Change Text Size
+ + + + +
Η ψάθινη κορδέλα.

(Ιαπωνία)

Πριν από χρόνια ζούσαν δύο γειτόνοι. Ο ένας ήταν πλούσιος, ο άλλος φτωχός. Ο πλούσιος είχε μια μοναχοκόρη, αρκετά όμορφη, κι ο φτωχός έναν γιο, ευγενικό παλικάρι. Οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν. Μια μέρα το παλικάρι βρήκε το θάρρος και πήγε στον πλούσιο να ζητήσει το χέρι της κόρης του. Ο πλούσιος τον άκουσε και γέλασε ειρωνικά. Πήρε από κάτω μια ψάθινη κορδέλα, του την έδωσε και του είπε:

-"Σύμφωνοι, θα σου δώσω την κόρη μου, αλλά μονάχα αν κερδίσεις κατιτί. Αν με αυτήν την ψάθινη κορδέλα μπορέσεις να γίνεις πλούσιος, θα την παντρευτείς.
Το παλικάρι πήρε την ψάθινη κορδέλα, ευχαρίστησε ευγενικά και ξεκίνησε να βρει την τύχη του.
Περπάτησε, περπάτησε, έφτασε σε ένα αρχοντικό. Στον κήπο ο γέροντας κηπουρός φύτευε ένα δεντράκι. Ξαφνικά ξέσπασε μια θύελλα και ο γέροντας τα έχασε, δεν ήξερε τι να κάνει για να μην του σπάσει το δεντράκι. Το παλικάρι δεν έχασε καιρό. Πήρε ένα καλάμι, το έχωσε στο χώμα κοντά στο δέντρο και τα έδεσε μαζί με την ψάθινη κορδέλα του. Ο γέροντας τον ευχαρίστησε για την βοήθεια και του χάρισε ένα μεγάλο μπανανόκλαδο. Το παλικάρι πήρε την φτέρη, ευχαρίστησε και συνέχισε τον δρόμο του.
Περπάτησε, περπάτησε, κάπου συνάντησε έναν άνθρωπο που κουβαλούσε στην πλάτη του ένα καλάθι γεμάτο μπαχαρικά. Ξαφνικά, ξέσπασε μπόρα κι ο άνθρωπος δεν ήξερε που να απαγκιάσει για να προστατέψει το πολύτιμο φορτίο του. Το παλικάρι δεν έχασε καιρό, κι έριξε πάνω στο καλάθι το μεγάλο μπανανόκλαδο. Ο άνθρωπος τον ευχαρίστησε για την βοήθεια και του έδωσε μια χούφτα μπαχαρικά. Το παλικάρι τα πήρε, τον ευχαρίστησε και συνέχισε τον δρόμο του.
Περπάτησε, περπάτησε, άρχισε να πέφτει σκοτάδι. Βρέθηκε κοντά σε μια καλύβα και χτύπησε για να περάσει το βράδυ του. Στην καλύβα ζούσε μια γριά τυφλή, που τον δέχτηκε με μεγάλη χαρά και βάλθηκε να του ετοιμάσει κάτι να φάει, μα στο σπίτι δεν είχε τίποτε άλλο παρά λίγο ρύζι.
-''Τουλάχιστον να είχα λίγα μπαχαρικά για να το νοστιμέψω, είπε λυπημένη. Το παλικάρι δεν έχασε καιρό κι έδωσε στην γερόντισσα τα μπαχαρικά
του. Αυτή έβρασε το ρύζι, το έβαλε και τα μπαχαρικά κι άρχισαν με όρεξη να τρώνε. Αλλά τα μπαχαρικά ήταν πολύ βαριά. με την πρώτη μπουκιά η γριά πετάχτηκε πάνω φωνάζοντας:
-''Πως καίει!Πως καίει!''
Και τι έγινε τότε; Από το πολύ ξαφνικό κλάμα της διαλύθηκε η σκιά μπροστά στα μάτια και ξαναβρήκε το φως της. Με δάκρυα ευχαρίστησε το παλικάρι και το άλλο πρωί αποχαιρετώντας τον, του χάρισε ένα παλιό ξυράφι.
-"Δεν έχω τίποτε άλλο, του είπε, που ξέρεις μπορεί σε κάτι να σου χρησιμέψει. Το παλικάρι πήρε το ξυράφι, ευχαρίστησε και συνέχισε το δρόμο του.
Περπάτησε, περπάτησε, έφτασε σε ένα βουνό και εκεί συνάντησε έναν περιπλανώμενο ιππότη. Αυτός ταξίδευε από πολύ καιρό, τα μαλλιά και τα γένια του είχαν μεγαλώσει τόσο πολύ, που έμοιαζε σαν ζητιάνος.
Το παλικάρι δεν έχασε καιρό. Ήταν μάλιστα ευχαριστημένος που έδωσε στο παλικάρι ένα από τα πράγματι θαυμάσια σπαθιά που έσερνε μαζί του. Το παλικάρι πήρε το σπαθί ευχαρίστησε τον ιππότη και συνέχισε τον δρόμο του.
Περπάτησε, περπάτησε, συνάντησε ένα πρίγκιπα με την ακολουθία του. Το παλικάρι έκανε στην άκρη, για να περάσουν οι επίσημοι.Μα ένας από αυτούς είδε το σπαθί του και φώναξε: "Δεν ξανάδα τέτοιο σπαθί''.
Ο πρίγκιπας ρώτησε το παλικάρι πόσα ήθελε για να του το πουλήσει.-''Δώστε μου ό,τι θέλετε, απάντησε εκείνος.
Τότε ο πρίγκιπας φώναξε έναν από τους υπηρέτες του, τον πρόσταξε να φέρει ένα δερμάτινο πουγκί γεμάτο χρυσά φλουριά και το έδωσε στο παλικάρι. Αυτό τον ευχαρίστησε, τον χαιρέτισε ευγενικά και πήρε τον δρόμο για το σπίτι.
Την άλλη μέρα χτύπησε την πόρτα του πλούσιου γείτονα, του πέταξε στα πόδια το πουγκί και του είπε:-''Να τι κατάφερα να κερδίσω με εκείνη την ψάθινη κορδ΄λα που μου έδωσες.
Ο πλούσιος άνοιξε το σακούλι κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό:μέσ υπήρχαν πολύ περισσότερα φλουριά από όσα είχε ο ίδιος. Έτσι, κράτησε την υπόσχεση του κι έδωσε την κόρη του για γυναίκα στο γιο του φτωχού γείτονα.

(Ιαπωνία)

Πηγή: http://www.activeradio.gr