Change Text Size
+ + + + +
Το λιερόχενο πανάκι.

(Σιδέρι Θεσπρωτίας. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Έρως και Ψυχή")

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς κι είχε τρεις κόρες. Η ζωή τους κυλούσε ήσυχη έως ότου ο βασιλιάς αποφάσισε να ξενιτευθεί. Πριν φύγει, φώναξε τις κόρες του και τις ερώτησε τι ήθελαν να φέρει στην καθεμιά, όταν θα γύριζε. Η πρώτη του παρήγγειλε ένα σταυρό χρυσό, η δεύτερη ένα ζευγάρι σκουλαρίκια και η τρίτη του είπε να της φέρει το λιερόχενο πανάκι. Πράγματι λοιπόν, αφού ο βασιλιάς γύρισε πολλά μέρη, και γνώρισε και άλλα βασίλεια, εγύρισε το δικό του, αφού πρώτα επήρε τα δώρα στις κόρες του. Η μικρότερη βασιλοπούλα, μόλις πήρε το λιερόχερο πανάκι, έτρεξε γρήγορα στο δωμάτιο της και κλειδώθηκε μέσα.
Το δωμάτιο αυτό πάνω στην οροφή του είχε ένα μικρό φεγγίτη κι εκεί απάνω η βασιλοπούλα άπλωσε το πανάκι, γιατί αυτό ήταν μαγικό κι όταν το έβαζες εκεί, έβλεπες ποιον θα πάρεις για άντρα. Πράγματι λοιπόν, μόλις η βασιλοπούλα το έβαλε εκεί, φάνηκε ένα ολόασπρο περιστέρι, ανασήκωσε με το ράμφος του το τζάμι και μπήκε μέσα. Και τότε, μπροστά στα μάτια της έκπληκτης βασιλοπούλας, μεταμορφώθηκε σ' ένα όμορφο παλικάρι, που δεν ήταν άλλο παρά το βασιλόπουλο της γειτονικής πολιτείας. Από τότε, κάθε μέρα η βασιλοπούλα έβαζε το πανάκι στο φεγγίτη και το βασιλόπουλο, μεταμορφωμένο σε περιστέρι, έμπαινε μέσα. Η βασιλοπούλα τώρα, έχοντας για παρέα το βασιλόπουλο, απέφευγε να βγαίνει έξω και απέφευγε τις άλλες της αδερφές. Τούτο εκίνησε την περιέργεια στις βασιλοπούλες και βασανίζονταν για να μάθουν τι κάνει μέσα στο δωμάτιο της η μικρότερη.
Μια μέρα λοιπόν, οι δύο μεγάλες απεφάσισαν να κάνουν μία εκδρομή, εφώναξαν και τη μικρή να πάει, να ξεσκάσουν λιγάκι. Έτσι κι έγινε. Ένα ωραίο πρωινό, ξεκίνησαν οι τρεις μαζί για να κάνουν τον περίπατο. Μόλις όμως προχώρησαν λιγάκι, σταματά ξαφνικά η μεγάλη αδερφή, γιατί θυμήθηκε πως μαζί της είχε το ' κλειδί της ντουλάπας του πατέρα τους, γι' αυτό ξαναγύρισε πίσω. Αντί όμως να πάει το κλειδί, τράβηξε κατευθείαν για το δωμάτιο της μικρής, με σκοπό να μάθει το μυστικό της. Μόλις μπήκε μέσα, είδε το πανάκι απλωμένο στο φεγγίτη, που το είχε ξεχάσει εκεί η βασιλοπούλα, όταν έφυγε το πρωί. Σπάει λοιπόν η μεγάλη το τζάμι για να το πάρει. Αλλά, μη ξέροντας γιατί η μικρή αδερφή της το είχε εκεί, το περιεργάστηκε, το άφησε κι έφυγε. Την άλλη μέρα η βασιλοπούλα περίμενε πάλι το βασιλόπουλο. Πράγματι λοιπόν, ύστερα από λίγο ακούστηκε το φτερούγισμα του περιστεριού, που ήρθε για να μπει. Το τζάμι όμως ήταν σπασμένο κι όπως έκανε για να μπει, ένα γυαλί το τρύπησε βαθιά. Το αίμα τότε άρχισε να πέφτει σταγόνα-σταγόνα κι έτσι πληγωμένο όπως ήταν, έφυγε. Από τότε πέρασε πολύς καιρός. Η βασιλοπούλα έβαζε το λιερόχενο πανάκι στο φεγγίτη, αλλά του κάκου. Το βασιλόπουλο δεν ερχόταν. Έτσι, ενώ ο καιρός περνούσε, η βασιλοπούλα ήταν πολύ στενοχωρημένη και κλεινόταν όλη μέρα στο δωμάτιο της, χωρίς να θέλει να δει κανέναν. Τέλος, μαθεύτηκε ότι το βασιλόπουλο της γειτονικής χώρας ήταν άρρωστο βαριά κι όσα γιατρικά του είχαν δώσει, κανένα δεν το γιάτρεψε. Όλοι οι ξακουστοί γιατροί και μάγοι είχαν έρθει, χωρίς αποτέλεσμα. Μόλις το έμαθε η βασιλοπούλα, δεν αργοπόρησε. Ντύθηκε αμέσως σαν καλόγρια και πήρε δρόμο για το παλάτι του βασιλόπουλου. Βγήκε έξω από την πολιτεία και προχωρούσε μέσα στα χωράφια. Είχε αρχίσει να νυχτώνει κι απεφάσισε να περάσει τη νύχτα της στα ριζά ενός δέντρου. Μόλις όμως κάθησε, κάτι ψιλές φωνούλες πήρε το αυτί της. Δίπλα της ήταν κάτι μυρμήγκια και συζητούσαν. Ένα από αυτά, το γεροντότερο, έλεγε: "Μάθατε ότι το βασιλόπουλο είναι βαριά άρρωστο; αλλά για να γίνει καλά, δεν ξέρει ότι πρέπει να αλειφθεί με λίπος δικό μας. Μόλις το άκουσε η βασιλοπούλα, σκοτώνει μερικά μυρμήγκια, και παίρνει το λίπος τους. Προχωρώντας όμως προς το παλάτι, ξαφνιάστηκε από κάτι που γυάλιζαν στο φως του φεγγαριού. Ήταν μια ομάδα από φίδια. Αλλά και αυτά συζητούσαν. Πράγμα παράξενο όμως. Έλεγαν τα ίδια λόγια με τα μυρμήγκια, ότι δηλαδή το λίπος τους ήταν το φάρμακο για την αρρώστια. Σκοτώνει λοιπόν και δύο φίδια και παίρνει και από αυτά το λίπος. Με μεγαλύτερη χαρά τώρα συνεχίζει το δρόμο. Δεν πρόφτασε όμως να προχωρήσει πολύ, όταν την προσοχή της τράβηξε ένας θόρυβος από κάτι φτερά. Βάδισε προσεκτικά κι είδε ότι μερικοί αετοί είχαν σοβαρή συζήτηση. Και αυτοί όμως έλεγαν ότι για να σωθεί το βασιλόπουλο, έπρεπε ν αλείψει το σώμα του με λίπος δικό τους. Τότε η βασιλοπούλα πήρε και λίπος απ αυτούς αφού σκότωσε έναν. Έχοντας το γιατρικό μαζί της προχώρησε όλη τη νύχτα και την άλλη μέρα έφτασε έξω από το παλάτι. Όταν όμως ζήτησε να μπει μέσα, δεν της το επέτρεψαν, γιατί η βασίλισσα είχε απελπιστεί πια και δε δεχόταν κανέναν άλλον. Μπροστά στην επιμονή όμως της καλόγριας υποχώρησε κι έτσι η βασιλοπούλα μπήκε στο παλάτι. Πήγε λοιπόν κατευθείαν στο δωμάτιο που ήταν το βασιλόπουλο κι άρχισε αμέσως να του κάνει το μπάνιο πρώτα με λίπος από τα μυρμήγκια. Η βασίλισσα βλέποντας την παράξενη αυτή θεραπεία ρώτησε το βασιλόπουλο πως είναι. "Είμαι σαν μυρμήγκι", της απάντησε. Μετά η βασιλοπούλα του έκανε το δεύτερο μπάνιο με το λίπος των φιδιών. Η βασίλισσα πάλι τον ερώτησε κι αυτός απήντησε ότι τώρα νιώθει σαν φίδι. Τέλος, μετά το μπάνιο από το λίπος των αετών και την ερώτηση της βασίλισσας, το βασιλόπουλο απάντησε: "Τώρα νιώθω σαν αετός. Είμαι πολύ καλά, γερός και δυνατός, θέλω όμως ένα μαχαίρι, για να σκοτώσω τη βασιλοπούλα που με πλήγωσε". Στα λόγια αυτά η βασίλισσα χάρηκε πολύ γιατί το παιδί της ήταν πάλι γερό και για να ευχαριστήσει την καλόγρια, τη ρώτησε τι ήθελε να της χαρίσει γι' αντάλλαγμα για την υγεία του γιου της. Η βασιλοπούλα σκέφτηκε για λίγο κι ύστερα είπε ότι ήθελε μόνο το δαχτυλίδι που φορούσε το βασιλόπουλο. Πράγματι, της το έδωσαν κι η βασιλοπούλα έφυγε γρήγορα για το παλάτι της. Μόλις πήγε, πήρε αμέσως το λιερόχερο πανάκι και το άπλωσε στο φεγγίτη. Αμέσως τότε παρουσιάστηκε το περιστέρι και μπήκε μέσα. Κρατούσε μάλιστα και το μαχαίρι για να σκοτώσει τη βασιλοπούλα. Όμως αυτή πρόλαβε και του 'δείξε το δαχτυλίδι που είχε στο χέρι της. Τότε το βασιλόπουλο κατάλαβε ότι ο σωτήρας του ήταν η βασιλοπούλα κι αφού πέταξε το μαχαίρι, την πήρε και πήγαν στο βασιλιά για να του πει ότι τη θέλει για γυναίκα του. Έτσι, μετά από λίγες μέρες έγινε ο γάμος κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

(Καταγράφηκε το 1959 από τη Ροδάνθη Σπυροπούλου. Αφηγήτρια, μια αγράμματη γριά από την Ήπειρο, από το χωριό Σιδέρι Θεσπρωτίας)
Γεωργίου Α. Μέγα. Κατάλογος ελληνικών παραμυθιών. Άννα Αγγελοπούλου - Αίγλη Μπρούσκου. Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών.