Change Text Size
+ + + + +
Η μάνα των παραμυθιών.

(Γαλλία)

Μια φορά κι έναν καιρό λένε πως ζούσε σ' έναν τόπο ένα ζευγάρι που δεν ήταν σαν τα άλλα.
Ζούσαν αυτοί μονάχοι μέσα στο ξέφωτο ενός δάσους μακριά από τους ανθρώπους κι είχανε παρέα για γειτόνους τους τ΄ αγρίμια. Έβλεπαν από το παραθύρι της καλύβας τους να περνάνε οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες. Την άνοιξη έρχονταν τα πουλιά κι έφτιαχναν τις φωλιές τους. Το δάσος γινόταν καταπράσινο και παντού τριγύρω αντίκριζες λουλούδια μ΄ όλων των λογιών τα χρώματα και αγριοβότανα που σκορπούσαν αυτά όλων των λογιών τις μυρωδιές.  Τα ζώα άρχιζαν να βγαίνουν από τις φωλιές τους κι η πλάση ξυπνούσε από τον ύπνο του χειμώνα.
Κι ύστερα, νά σου το καλοκαίρι. Τα δέντρα έβγαζαν καρπούς και τα χορτάρια έπαιρναν να χρυσίζουν στο φως του ήλιου. Και μετά ερχόταν το φθινόπωρο. Τα πουλιά ετοιμάζονταν να πετάξουν σε τόπους πιο ζεστούς, τα δέντρα έριχναν τα φύλλα τους κόκκινα και πορτοκαλιά, κι όλο το δάσος στρωνόταν μ΄  ένα κίτρινο χαλί. Μετά ήταν η σειρά του χειμώνα. Έφερνε τις βροχές και τα κρύα και το χώμα σκεπαζόταν από τα χιόνια. Μονάχα τα χνάρια από καμιά αλεπού φαίνονταν δω και κει ανάμεσα στα δέντρα.
Η γυναίκα, λένε, είχε μια μεγάλη στεναχώρια. Απόμενε μονάχη κάθε μέρα, γιατί  ο άντρας της έφευγε νωρίς νωρίς για τη δουλειά του. Μα δεν ήταν ούτε η μοναξιά ούτε πως κάθε μέρα που περνούσε  έκανε τα ίδια και τα ίδια. Ο άντρας της κάθε απόγευμα που γύρναγε από το δάσος –κι ήτανε ξυλοκόπος η δουλειά του- είχε την κακιά συνήθεια να τη χτυπάει με μια μαγκούρα. Καθόταν αυτή να τον παραφυλάει από το παράθυρο να φανεί να έρχεται μέσα από το μονοπάτι. «Νταπ-ντουπ, νταπ-ντουπ» ακουγόταν η πατημασιά του στο χώμα. Έφτανε αυτός, χειρότερος από τα αγρίμια, με την καρδιά του πιο σκληρή κι από τα γένια του, με τα γένια του πιο σκληρά από την καρδιά του, έξω από την πόρτα της καλύβας του, έριχνε μια κλωτσιά «γκαπ», άνοιγε την πόρτα, άφηνε το τσεκούρι του πίσω από αυτήν, κρεμούσε το πανωφόρι του στο καρφί, κι ύστερα…. Κι ύστερα έπαιρνε μια μαγκούρα κι άρχιζε να χτυπάει τη γυναίκα του, να τη χτυπάει, να τη χτυπάει. Μέχρι που χόρταινε και της φώναζε: «Βάλε μου τώρα να φάω, γυναίκα!». Λένε πως ίσως να ήταν ο μόνος τρόπος που ήξερε να λέει «σ΄ αγαπώ». Κι αυτή δεν μιλούσε παρά μονάχα απόμενε να κάνει κουράγιο.
Και σαν ερχόταν το άλλο πρωί, αυτός κινούσε να πάει ξανά στο δάσος να κόψει ξύλα, γιατί ήταν ξυλοκόπος η δουλειά του, κι η γυναίκα τον έβλεπε από το παράθυρο να ξεμακραίνει. Πέρναγαν οι ώρες, κι ερχόταν το απόγευμα, κι η γυναίκα ξανά καθόταν και τον περίμενε στο παράθυρο να φανεί στο μονοπάτι. Τον έβλεπε με το τσεκούρι του στον ώμο και «Νταπ-ντουπ, νταπ-ντουπ» ακουγόταν η πατημασιά του στο χώμα. Έφτανε να, αυτός πάλι, με την καρδιά του πιο σκληρή από τα γένια του, με τα γένια του πιο σκληρά από την καρδιά του, έξω από την πόρτα της καλύβας του. Έριχνε μια κλωτσιά «γκαπ», άνοιγε την πόρτα, άφηνε το τσεκούρι του πίσω από αυτήν, έβγαζε το πανωφόρι του και το κρεμούσε στο καρφί, κι ύστερα όπως το χε κακό συνήθειο, έπαιρνε μια μαγκούρα κι άρχιζε να χτυπάει τη γυναίκα του, να τη χτυπάει, να τη χτυπάει. Και σαν χόρταινε, της φώναζε: «Βάλε μου τώρα φαί, γυναίκα, και γρήγορα!».
Κανένας δεν ξέρει πόσος καιρός πέρασε, γιατί είναι παραμύθι, μα ήρθε , λένε, ένα πρωί κι ήταν καλοκαίρι. Η γυναίκα είδε εκείνο το θεριό τον άντρα της τον ξυλοκόπο να ξεμακραίνει στο μονοπάτι και να χάνεται ανάμεσα στα δέντρα του ξέφωτου με το τσεκούρι του ριγμένο στον ώμο. Την ώρα που τον κοίταζε λένε πως ένιωσε κάτι να κουνιέται μέσα της. Ακούμπησε τα χέρια της πάνω στην κοιλιά της. Κατάλαβε πως ήταν ένα παιδί που σάλευε μέσα στα σπλάχνα της.  Ήταν η πρώτη φορά που η γυναίκα χαμογέλασε. Κι είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που χαμογέλασε για τελευταία φορά. Κι άρχισε να τραγουδάει και να χορεύει γύρω από το τραπέζι, κι άρχισε να ονειρεύεται. Μα ξαφνικά το χαμόγελό της πάγωσε στα χείλη της, η καρδιά της σφίχτηκε και η χαρά χάθηκε. Γιατί στο νου της ήρθε εκείνο το θεριό, ο άντρας της, ο ξυλοκόπος, που θα φαινόταν το απόγευμα, όπως κάθε φορά με το τσεκούρι στον ώμο του, που θα έδινε μια στην πόρτα, θα κρέμαγε το πανωφόρι του στο καρφί, θα άρπαζε τη μαγκούρα και  θα την έδερνε μέχρι να χορτάσει. Και το παιδί της; Θα έκανε κακό στο παιδί, στο δικό της παιδί, αυτό που της έφερε τη χαρά! Και βάλθηκε τώρα αυτή να σκαρφίζεται τρόπους να γλιτώσει το παιδί της από το θεριό, που δεν θα αργούσε να ακουστούν οι πατημασιές τους στο μονοπάτι «Νταπ-ντουπ, νταπ-ντουπ, νταπ-ντουπ».
Στάθηκε και παραφύλαξε δίπλα στο παράθυρό της κι η ώρα πέρασε, το απόγευμα έφτασε κι οι πατημασιές ακούστηκαν ξανά στο μονοπάτι. Τον είδε να έρχεται με τα μούτρα του σκοτεινιασμένα, τα γένια του πιο σκληρά από την καρδιά του, την καρδιά του πιο σκληρή από τα γένια του, το τσεκούρι του στον ώμο. Σίμωσε αυτός στην πόρτα, έδωσε μια κλωτσιά «γκαπ», μπήκε μέσα, έβγαλε το πανωφόρι του, το κρέμασε στο καρφί, άρπαξε τη μαγκούρα και  τη σήκωσε να χτυπήσει τη γυναίκα του, κι εκείνη, την ώρα που είδε τη μαγκούρα να τρέμει πάνω από το κεφάλι της, φώναξε: «Μη! Μη με χτυπάς, άντρα μου! Άκου μια ιστορία που έφτιαξα σήμερα για σένα!». Και ξεκίνησε να του λέει μια ιστορία. Κι άνοιξε το στόμα της και κύλησαν οι λέξεις σαν νερό, κι οι λέξεις έγιναν εικόνες κι οι εικόνες μάγεψαν το μυαλό κείνου του θεριού. Κι έλεγε κι έλεγε κι έλεγε η γυναίκα ιστορίες χωρίς σταματημό και το θεριό γούρλωνε τα μάτια κι άφηνε το στόμα του ανοιχτό να χάσκει κι απόμενε με τη μαγκούρα σηκωμένη ψηλά, ασάλευτη πάνω από το κεφάλι της γυναίκας. Κι η γυναίκα έλεγε όλη τη νύχτα ιστορίες και σαν έφεγγε το πρώτο φως της νέας μέρας έπεφτε σε σιωπή. Το θεριό, ο ξυλοκόπος κατέβαζε τότε τη μαγκούρα του, πήγαινε στο καρφί, έπαιρνε το πανωφόρι του, το φορούσε, έβαζε το τσεκούρι του στον ώμο, έκλεινε την πόρτα με δύναμη πίσω του κι έβγαινε στο μονοπάτι να πάει να κόψει ξύλα μέσα στο δάσος.
Και την άλλη μέρα το απόγευμα ξανά τα ίδια. Στεκόταν μπροστά στη γυναίκα του με τη μαγκούρα σηκωμένη έτοιμος να τη χτυπήσει, κι εκείνη φώναξε ξανά: «Στάσου, άντρα μου,  ν΄ ακούσεις, γιατί σήμερα με χτυπάς!». Κι άρχιζε ξανά μια καινούρια ιστορία, και το θεριό απόμενε με το μυαλό του μαγεμένο, τα μάτια ορθάνοιχτα, το στόμα να χάσκει, και πάλι αυτός να κρέμεται από το στόμα της γυναίκας και να ονειρεύεται τις ιστορίες που άκουγε, και η μαγκούρα έμενε ακίνητη στον αέρα μες στο τρεμάμενο χέρι του. Κι η γυναίκα έλεγε κι έλεγε όλη τη νύχτα χωρίς σταματημό, μέχρι που φάνηκε το πρώτο φως της καινούριας αυγής. Τότε έπεφτε στη σιωπή. Κι αυτό συνεχίστηκε για εννιά ολάκερους μήνες.
Ύστερα από εννιά μήνες γεννήθηκε ένα μωρό, που έφερε την αγάπη σε κείνο το ζευγάρι, και οι ιστορίες που έλεγε η γυναίκα που το κουβαλούσε σκορπίστηκαν σε ανατολή και  δύση, σε βορρά και νότο κι απλώθηκαν παντού.
Ευλογημένη να είσαι, μάνα των παραμυθιών, γιατί αν δεν ήσουν εσύ κι οι ιστορίες σου, μπορεί σ΄ αυτόν εδώ τον κόσμο, το λόγο να είχαν μονάχα οι μαγκούρες.
(Γαλλία)
Δημήτρης Προύσαλης. Παραμύθια των παραμυθάδων. Εκδόσεις Απόπειρα