Change Text Size
+ + + + +
Το βασιλόπουλο με την Πεντάμορφη.

(Καινά Αποκορώνου Χανίων. Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Η στρίγγλα")

Ένας βασιλιάς είχε τρεις γιους και θηλυκό παιδί δεν έκαμε. Παρακαλούσανε λοιπόν με τη βασίλισσα ντου τον θεό να κάμουνε ένα θηλυκό παιδί κι ας είναι και αέριον. Ο θεός άκουσε την παρακάλεσιντονε και τους έστειλε ένα παιδί θηλυκό, που ήτανε όμως αέριο. Σιγά σιγά επέρνα ο καιρός και γίνηκε δώδεκα χρονών. Τότε ξαφνικά μια βραδιά έχασαν από το στάβλο ένα άλογο. Ο βασιλιάς εμπήκε σε ανησυχία γιατί δεν ήξερε ποιος έκλεψε το άλογο και το λέει τσι τρεις γιους του. Ο πρώτος λέει:
«Εγώ, πατέρα, θα κάτσω να φυλάω με τη σαΐτα τη νύχτα στο στάβλο να δω ποιος μας κλεφτεί τα άλογα». Πραγματικά επήρε τη σαΐτα και έκατσε και επαραφύλαε. Όμως σιγά σιγά τον επήρε ο ύπνος. Το πρωί που σηκώθηκε είδε πως έλειπε κι άλλο άλογο. Τρέχει και το λέει στον πατέρα ντου χωρίς να του πει πως εκοιμήθηκε. Τότες λέει ο δεύτερος γιος του βασιλιά: "Πατερά, εγώ θα πάω για να δω ποιος είναι ο κλέφτης". Την έπαθε όμως κι αυτός σαν τον πρώτο και όταν εξύπνησε έλειπε και τρίτο άλογο. Σαν τ' άκουσε ο τρίτος γιος του βασιλιά, που ήτανε κι ο πιο έξυπνος, λέει: "Εγώ, πατέρα, θα πάω, και θα δεις πως θα βρω τον κλέφτη".
Αυτός είχε μπει σε υποψία πως ήτανε η αδερφή ντου που τα 'κάνε τουτανά τα πράματα γιατί εθυμούντανε τσι παρακάλεσες των γονιών του. Δεν είπε όμως πράμα σε κανένα. Οι άλλοι ντου αδερφοί τον επεριπαίζαν γιατί τόνε ζηλεύανε. Όμως αυτός παίρνει το μαχαίρι ντου και πάει στο στάβλο. Βάλει το μαχαίρι με την κοπή απάνω, κάτω ες την γη εκειδά που εκαθότανε για να κτυπά η κεφαλή ντου πάνω σ' αυτό όταν θα τον πάρει ο ύπνος και να ξυπνά. Όντας θα ήτανε σ' τσι δύο η ώρα γροικά έναν αέρα και μπήκε στο δωμάτιο από το παραθύρι. Μόλις άκουσε αυτός αυτό το πράμα έριξε τη σαΐτα προς το μέρος εκείνο και εκατάλαβε πως εβάρηκε κάπου. Το πρωί βρήκε τα άλογα εντάξει. Στο μέρος που εκτύπησε η σαΐτα εβρηκε αίμα και ένα κομμάτι δαχτύλι. Αυτή (γιατί ήτανε η αδερφή του), είχε κτυπηθεί στο δαχτύλι και το 'χε κόψει η σαΐτα. Μόλις είδε αυτός το δαχτύλι είπε: πραγματικά θα 'ναι η αδερφή μου. Παίρνει το δαχτύλι και το πρωί επήγε στο παλάτι. Η αδερφή ντου ήτανε πεσμένη στο κρεβάτι άρρωστη και είχε δεμένο το δαχτύλι της για να μην το δούνε οι άλλοι. Σαν επέρνα η ώρα και δεν εσηκώνουντανε από το κρεβάτι επήγε η μάνα τζη και τσι λέει: "Δεν σηκώνεσαι παιδί μου; μήπως είσαι άρρωστη να φέρουμε το γιατρό;" Όμως εκείνη δεν ήθελε τίποτα να ακούει. Τότε ο μικρότερος αδερφός παίρνει τη μάνα του και τον πατέρα του και τους λέει: "Η αδερφή μου είναι αέριο κι αυτή έκλεφτε τα άλογα", και τους δείχνει το δαχτύλι και τους αναστορίζει την παρακάλεση που είχανε κάνει στο θεό. Λέει σε όλους: "Να φύγομε από εδώ όλοι και να την αφήσομε γιατί μια μέρα θα φάει όλη την πολιτεία και δε θα μείνει άνθρωπος".
Όμως ο βασιλιάς δεν το πολυπίστεψε και δεν ήθελε και να χάσει τα πλούτη του και δεν ήθελε να φύγει. Η μάνα του όμως εδέχτηκε κι αφού πήρε ό,τι χρειαζότανε κι έβαλε στην τσέπη της τρεις χουρμάδες, εφύγανε οι δύο τους με τα άλογα. Εβαδίζανε όλη την πρώτη μέρα και το βράδυ εκάτσανε να ξεκουραστούνε και να φάνε. Τότε η μάνα ντου του δίνει τον ένα χουρμά και του λέει: "Να τόνε φας και το σπόρο να τον φυτέψεις, γιατί θα χρειαστεί". Το ίδιο εγίνηκε και τσι άλλες δύο μέρες. Τελευταία επέσανε σ' ένα μέρος που ήτανε δράκοι. Πάνε κοντά και θωρούνε ένα μεγάλο σπίτι με μια σεδερένια πόρτα με σαράντα κερκέλους -όσοι ήτανε κι οι δράκοι- και επηγαίνανε όλοι μαζί οι δράκοι, κι έπιανε ο καθένας ένα χαλκά και σηκώνανε την πόρτα. Πιάνει ο μικρός με τα δύο ντου χέρια και προσπαθεί ν' ανοίξει την πόρτα. Τότε θωρεί πως είχε δύναμη σαν σαράντα δράκοι, γιατί αμέσως άνοιξε την πόρτα. Μπαίνουνε μέσα και θωρούνε δύο λαβέτζια και εβράζανε αγριόχοιροι μέσα. Αφού εφάγανε, εκαθήσανε εκεί λίγη ώρα. Ύστερα ο γιος λέει στη μάνα ντου:
"Εδά θα 'ρθούνε οι δράκοι, μόνο εγώ θα βγω στον όντα και να μη με μαρτυρήσεις". Αυτή έκατσε κάτω και εσκούπισε και εκαθάρισε. Μόλις γυρίσανε οι δράκοι ευχαριστηθήκανε και της είπανε να μείνει και να την έχουνε σαν μάνα. Σαν έφαγαν λέει ένας: "Ακούω ανθρωπινή μυρωδιά". Τότε λέει η μάνα του βασιλιόπουλου: "Δεν είναι πράμα, εγώ είμαι εδώ, γι' αυτό". Ένας από τσι δράκους όμως λέει: "Εγώ θα βγω να δω είντα 'ναι στον οντά". Μόλις εβγήκε, ο άλλος χωσμένος στην πόρτα από πίσω τον εσκότωσε και του κόψε το κεφάλι και τόνε πέταξε σε μια παλιόστερνα στην πίσω μεριά. Σαν είδαν οι άλλοι ότι δεν εγύριζε αποφάσισαν να πάει άλλος. Κι εγίνηκε το ίδιο και με τσι τριάντα εννιά. Του τελευταίου δεν του 'κόψε καλά το κεφάλι μόνο τόνε πέταξε μαζί μ' αυτό στη στέρνα. Τότε κατεβαίνει και το λέει στη μάνα του.
Κάτσανε εκεί ένα μήνα. Κοντά δε εκεί ήτανε ένας άλλος δράκος, αδερφός των σαράντα, και μια είχε μια αδερφή, την Πεντάμορφη, που την είχε κλεισμένη στο γυαλένιο ντου πύργο και μπροστά δύο λιοντάρια να τρώνε όποιον πήγαινε να μπει. Πήγε ο νεαρός μοναχός του, παρά τσι παράκλισες τσι μάνας του να μην πάει, και βλέπει μια γριά και την ρωτά πως θα μπει. Αυτή (ήτανε η τύχη ντου) του λέει: "Δεν μπαίνεις μέσα;". Τότε αυτός τήνε σκοτώνει. Πιο πέρα βλέπει ένα κριγιό και τόνε σκοτώνει και τόνε μοιράζει στα λιοντάρια και έτσι μπαίνει μέσα. Προχωρεί και θωρεί την Πεντάμορφη. Αυτή τόνε ρώτησε πως εμπήκε. Αυτός δεν της έλεγε, μα αυτή επειδή ήτανε μάγισσα εβρήκε με τα μάγια. Τότες του λέει: "Έρχεται ο αδερφός μου τώρα και θα σε φάει, μόνο να σε χώσω". Όμως αυτός της λέει: "Εγώ θα κάτσω να τόνε περιμένω". Αυτή ευχαριστήθηκε, γιατί είδε πως ήτανε δυνατός και τόνε αγάπησε, γιατί ήτανε γενναίος. Μόλις εμπήκε ο δράκος ετριγύριζε αλλά ήτανε κουρασμένος και έκατσε να ξεκουραστεί. Όταν ξεκουράστηκε, σηκώνεται και χύμα κατά του νεαρού. Επαλεύανε πολλή ώρα χωρίς κανείς να νικήσει. Τότε λέει ο δράκος στην αδερφή ντου: "Αδερφή μου, δος μου το ποτήρι με το κρασί που έχει τη δύναμη των δράκων, και τότε εγώ θα του δείξω". Της λέει όμως και το βασιλιόπουλο: "Δος μου ένα φιλί στο μάγουλο και θα δεις τότε, δράκε, πως είναι οι άντρες". Αυτό το 'πε ο καθένας δύο φορές και την τρίτη φορά η Πεντάμορφη του δίνει ένα φιλί στο μάγουλο και τότε το βασιλιόπουλο ρίχνει χάμω τον δράκο και τόνε σφάζει. Τότες επήρε την Πεντάμορφη γυναίκα του και εζούσανε καλά.
Όταν επέρασαν τέσσερεις-πέντε μήνες της λέει: "θα πάω να βρω τη μάνα μου". Αυτή όμως τον εμπόδιζε και του 'λέγε: "Μην πας, γιατί ο τελευταίος μου αδερφός που δεν τον έσφαξες καλά αναστήθηκε, γιατί του 'δώσε η μάνα σου το αθάνατο νερό και θα σε σκοτώσει. Η μάνα σου τόνε πήρε άντρα της και θα σε ψευθεί". Αυτός όμως επέμενε και στο τέλος έφυγε. Σαν έφευγε του δίνει αυτή δύο δισάκια και του λέει: "Όταν θα είναι να σε σκοτώσει ο αδερφός μου, θα του πεις να σε κόψει κομματάκια, να σε βάλει στα δισάκια, να σε φορτώσει στο άλογο και να τ αφήσει να τριγυρνά, κι αυτό που ξέρει θα σε φέρει πίσω να σε αναστήσω". Αυτός εμπιστευόμενος στη δύναμη του, που την είχε στην κεφαλή σε μια χρυσή τρίχα, και στην μάνα ντου, φεύγει.
Όταν έφτασε, έλειπε ο δράκος και η μάνα ντου του έκανε παράπονα γιατί την απαρνήθηκε. Αυτή ήτανε συνεννοημένη με το δράκο και ετσιδά που τον εχάιδευε και τον εψείριζε του κόβει τη χρυσή τρίχα, και τότες μπαίνει ο δράκος και τόνε βάζει κάτω να τον σφάξει. Τότε αυτός του λέει ό,τι του 'χε πει η γυναίκα του. Έτσι κι έγινε και το άλογο τον εγύρισε πίσω. Η Πεντάμορφη παίρνει τα κομματάκια ντου και τα έβαλε σ' ένα γυαλένιο τραπέζι κι άρχιξε να τα ραφτεί. Σαν τον απόρραψε, με το αθάνατο νερό τον ανάστησε.
Πέρασε πάλι πολύς καιρός ευτυχισμένα. Όμως αυτός εθυμήθηκε την αδερφή ντου και τους άλλους και ήθελε να πάει να τσι δει. Εν τω μεταξύ είχε μεγαλώσει πάλι η τρίχα στην κεφαλή ντου και είχε αποκτήσει τη δύναμη του. Η γυναίκα του τον εμπόδιζε, όμως αυτός επέμενε. Εκείνη πάλι του λέει (με τα μάγια), ότι «η αδερφή σου έχει φάει όλη την πολιτεία και θα σε φάει, διότι έχει μεγαλύτερη δύναμη από σένα». Του δίνει τρεις τρίχες, μία από καπλάνι, μία από αρκούδα και μία από κουκούτσα και του λέει: «Όταν σου τύχει ανάγκη θα φωνάξεις του πρώτου δέντρου! «βοήθα μου!» και αυτό θα σε πάρει και θα σε πετάξει μακριά. Το ίδιο και στο δεύτερο. Στο τελευταίο δέντρο θα σε φτάσει και θα κινδυνέψεις να σε φάει. Τότε θα κάψεις τσι τρίχες και θα παρουσιαστούνε τα θηρία και θα τήνε πιάσουνε και η κουκούτσα θα γίνει σκάφη να τήνε σφάξεις μέσα για να μην πέσει το αίμα, διότι θα έπαιρνε ύστερα συνεχώς δύναμη, θα τσι παίξεις μια μαχαιριά κι αυτή θα σου πει', «κι άλλη, αδερφέ μου», όμως εσύ δεν θα τσι παίξεις άλλη γιατί θα ζωντανέψει να σε φάει».
Πάει αυτός και τη βρίσκει μόνη και έπαιζε μαντολίνο. Μόλις τον είδε εχάρηκε γιατί ήθελε να τόνε φάει. Τότε του λέει'. «Αδερφέ μου θα πεινάς, να κατεβώ να σου ψήσω αυγά κάτω και παίζε εσύ ωστόσο το μαντολίνο». Κατεβαίνει κάτω και άρχιξε να ακονίζει τα δόντια της. Τότε πηγαίνει ένας ποντικός και του λέει: «Δώσε μου το μαντολίνο και φύγε γιατί η αδερφή σου ετοιμάζεται να σε φάει». Πράγματι έτσι και έγινε. Έφυγε αυτός, τον κυνηγούσε εκείνη. Τότε κάνει αυτός όλα όσα του είχε πει η γυναίκα του. Στο τελευταίο δέντρο καίει τις τρίχες, έρχονται τα θηρία, παίζει σ' αυτήν μόνο μια μαχαιριά, αν και του φώναζε'. «Αδερφέ μου, δύο, να ξεκουραστώ», κι έτσι τη σκοτώνει και γυρίζει στη γυναίκα του την Πεντάμορφη, για να ζήσουνε πλέον ευτυχισμένοι.

(Συλλέχτηκε από τον Μιχάλη Σταυρουλάκη στην Καινά Αποκορώνου Χανίων. Του το διηγήθηκε ο Κωνσταντίνος Μαρκετάκης, 78 ετών)
Γεωργίου Α. Μέγα. Κατάλογος ελληνικών παραμυθιών.
Άννα Αγγελοπούλου - Αίγλη Μπρούσκου. Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών.