Change Text Size
+ + + + +
Το Δεσποινί.

(Μικρά ασία. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Η άτυχη")

Τα παλιά εκείνα χρόνια, τον παλιό εκείνο καιρό, είχε ένα γονιό που είχε οκτώ παιδιά και βίος πολύ, ζώα πολλά, αγελάδες και γίδια και πρόβατα. Το όγδοο παιδί ήταν ένα κοριτσάκι και το 'λέγαν Δεσποινί. Τ' άλλα ήταν αρσενικά. Κάθε πρωί που ξημέρωνε, έβρισκε τα ζώα του ψόφια! Εκεί που καθόταν συλλογισμένος, ήρθε ένας γέρος και του είπε τα βάσανα του. Του λέει ο γέρος: «Το βράδυ, όταν τα παιδιά σου κοιμούνται, να σηκώσεις το πάπλωμα, κι όποιο σου παιδί έχει τα χέρια του μέσα στα σκέλη του, να το ξεκάμεις από το σπίτι, γιατί είναι γρουσούζικο».

Ο πατέρας το βράδυ βλέπει, μα τι να δει; Το Δεσποινί, το κανακάρικο, είχε τα χέρια του στα σκέλη του! Όταν ξημέρωσε, με μεγάλο καημό, που θα διώξει το παιδί του, είπε στον παραγιό του να πάει στα ξύλα, να πάρει και το Δεσποινί και ψωμί και νερό και να το αφήσει και να 'ρτει μοναχός του πίσω. Πήγε ο παραγιός σ' ένα έρημο μέρος στο βουνό, κρέμασε την κολοκύθα με το νερό σ' ένα χαμηλό πεύκο και το σακούλι με το ψωμί και του είπε: «Κάθισε συ εδώ, και εγώ θα πάω να κόψω ξύλα και θα 'ρτω να σε πάρω, κι όταν πεινάς, να τρως ψωμί, κι όταν διψάς να πίνεις νερό...». Κι έφυγε. Ο ήλιος εκατέβαινε και ο παραγιός ούτε ήρθε, ούτε εφάνη. Ο αέρας φυσούσε και η κολοκύθα, που είχε το νερό χτυπούσε και λαλούσε και το κοριτσάκι θαρρούσε πως ήταν ο παραγιός με τον μπαλτά κι έκοβε τα ξύλα. Έκλαιε κι έλεγε: «Ε! παραγιέ μας, που κόβεις τα ξύλα... Ε! παραγιέ μας, που κόβεις τα ξύλα... Ε! παραγιέ μας που κόβεις τα ξύλα...». Κι έκλαιγε κι έβαζε τις φωνές ως τα μεσάνυχτα. Όλη τη νύχτα έτρεχε μέσα στο δάσος, κι όταν ξημέρωσε, είδε ένα χωριό και κατέβηκε στο χωριό.
Στο πρώτο σπίτι που την είδαν, είπαν πως θα είναι παιδί από καλό σπίτι και χάθηκε και το κράτησαν και το έβαλαν να πλαγιάσει και το πρωί, σαν ξύπνησαν, είδαν όλα τα ζώα τους ψόφια! Είπαν: «Τούτο δω είναι γρουσούζικο και άντε να γκρεμιστεί να φύγει από δω!», και το έδιωξαν. Πήγε παρακάτω, βρέθηκε άλλο σπίτι. «Δεν έρχομαι, λέγει το κοριτσάκι, γιατί θα ψοφήσουν τα ζώα σας», και με τα πολλά πήγε. Το πρωί ξύπνησαν και εκεί, βρήκαν όλα τα ζώα ψόφια! Όταν είδαν πως και εκεί ψόφησαν τα ζώα, κανένας πια δεν ήθελε το κοριτσάκι. Την τρίτη την ημέρα, μια χηρεμένη γυναίκα το λυπήθηκε, που έκλαιε, και το φώναξε. Εκείνο δεν ήθελε να πάει, με τα πολλά πήγε και την άλλη μέρα ψόφησαν όλα της τα ζώα, όμως δεν το έδιωξε και το κράτησε. "Να σου ψήσω ένα πανεράκι κουλούρια και γλυκούδια και να τα πας στη μοίρα σου, και να σου βάλουν την τύχη σου μέσα. Εκεί που θα πας, είναι ένας πύργος έξω από το χωριό, θα σταθείς έξω από την πόρτα και θα βάζεις φωνές και θα λες και θα ξαναλές: "Ε! μοίρα των μοιρών και μοίρα δική μου! Ε! μέρα των μερών και μέρα δική μου!" Εκείνες θα σε διώχνουν και να μην φεύγεις, ώσπου να σου αδειάσουν το πανεράκι σου και να σε βάλουν μέσα την τύχη σου",
Το βράδυ πήγε το κοριτσάκι, με το πανεράκι στον πύργο και στάθηκε έξω από την πόρτα και φώναξε: "Ε! μοίρα των μοιρών και μοίρα δική μου! Ε! μέρα των μερών και μέρα δική μου! Ε! μοίρα...". Εκείνες την έδιωχναν και, όταν νύχτωσε, βαρέθηκαν και άδειασαν το πανέρι της και το γέμισαν καβαλίνες. Το κοριτσάκι πήγε στη θεια του και της λέει: "Κοίταξε μαρ' θεια, τι μ' έβαλαν μέσα!" Την άλλη μέρα της γέμισε πάλι το πανεράκι και την έστειλε πάλι να πάει να φωνάζει απ' έξω απ' το κατώφλι που ήταν οι μοίρες, κι αυτή τη φορά της το άδειασαν και το γέμισαν με καβαλίνες. Την τρίτη τη φορά βρήκε τη μοίρα κι έκλωθε μετάξι κι άδειασε το πανεράκι και της έβαλε μια χεριά μετάξι. Πήγε στη θεια της με το μετάξι και της είπε η θεια της να το κρύψει.
Μια μέρα, γινόταν γάμος και την έντυσε και πήγαν στο γάμο. Είχαν έθιμο να δένουν τα στέφανα με μετάξι και δεν είχαν μετάξι. Η θεια είπε: "Έχει το Δεσποινί πέντ' έξι κλωστές κι ας πάει να σας το φέρει και δώστε της και σεις κάτι να χαρεί". Πήγε και το 'φέρε και ρώτησαν τον γαμπρό: "Τι να σου δώσουν;" Και ο γαμπρός τους είπε: "Βάλτε το μετάξι σε μια ζυγαριά και ζυγίστε το με χρυσάφι". Έβαζαν χρυσάφι, έβαζαν χρυσάφι, το μετάξι δε σηκωνόταν. Κι έφεραν μεγάλη ζυγαριά και δε σηκωνόταν το μετάξι. Τότε ο γαμπρός μπήκε σε μεγάλη συλλογή και αμέσως μπήκε ο ίδιος στη ζυγαριά, και τότε σηκώθηκε το μετάξι και ήρθαν ίσα ίσα, κι άφησε τη νύφη και πήρε το Δεσποινί και την έκαμε γυναίκα του. Μια μέρα που έτρωγαν και διασκέδαζαν περνούσε ο πατέρας της και την είδε στο παράθυρο και κάθισε και περίμενε να βγει, να την ξαναδεί, που έμοιαζε το Δεσποινί του. Βγήκαν οι δούλοι και του είπαν: "Τι θέλεις και κάθεσαι αυτού;" Λέει: "Είδα ένα κοριτσάκι, που μοιάζει με την κόρη μου, που την έστειλα στα ξύλα με τον παραγιό μου και την έχασα". Τον βαλαν μέσα και αναγνωρίστηκαν κι έκαμαν πάλι γάμους και χαρές και καλά ξεφαντώματα. Μήτε εγώ ήμουν εκεί, μήτε σεις να το πιστέψετε.

Παραλλαγή από το Λιβίσι της Μ. Ασίας. Από το βιβλίο της Καλλιόπης Μουσαίου Μπουγιούκου, Παραμύθια του Λιβισιού και της Μάκρης, Εκδόσεις ΚΜΣ, Αθήνα 1976.

Γεωργίου Α. Μέγα. Κατάλογος ελληνικών παραμυθιών. Άννα Αγγελοπούλου - Αίγλη Μπρούσκου. Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών.