Change Text Size
+ + + + +
Το πολύχρωμο νυφικό. 

(Κίνα) 

Κάποτε, στα πολύ παλιά χρόνια, ζούσε σ' ένα χωριό τριγυρισμένο από ψηλά βουνά μια κοπέλα. Είχε μεγάλη δεξιοσύνη και κανείς δεν μπορούσε να της παραβγεί στο κέντημα, το πλέξιμο και την υφαντική. Ήταν ακόμη όμορφη σα λουλούδι, αλλά απλή στους τρόπους και σεμνή, οικονόμα και προκομμένη. Για την αξιοσύνη της, όλη τη φωνάζαν Τιάο-γου που σημαίνει "Χρυσοχέρα". Αντίκρυ απ' το σπίτι των γονιών της κοπέλας έμενε ένα φτωχό παλικάρι που τον έλεγαν Μαν Τσανγκ. Οι δύο νέοι ήταν φίλοι από παιδιά και όσο μεγάλωναν, η αγάπη που τους ένωνε δυνάμωνε ολοένα. Οι γονείς των δύο νέων έδωσαν πρόθυμα την ευχή τους να σμίξουν τα παιδιά σε γάμο. Όμως η οικογένεια του Μαν Τσανγκ ήταν φτωχή, κι έτσι τα δώρα που έκανε το παλικάρι στην αρραβωνιαστικιά του ήταν πολύ απλά:
ένα διπλό στάχυ κεχρί, ένα όμορφο λάχανο και κάμποσες κατακόκκινες πιπεριές. Η Τιάο-γου ήταν πολύ ευτυχισμένη. Στα μάτια της τα δώρα του αγαπημένου της ήταν ανεκτίμητος θησαυρός, που τον φύλαγε με μεγάλη προσοχή. Κάθε πρωί που άνοιγε τα μάτια της γύριζε να κοιτάξει τα δώρα και το βράδυ πάλι τους χάριζε την τελευταία της ματιά. Την επόμενη άνοιξη οι γονείς των δύο αρραβωνιασμένων συμφώνησαν να γίνει ο γάμος το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς. Οι γονείς της κοπέλας όμως είχαν μεγάλη στενοχώρια γιατί δεν μπορούσαν να προικίσουν τη θυγατέρα τους με όμορφο νυφικό. Ήταν έτοιμοι που λέει ο λόγος, να πουλήσουν στον παλιατζή ακόμη και τα κατσαρολικά της κουζίνας τους για να εξοικονομήσουν λίγα χρήματα. Ωστόσο, η Τιάο-γου είπε στους γονείς της: "Μια καλή και άξια κόρη δεν τα περιμένει όλα από τη μητέρα της και τον πατέρα της. Τι τα 'χω τα χέρια; Γιατί να ανησυχώ λοιπόν για το τι θα φορέσω στο γάμο;". Ο Μαν Τσανγκ ονειρευόταν τη χαρά και την έκπληξη που θα δοκίμαζε η αρραβωνιαστικιά του όταν θα της χάριζε ένα κομμάτι ύφασμα. Τα χρήματα που κέρδιζε όμως από το μόχθο του δεν έφταναν γι' αυτό. Με τα χίλια ζόρια κατάφερε να μαζέψει μερικά κιλά χοντρό βαμβάκι σαν γαμπριάτικο δώρο για τη μέρα του γάμου.
Στη γειτονιά της Τιάο-γου έμενε μια οικογένεια που είχε κι αυτή μια κόρη της παντρειάς. Το όνομα αυτής της κοπέλας ήταν Τζιν-ουά και οι γονείς της την είχαν λογοδοσμένη από μικρή μ' ένα αγόρι που έμενε στην πολιτεία και ήταν από πλούσιο σπίτι. Ο γάμος της Τζιν-ουά με τον πλούσιο γαμπρό απ' την πόλη είχε οριστεί κι αυτός για το φθινόπωρο. Αρκετούς μήνες πριν το γάμο είχαν στείλει από την πολιτεία δύο σεντούκια σκεπασμένα με κόκκινα καλύμματα, γεμάτα με γαμήλια δώρα των πεθερικών: ολόχρυσα βραχιόλια στολισμένα με λουλουδάκια από πολύτιμους λίθους, μεταξένιες φορεσιές με λεπτοκεντημένους φραμπαλάδες και φούστες ολομέταξες με υπέροχα σχέδια από πολύχρωμα λουλούδια. Όλα όσα μπορούσε να ονειρευτεί μια νύφη βρίσκονταν μέσα σ' αυτά τα σεντούκια. Η Τζιν-ουά δεν μπορούσε να κρατηθεί απ' την ανυπομονησία της και πριν καλά καλά βγουν τα πράγματα από τις κασέλες άρχισε να δοκιμάζει το ένα ρούχο μετά το άλλο. Κοιταζόταν στο νερό του πηγαδιού της αυλής, έπειτα πήγαινε στο κοντινό ποτάμι και καμάρωνε στον υδάτινο καθρέφτη το είδωλο της με βαθιά ικανοποίηση.
Συνάμα φρόντιζε να τραβήξει την προσοχή της Τιάο-γου στο μεγαλείο και τη λάμψη της. Η Τιάο-γου όμως δε γύρναγε να την κοιτάξει. Με τα επιδέξια δάχτυλα της έγνεσε το βαμβάκι σε κλωστή, ύφανε το νήμα, κι απ' τ ύφασμα έραψε ένα φόρεμα. Δίπλα της είχε πάντα το στάχυ από κεχρί, το λάχανο, τα φασόλια και τις πιπεριές. Βλέποντας τα της ήρθε μια ιδέα. Ξόμπλιασε πάνω στο φόρεμα μερικά στάχυα από κεχρί, αστραφτερά σα χρυσάφι, έπειτα λάχανα πράσινα σαν λαμπερά γιάντες, φασόλια γαλάζια σαν την υπέροχη γεντιανή των βουνών και πιπεριές κόκκινες σαν κοράλλια. Έκανε το ένα σχέδιο πλάι στο άλλο και το φόρεμα γινόταν όλο και πιο όμορφο. Η Τιάο-γου καταπιανόταν μ' αυτή τη δουλειά κάθε μέρα από νωρίς το πρωί ως αργά το βράδυ. Συχνά την έπαιρνε η νύχτα και καθόταν σκυμμένη πάνω στο κέντημα της ως το πρώτο χάραμα του ήλιου. Αν καμιά φορά τρυπούσε τ δάχτυλο της κι έπεφταν μερικές σταγονίτσες αίμα, κεντούσε πάνω τους ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, ενώ μια σταγόνα ιδρώτα από το φιλόπονο μέτωπο μεταμορφωνόταν σε μικρή πεταλούδα. Τρεις ολόκληροι μήνες πέρασαν ώσπου να μπει και η τελευταία βελονιά. Το φόρεμα ήταν αληθινό θαύμα, το μάτι δε χόρταινε να το κοιτά. Ήταν πιο όμορφο κι απ' τον χρυσοπόρφυρο ουρανό της αυγής, στολισμένο με περισσότερα χρώματα απ' τα ανθάκια στις βουνοπλαγιές.
Τη στιγμή που η Τιάο-γου κοίταζε γεμάτη χαρά το τελειωμένο έργο των χεριών της, περνούσε απ΄έξω η φιλάρεσκη Τζιν-ουά, που στάθηκε κι έριξε μια ματιά απ' την πόρτα. Είδε το υπέροχο πολύχρωμο φόρεμα. Σπρωγμένη από την απληστία της άρχισε τα παρακάλια και τα παζάρια.
"Τιάο-γου, θέλεις να κάνουμε μια ανταλλαγή; Θα σου δώσω δέκα φορέματα από βαρύ μετάξι κι έξι φούστες με σχέδια από πεταλούδες για να μου δώσεις αυτό το φουστάνι".
"Να σου δώσω το φόρεμα μου; Όχι! Μπορεί να είναι φτιαγμένο από χοντρο βαμβάκι αλλά είναι ομορφότερο απ' όλα τ' άλλα!"
Απογοητευμένη και γεμάτη θυμό η Τζιν-ουά έκανε γρήγορα μερικά βήματα μπροστά κι άρπαξε το φόρεμα. "Θα το πάρω μόνο για μια μέρα! Έπειτα θα στο ξαναφέρω!"
Η Τιάο-γου δεν δέχτηκε. Ήξερε καλά τη γειτονοπούλα της. Τότε η Τζιν-ουά άρχισε να τρέχει με το φόρεμα στα χέρια, πέρασε απ' όλο το σπίτι και βγήκε στην αυλή. Η Τιάο-γου την πήρε στο κατόπι. Τότε η κακιά Τζιν-ουά προσπάθησε να πετάξει το φόρεμα πάνω από το τοιχάκι της αυλής, αλλά αυτό σκάλωσε κι έμεινε κρεμασμένο στην κορφή του. Η Τιάο-γου έτρεξε να φέρει ένα καλάμι μπαμπού για να κατεβάσει την πολύτιμη φορεσιά της. Εκείνη τη στιγμή όμως μαζεύτηκε πάνω από το φόρεμα, λες κι είχαν πάρει σινιάλο, ένα σμάρι κίσσες. Τα πουλιά έπιασαν μαζί το φόρεμα από τις άκρες και το σήκωσαν ψηλά στον αέρα. Αφού πέρασε την πρώτη έκπληξη, η Τιάο-γου άρχισε να καλοπιάνει τις κίσσες, έπειτα να τις φοβερίζει-χωρίς όμως να καταφέρει τίποτα. Τα πουλιά ανέβαιναν όλο και πιο ψηλά ώσπου χάθηκαν ανάμεσα στα σύννεφα. Η κοπέλα χτυπούσε τα πόδια στη γη γεμάτη απόγνωση κι άρχισε να κλαίει γοερά. Όλο υποκρισία η Τζιν-ουά της πρόσφερε σαν αποζημίωση ένα από τα μεταξωτά της φορέματα. Η Τιάο-γου δεν δέχτηκε αυτή την άδικη και ψεύτικη προσφορά και φώναξε: "Και ποιος θέλει τα παλιοφορέματα σου, που τα 'χεις μόνο για να κάνεις την όμορφη!". Η Τζιν-ουά είχε λυσσάξει τώρα απ' το κακό της και χαλούσε τον κόσμο λες κι ήταν εκείνη η αδικημένη. Η Τιάο-γου ήταν πολύ θυμωμένη, όχι μόνο μ' αυτό το μοχθηρό πλάσμα αλλά και με τις κίσσες. Τότε σκέφτηκε ξαφνικά κάτι: έπρεπε να πιάσει τις κίσσες! Με την κλωστή που είχε περισσέψει απ' το φόρεμα μπορούσε να φτιάξει ένα δίχτυ. Έπεσε λοιπόν με τα μούτρα στη δουλειά πλέκοντας τον ένα κόμπο μετά τον άλλο. Δυό μέρες πριν το γάμο το δίχτυ ήταν έτοιμο. Την ώρα που ανέτειλε ο ήλιος, ακούστηκε ένα βουητό στον αέρα και φάνηκε ένα σμήνος από κίσσες. Τα ασπρόμαυρα πουλιά στριμώχτηκαν με φασαρία πάνω στη στέγη του σπιτιού. Η Τιάο-γου γλίστρησε αθόρυβα στην αυλή, άπλωσε το δίχτυ και σκόρπισε πάνω του τροφή. Με δυνατές κρωξιές τα πουλιά ρίχτηκαν στα σποράκια και τα ψίχουλα. Αυτό περίμενε η Τιάο-γου. Σήκωσε γρήγορα το σχοινί και το δίχτυ έκλεισε. Όλες οι κλέφτρες οι κίσσες βρέθηκαν πιασμένες μέσα στο δίχτυ.Ή Τιάο-γου ήταν γεμάτη τόση φούρκα με τη συμμορία που έκλεψε το φόρεμα της τόσο ξεδιάντροπα, που έσφιγγε το δίχτυ όλο και πιο πολύ. Μόλις άπλωσε το χέρι να πιάσει τις κίσσες, αυτές άρχισαν να φτεροκοπούν όλες μαζί και με κρωξίματα σήκωσαν το δίχτυ μαζί με τη σαστισμένη κοπέλα ψηλά στον αέρα. Ο άνεμος σφύριζε στα αυτιά της Τιάο-γου-τόσο γρήγορα πετούσαν οι κίσσες, ανεβαίνοντας όλο και ψηλότερα, κατά την ανατολή και τον ήλιο. Η κοπέλα έβλεπε από κάτω το χωριό να μικραίνει, τα δέντρα, τα χωράφια, σε λίγο ξεχώριζε μόνο εδώ κι εκεί μια κόκκινη στέγη ή ένα λιβάδι, ώσπου στο τέλος εξαφανίστηκαν όλα. Σύντομα η Τιάο-γου ένιωσε τον αέρα των βουνών. Κι εκεί, πάνω στην πανύψηλη κορυφή μιας επιβλητικής οροσειράς κατέβηκαν οι κίσσες. Ένα πυκνό δάσος από καταπράσινες βελανιδιές, τα δέντρα των νυμφών, σκέπαζε αυτό τον κόσμο ως τις πιο ψηλές κορφές. Τα περιστέρια γουργούριζαν, οι παπαγάλοι φώναζαν, το τραγούδι των κορυδαλλών κυμάτιζε στον αέρα, και στο έδαφος τα παγώνια άνοιγαν τις ουρές τους σαν βεντάλιες. Ξαφνικά όλα τα πουλιά σώπασαν, έπειτα ξέσπασαν σε δυνατά χαρμόσυνα κελαηδήματα. Τι σήμαινε αυτό; Μια νεράιδα πρόβαλλε μέσα στο δάσος ντυμένη με ένα υπέροχο, πολύχρωμο φόρεμα. Ήταν το φόρεμα της Τιάο-γου που είχαν κλέψει οι κίσσες. Γεμάτη απορία και δυσπιστία η κοπέλα πλησίασε τη νεράιδα.
"Τιάο-γου, έραψες ένα υπέροχο φόρεμα. Οι δικές μου φορεσιές όμως είναι ακόμη πιο πολύτιμες, θέλεις να αλλάξουμε;"
"Συγνώμη αρχόντισσα κυρά μου" απάντησε η Τιάο-γου με μια υπόκλιση, "αλλά θα προτιμούσα να κρατήσω το φόρεμα μου. Είναι το νυφικό μου. Κουράστηκα πολύ να το φτιάξω, μου πήρε πολλές μέρες και νύχτες".
"Αφού είναι έτσι πρέπει να πάρεις το φόρεμα σου πίσω αμέσως!". Η νεράιδα έλυσε τη ζώνη με τα χέρια της, που είχαν το απαλό κόκκινο της αυγής, έβγαλε το φόρεμα και το παρέδωσε στην Τιάο-γου με τα παρακάτω λόγια:
"Σ' ευχαριστώ πολύ με όλη μου την καρδιά. Εύχομαι και στους δύο σας, νύφη και γαμπρό, παντοτινή ευτυχία και φτιάξετε μια μονοιασμένη, χαρούμενη οικογένεια!". Μ' αυτά τα λόγια γύρισε κι εξαφανίστηκε αμέσως.
Η Τιάο-γου έμεινε άφωνη. Τότε είδε να πετάει απ' το δάσος ένας πανέμορφος φοίνικας. Μήπως η νεράιδα είχε πάρει τη μορφή του φοίνικα; Έτσι πίστευε η Τιάο-γου. Τα πουλιά άνοιξαν τα φτερά τους και συνόδευσαν το φοίνικα στο πέταγμα του.
Η Τιάο-γου ήταν πολύ χαρούμενη που είχε ξαναβρεί το νυφικό της. Άρχιζε να κατηφορίζει το βουνό, όταν είδε σ' ένα μακρινό μονοπάτι έναν άντρα να ανηφορίζει. Ήταν ο Μαν Τσάνγκ, που βλέποντας τις κίσσες να πετάνε κουβαλώντας την αγαπημένη του, άρχισε να τρέχει προς την ανατολή του ήλιου ανεβαίνοντας λόφους και βουνά.  Η Τιάο-γυ του διηγήθηκε όλα όσα έγιναν με την Τζιν-ουά, τις κίσσες, τη νεράιδα και πως πήρε πίσω το φόρεμα της.
Ο γάμος έγινε και οι συγχωριανοί δε θυμόντουσαν να είχαν δει ποτέ πιο όμορφη νύφη. Σα νοικοκυρά η Τιάο-γου ήταν ακόμη πιο φιλόπονη και οικονόμα από πριν. Κάθε μέρα μόλις χάραζε κι ακουγόταν το πρώτο κελάηδημα πουλιού, η κοπέλα φορούσε το πολύχρωμο φόρεμα της και πήγαινε για δουλειά στα χωράφια. Όταν η ώρα ζέσταινε έβγαζε το φόρεμα, το δίπλωνε και το ακουμπούσε στην άκρη του χωραφιού. Πάντα τότε εμφανίζονταν οι κίσσες κι έκαναν κύκλους στον αέρα πάνω από το φόρεμα. Η Τιαο-γου όμως δεν είχε λόγο να φοβάται πια. Οι κίσσες έμοιαζαν να θέλουν να προστατέψουν το φόρεμα από τους κλέφτες.
Μια μέρα που η κοπέλα είχε βγάλει το φόρεμα, το ακούμπησε από απροσεξία στο δρόμο που οδηγούσε από το χωριό στην πολιτεία. Σ' αυτήν την πόλη ζούσε εδώ και καιρό παντρεμένη η Τζιν-ουά, κι έτσι ερχόταν συχνά να επισκεφθεί τους γονείς της. Από κάμωμα της τύχης πέρασε εκείνη τη στιγμή από το δρόμο και είδε το πολυπόθητο φόρεμα αφύλαχτο μπροστά στα μάτια της. Έσκυψε προσέχοντας να μην τη δουν, το σήκωσε και το φόρεσε γρήγορα. Αμέσως μετά όμως όρμησαν καταπάνω της από τα δέντρα αμέτρητες κίσσες κρώζοντας δυνατά. Με τα σκληρά, μυτερά ράμφη τους άρχισαν να γδέρνουν την κοπέλα παντού, κι έσχισαν σε μικρά κομματάκια το φόρεμα. Το πρόσωπο της κοπέλας παραμορφώθηκε από τις βαθιές πληγές και οι ουλές που έμειναν θύμιζαν τα σημάδια της ευλογιάς.
Τα μικρά κομματάκια του πολύχρωμου υφάσματος παρασύρθηκαν απ' το φύσημα του ανέμου σαν κόκκινες και πράσινες πεταλουδίτσες. Σκόρπισαν στα λιβάδια και τα αυλάκια των χωραφιών. Σύντομα κρύφτηκαν κάτω απ' τα ξερά φύλλα, βροχή έπεσε από πάνω τους και το χειμώνα σκεπάστηκαν από χιόνι.
Όταν ήρθε η άνοιξη ο τόπος γέμισε με κάτι παράξενα λουλουδάκια που κανείς δεν είχε ξαναδεί να φυτρώνουν σ' εκείνα τα μέρη. Στη θέα τους, η Τιάο-γου έπεσε σε βαθιά περισυλλογή. Άρχισε μάλιστα να τα μαζεύει και να τα φυτεύει στον κήπο της και στα μονοπάτια πλάι στα στα χωράφια, ενώ της ερχόταν συχνά στο νου η εποχή πριν το γάμο της κι όσα είχαν γίνει το προηγούμενο φθινόπωρο. Ένιωθε πως όλοι οι κήποι του χωριού, όλα τα δρομάκια και τα χωράφια είχαν στολιστεί με το δικό της νυφικό φόρεμα. Αυτό της έδινε μεγάλη παρηγοριά, ήταν σα βάλσαμο που αλάφρωνε τη θλίψη της για το χαμένο φόρεμα.
Από τότε το λουλούδι αυτό ονομάζεται "Βαλσαμίνα" ή "Άνθος της Φοινικονεράιδας".


(Κίνα)

Πηγή: http://anoixekouthoumoundou.blogspot.com

Από το βιβλίο "Παραμύθια από την Κίνα", μετάφραση Γιάννης Βαλούρδος, εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα 2011.