Change Text Size
+ + + + +
Η μαγική σπηλιά.

(Ισλανδία)

Κάποτε, σε μια μικρή καλύβα στους πρόποδες ενός βουνού, ζούσε μια νεαρή μητέρα με το μικρό της γιο, που τον αγαπούσε πάρα πολύ. Το δάσος αυτό ήταν φημισμένο για τα βατόμουρά του, μεγάλα, κόκκινα και ζουμερά, και η μητέρα και το μωρό δεν έχαναν ευκαιρία να το επισκέπτονται όταν τα φρούτα ήταν ώριμα και να γεύονται τη νοστιμιά τους. Έτσι έκαναν κι εκείνη τη μέρα του μεσοκαλόκαιρου που για τους λαούς του Βορρά θεωρείται μαγική. Σκαρφάλωσαν στην πλαγιά του βουνού και έπεσαν πάνω στα μεγαλύτερα και πιο ζουμερά βατόμουρα που είχαν συναντήσει ποτέ.
Η μητέρα έκοβε προσεκτικά τους καρπούς, για να μην αγκυλωθεί ο γιος της από τα αγκάθια, και του τα έδινε για να τα φάει, γελώντας και οι δυο τους, καθώς είχαν πασαλειφτεί από κόκκινους χυμούς. Ξαφνικά, μέσα στο πυκνό δάσος, όπου είχαν χωθεί χωρίς να το καταλάβουν, είδαν το άνοιγμα μιας σπηλιάς. Στο βάθος της λαμποκοπούσαν σωροί χρυσάφι, ενώ στην είσοδο κάθονταν και το φύλαγαν τρεις νεαρές κοπέλες. 
«Έλα, νεαρή κυρία», είπε μία από αυτές. «Είναι μεσοκαλόκαιρο, η γη έχει ανοίξει τους θησαυρούς της και μπορείς να πάρεις όσα μπορέσεις να σηκώσεις από τα πολύτιμα αντικείμενα της σπηλιάς». 
Η φτωχή γυναίκα, κρατώντας το μωρό στην αγκαλιά της, μπήκε με λαχτάρα στη σπηλιά. Άρπαξε κι έριξε μερικές φούχτες χρυσάφι στην ποδιά της. Το άγγιγμα του χρυσαφιού την έκανε κάτι που δεν ήταν ποτέ στη ζωή της: φιλάργυρη. Άφησε κάτω το παιδί της και γέμισε όσο μπορούσε την ποδιά της με χρυσάφι, ασήμι και διαμάντια και έπειτα, αγκομαχώντας από το βάρος τους, βγήκε από τη σπηλιά. Την ίδια στιγμή η πόρτα της σπηλιάς έκλεισε απότομα και με κρότο, κλείνοντας το παιδί της μέσα, ενώ ταυτόχρονα ακούστηκε η φωνή μιας από τις κοπέλες μέσα από τη σπηλιά: 
«Δύστυχη μητέρα! Από τη φιλαργυρία σου έχασες το παιδί σου. Δε θα μπορέσεις να το ξαναπάρεις παρά το ερχόμενο μεσοκαλόκαιρο, ένα χρόνο από τώρα». 
Η κακόμοιρη γυναίκα τότε μόνο συνειδητοποίησε τι είχε κάνει. Πέταξε το χρυσάφι που είχε στην ποδιά της κι άρχισε να χτυπάει την πόρτα με τις γροθιές της, παρακαλώντας να της ανοίξουν. Μάταια όμως: η πόρτα της σπηλιάς παρέμενε ασυγκίνητα και παγερά κλειστή στα χτυπήματα, στις φωνές και στα δάκρυά της. Κλαίγοντας, η μητέρα πήγε στην καλύβα της και από τότε κάθε μέρα ανέβαινε στη σπηλιά, αλλά η πόρτα ήταν πάντα κλειστή. Αυτό γινόταν για βδομάδες και για μήνες. Πέρασε το καλοκαίρι, το φθινόπωρο, ο χειμώνας, η άνοιξη, μπήκε το καλοκαίρι και ξανάρθε η Γιορτή του Μεσοκαλόκαιρου. Τη μέρα αυτή η μητέρα βρέθηκε πρωί πρωί στον τόπο της σπηλιάς και με έκπληξη της είδε ότι η σπηλιά ήταν ανοιχτή, μεγάλοι σωροί χρυσάφι λαμποκοπούσαν στο πάτωμά της, οι τρεις κοπέλες περίμεναν στη θέση τους και κοντά τους το μικρό της αγοράκι μασουλούσε ένα βατόμουρο. 
«Έλα, νεαρή κυρία», είπε μια από αυτές. «Είναι μεσοκαλόκαιρο, η γη είχε ανοίξει τους θησαυρούς της και μπορείς να πάρεις όσα μπορέσεις να σηκώσεις από τα πολύτιμα αντικείμενα της σπηλιάς». 
Η γυναίκα όρμησε στη σπηλιά, ξέχασε το χρυσάφι, το ασήμι και τα μαργαριτάρια, άρπαξε στην αγκαλιά της το πιο ακριβό απ΄ όλα, το μωρό της, κι άρχισε να το καταφιλά. Ύστερα, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στους θησαυρούς, γύρισε και βγήκε από τη σπηλιά κρατώντας το μωρό της. 
«Μπορείς να πάρεις όσο χρυσάφι θέλεις», της υπενθύμισε μια από τις κοπέλες. 
«Δε θέλω τίποτ΄ άλλο, όταν έχω το μωρό μου», είπε αυτή. «Μόνο που χρειάστηκα ένα τόσο σκληρό μάθημα για να το καταλάβω». 

(Ιστορία από την Ισλανδία)
Χρήστος Μαγγούτας, Η σοφία των λαών, 111 θαυμάσιες ιστορίες από όλο τον κόσμο, εκδόσεις Φαντασία