Change Text Size
+ + + + +
Τα δύο βράχια

(Βώλαξ Τήνου)

Μια φορά ήταν ένας γέρος και μια γριά. Οι μέρες τους κυλούσαν ήσυχα με τη δουλειά. Η γριά πάλευε με το νοικοκυριό της, ο γέρος έξω στα χτήματα. Όλοι οι χωριανοί τους είχαν να λένε για την αγάπη τους και την ευτυχία τους. Μια μέρα, όμως, ο γέροντας, γύρισε σπίτι του αλλιώτικος. Δεν ήθελε να φάει, μήτε να κουβεντιάσει, μον' κάθισε στο κατώφλι της πόρτας του συλλογισμένος κι άκεφος.
–Τί έχεις γέροντα; τον ρώτησε η γριά.

Μην είσαι κουρασμένος κι άρρωστος;
Ο γέρος απόκριση δεν έδωσε, κι η γριά πήρε το σκάλι* της και κάθισε σιμά του.
–Άντε, λέγε, του είπε σε λίγο χαϊδευτικά, σα να μιλούσε σε μικρό παιδί. Πες μου τι σε βασανίζει να 'λαφρώσει η καρδιά σου.
Τα μάτια του γέροντα βούρκωσαν και ψιθύρισε με κόπο.
–Οι αγελάδες μας οι δυό...
–Ε, τι πάθανε οι αγελάδες;
–Ψόφησαν. Τις δάγκωσε κάνα φίδι και τις βρήκα ψόφιες στου Φανούρη.
Η γριά λυπήθηκε, μα τι να κάνει, έκρυψε τη στενοχώρια της να μην επιβαρύνει τον άντρα της.
–Ε, καλά, είπε, θα πάρουμε άλλες, μη σκας.
Σήκωσε ο γέρος το κεφάλι και την κοίταξε στα μάτια....
–Θα πάρουμε, αλλά με τι λεφτά; Θα πρέπει να πουλήσουμε το χωράφι που 'χουμε στου Παππά, οπότε θα έχουμε αγελάδες χωρίς χωράφι... Η λευκή ήταν και γαλούσα. Θα δυστυχήσουμε τώρα, γριά μου, στα γεράματά μας. Πώς θα οργώσουμε τα χωράφια μας; Θα μείνει χέρσα η γη. Δε θα' χουμε να φάμε ψωμί.
–Ου γέρο μου, έκανε η γριά, έχει ο Θεός, κανέναν δεν αφήνει. Θα μας βοηθήσουν τα παιδιά μας.
–Πως θα μας βοηθήσουν τα κακόμοιρα; Αυτά, δεν έχουν ανάγκη να θρέψουν τις οικογένειές τους στην πόλη; Τόσο εύκολο το βλέπεις;
– Ε, καλά, μη χολοσκάς. Ο Θεός κανέναν δεν αφήνει.
Και συνέχισε να ετοιμάζει το φαγητό κοντά του.
Ο γέρος σάστισε, δεν περίμενε απ' τη γριά του τόσο κουράγιο. Το θάρρος της του έκανε εντύπωση και σα να του έδωσε δύναμη κι ελπίδα.
–Έχει ο Θεός!
Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, ξεκίνησε για τα χωράφια. Ήταν η εποχή του οργώματος, αλλά γελάδια δεν είχε, ούτε μπορούσε να βρει από πουθενά, όμως, δίχως να ξέρει γιατί, στο δρόμο βιαζόταν να φτάσει, σα να τον περίμενε η δουλειά.....
και ολοένα μέσα του έλεγε «έχει ο Θεός».
Όταν έφτασε πια στο χωράφι του, είδε από μακριά ένα παλικάρι ξανθό και όμορφο σαν άγγελο να κάθεται σε μια πέτρα, σαν να τον περίμενε. Ευθύς πήγε κοντά του.
–Καλημέρα γέροντα, είπε ο ξένος.
–Καλή σου μέρα, αποκρίθηκε ο γέρος μας.
–Δικά σου είναι αυτά τα χωράφια;
–Καταδικά μου.
–Θα έχεις πολύ δουλειά τώρα, είπε πάλι ο ξένος.
–Δουλειά, ψιθύρισε ο γέροντας και σα να ξύπνησε μονομιάς ο καημός του, κάθισε κει δα κι είπε τον πόνο του στον ξένο.
–Να αυτήν την δουλειά έχω τώρα, συμπέρανε τελειώνοντας, να κάθουμαι.
–Και γιατί να κάθεσαι;
–Τι θες να κάνω;
Το παλικάρι έμεινε μια στιγμή συλλογισμένο κι ύστερα μ' ένα ύφος περίεργο, γύρισε και του είπε:
–Θα σου δώσω μια συμβουλή, μα πρόσεξε μη μαρτυρίσεις όσα σου πω σε κανέναν. Δεν έχεις που δεν έχεις τι να κάνεις. Κάτσε, λοιπόν, και μάζεψε όλα τ' αγκάθια του χωραφιού σου και κάνε τα ένα μεγάλο σωρό.
Ο γέροντας τα έχασε. Μήπως δεν είναι στα λογικά του τούτο το παλικάρι, συλλογίστηκε, μήπως το χτύπησε ο ήλιος στο κεφάλι;
–Θες να σου φέρω κρύο νερό απ' το πηγάδι, να πιείς να δροσιστείς; τον ρώτησε.
–Θέλω, του αποκρίθηκε ο ξένος.
Σηκώθηκε τότε ο γέροντας να φέρει νερό με το γιελιό, μα ώσπου να πάει και να γυρίσει το παλικάρι είχε χαθεί.
–Άλλο πάλι και τούτο, ψιθύρισε ο γέρος και κοίταξε στα απέναντι χωριά και στην αναργιά στο βάθος, μήπως τον έπιανε το μάτι του. Κουρασμένος όπως ήταν, κάθισε να ξαπλώσει κάτω από ένα βέλανο.
Το χωράφι του απλώνονταν μπροστά του ξερό, γεμάτο πέτρες, γεμάτο αγκάθια. Η στενοχώρια τού έσφιξε την καρδιά. Γύρισε απ' το άλλο πλευρό, δεν τον χωρούσε ο τόπος.
–Να πάω στη γριά μου, σκέφτηκε, τι χρωστάει κι αυτή; Να κάτσω εδώ δεν έχω τι να κάνω. Δεν πιάνω να βγάλω τ' αγκάθια; Κάθομαι που κάθομαι· καλά μου 'πε το παλικάρι. Σηκώθηκε αμέσως και δίχως να πολυσκεφτεί τι κάνει, άρχισε να ξεριζώνει τ' αγκάθια και να τα πετά στην άκρη του χωραφιού. Ο ήλιος έγειρε δίχως να το καταλάβει. Στην αρχή του χωραφιού είχε γίνει κιόλας ένας μικρός σωρός. Γύρισε στο σπίτι του αργά, σχεδόν χαρούμενος. Τον είδε η γριά του και ούτε τον ρώτησε τίποτα, να μην του σκαλίσει τον πόνο του.
Την άλλη μέρα σηκώθηκε πάλι πρωί-πρωί και γύρισε ξανά το βράδυ ξένοιαστος. Και την άλλη μέρα πάλι τα ίδια και την παράλλη. Στην άκρη του χωραφιού ο σωρός με τ' αγκάθια είχε γίνει τώρα σωστό βουνό. Έπιασε ο γέροντα να φτιάξει δίπλα σ' αυτόν άλλον ένα. Έτσι σχηματίστηκαν δυό βουνά από αγκάθια. Μα ένα επόμενο πρωί, όταν έφτασε ο γέροντας στα χωράφια του τα έχασε, τι να δει μπροστά του; Τα δυο βουνά αγκάθια είχαν γίνει δυο βουνά από κριθάρι! Έτριβε ο γέρος τα μάτια του, έβλεπε και δεν πίστευε, θαρούσε πως παλάβωσε.
Τρέχοντας πήρε το δρόμο πίσω και όσο πήγαινε φώναζε:
–Γριά, γριά, τρέχα να δεις.
Τον άκουσε η γριά του και βγήκε στο δρόμο τρομαγμένη.
–Τι τρέχει, γέροντα;
–Γριά μου, έλα να δεις, της είπε και την άρπαζε απ' το χέρι.
Τρέχοντας, όσο μπορούσαν τα γέρικα πόδια τους, έφτασαν στο χωράφι πιασμένοι χέρι-χέρι. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει, φτερούγιζε στα στήθη τους.
–Δες, είπε μόνο ο γέροντας και της έδειξε τα δυό βουνά.
Η γριά να δει τόσο στάρι, τα έχασε...
–Χωρίς να ζευγαρώσεις, χωρίς να θερίσεις, πως έγινε τόσο σιτάρι; τον ρώτησε.
Μα ο γέρος δεν έβγαλε λέξη.
–Πες μου γέροντα, επέμενε η γριά... Δε λες το μυστικό σου σ' εμένα τη γριά σου;
Ο γέρος θυμόταν τι του είχε πει το ξένο παλικάρι. «Μη ξεστομίσεις όσα σου πω σε κανέναν». Μα η γριά επέμενε, επέμενε κι αυτός βαριέστησε στο τέλος και της τα φανέρωσε όλα.
Δεν είχε τελειώσει καλά-καλά τα λόγια του, και τα δυό βουνά έγιναν μεμιάς, κει δα μπροστά στα μάτια τους, δυό χωματόβουνα.
Αν πάτε λίγο πιο κάτω από τη Φτιά στο δρόμο με τις βλίστρες που πηγαίνει στου Παππά θα τα δείτε ακόμη σήμερα. Το ένα είναι πιο μεγάλο και το λένε Μεγάλο Βουνί και τ' άλλο, το πιο μικρό, ανάμεσα στις ποδολαχιές, Μικρό Βουνί.

Όσο για τη γριά μας και το γέρο μας, κοίταξε ο ένας τον άλλον και άρχισαν να γελάνε· «έχει ο Θεός», κανένα πλάσμα δεν αφήνει.

σκάλι = ένα είδος πήλινης χύτρας  
γαλούσα = αγελάδα ή κατσίκα που παράγει πολύ γάλα
γιελιό = σιδερένιο σκεύος για νερό
αναργιά = η επάνω μυλόπετρα ενός ανεμόμυλου
βλίστρες = οι γκρεμισμένες ξερολιθιές
ποδολαχιές = τα αποτυπώματα των ζώων

Πηγή: http://www.volax.gr