τον άντρα.
Ήταν δυο αδέρφια γκαρδιακά και πολυαγαπημένα,
κι ο πειρασμός εβάλθηκε για να τα ξεχωρίσει.
Αγάπησε ο μικρότερος του πρώτου τη γυναίκα,
και ντρέπεται να της το πει, να της το μολογήσει.


Μα μια γιορτή, μια Κυριακή, μια πίσημην ημέρα,
που βγήκε η κόρη απ' το λουτρό κι ο νιος απ' τον μπαρμπέρη
και συναπαντηθήκανε σε ξέχωρο σοκάκι,
εξεδιαντράπη και της λέει και της το φανερώνει.
"Νύφη μου, σάμπως σ’ αγαπώ, νύφη, σάμπως σε θέλω.
Εσύ το θέλεις μια φορά κι εγώ το θέλω δέκα,
μ’ αν μ’ αγαπάς σαν σ’ αγαπώ, και θες με σαν σε θέλω,
τον αδερφό σου σκότωσε κι έλα για να με πάρεις.
Και τι αφορμή να τού βρω γω, για να τόνε σκοτώσω;
Σύρτε για να μοιράσετε το πατρικό σας χτήμα,
από τις άκρες δώσε του κι απ’ τους παλιούς τους όχτους,
κι όπου καλά και καρπερά στο μέρος το δικό σου,
κι όπου άκρη και περίτραφος στο μέρος το δικό του,
κι εκείνος είν’ αράθυμος, ρίξε και σκότωσέ τον."
Το μαύρο καβαλίκεψε και στο χωράφι πάγει.
"Ήρτε καιρός, μπρε Κωσταντή, καιρός να χωριστούμε,
έλα για να μοιράσουμε το πατρικό μας χτήμα.
Από τις άκρες πάρε συ κι απ’ τους παλιούς τους όχτους
κι όπου καλά και καρπερά στο μέρος το δικό μου,
κι όπου άκρη και περίτραφος στο μέρος το δικό σου.
Γιατί, γιατί, αδερφούλη μου, να πάρω από τις άκρες;
γιατί να μη μοιράσουμε καθώς μοιράζουν όλοι;
Πάρ’ απ’ τις άκρες, Κωσταντή, γιατί θα σκοτωθούμε.
Χαλάλι σου, αδερφούλη μου κι όλα δικά σου νά ναι,
παρά να ξεχωρίσουμε, πάρε και το δικό μου."
Τον πήρε το παράπονο, είδε τ’ αδίκημά του,
τραβιέται σε παράμερο και κάθεται και κλαίει.
Το μαύρο καβαλλίκεψε και στο χωριό γυρίζει,
τη νύφη του εφώναξε, τη νύφη του φωνάζει.
"Γλήγορα, νύφη μου, νερό, να πλύνω το σπαθί μου.
Τον αδερφό μου σκότωσα και το χω ματωμένο."
Κι αυτή από τη βία της κι άπ’ την πολλή χαρά της,
το μαστραπά φτυς άρπαξε, κρασί ήτανε γιομάτος,
τη σκάλα εκατέβηκε, νερό για να του χύσει.
Απ’ τα μαλλιά την άρπαξε, λιανά λιανά την κόβει.


Πηγή: http://www.stixoi.info