Change Text Size
+ + + + +
Ο χασάπης κι ο βασιλιάς.

(Παραλλαγή του παραμυθιακού τύπου "Ο καλός και ο κακός αδελφός")

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δύο αδέλφια, ο ένας ήτανε πολύ φτωχός κι ο άλλος ήτανε χασάπης. Λοιπόν σαν τ' Αη Φιλίππου ο φτωχός δεν είχε ούτε ψωμί ούτε τίποτα. Λοιπόν είπε ο φτωχός στη γυναίκα του, να πάει να γυρέψει απ το χασάπη λίγο κρέας και λίγο ψωμί. Λοιπόν πάει αυτή κι αυτός τη διώχνει και δεν της δίνει τίποτα. Πάει στον άντρα της αυτή και μπήγει τα κλάματα και του λέγει: "Δε μου 'δώσε". Είχε τρία παιδάκια αυτή. Λοιπόν τα βάνει τα παιδάκια να κοιμηθούν νηστικά. Αυτός τότε της λέει της γυναίκας του:
"θα φύγω, γυναίκα, κι όπου με βγάλει η τύχη μου". Πήρε μια μποτίλια νερό, τήνε γέμισε και τήνε πήρε μαζί του.
Περπάταε τρία μερόνυχτα, βγαίνει σ' ένα κάμπο μέσα. Λοιπόν εκεί ήτανε μια γκοτσιά, που κάνει αυτά τα γκότσια που τρώγονται. Πάει τρώει τα γκότσια, πίνει και νεράκι κι ανεβαίνει απάνω στην αγκοτσιά. Πήρε ανεμοστρόφιλας, αέρας πολύς και μαζί με τον αέρα αυτό ξεπηδήσανε ζερζεβουλαίοι και πάνε και κάθονται από κάτω εκειδά. Λοιπόν αρωτάνε οι Σατανάδες και λένε: "Τι 'κάνες", του λέει, "εσύ;". "Εγώ ήβαλα ένα ντρόγυνο και μαλώσανε". "Κι εγώ έβαλα δύο αδέρφια και σκοτωθήκανε". Ένας άλλος στο μεταξύ λέει τ' αλλουνού: "Είναι ένας βασιλιάς άρρωστος τυφλός, δέκα γιατροί μπαίνουνε και δέκα βγαίνουνε, τίποτα δεν τον κάνουν καλά, κι όποιος βρεθεί και τη γεμίσει αυτή την μποτίλια και του την πάει και του χύσουνε στα χέρια του και πλυθεί τρεις φορές θα δει, θα γίνει εφτάγιανος". Κι οι σατανάδες φύγανε.
Κατεβαίνει τότε αυτός και παίρνει αυτή την μποτιλίτσα και τήνε γεμίζει και φεύγει κι αυτός. Μια και δύο στο βασιλιά πάει. Πα να μπει μέσα, οι κλητήρες δεν τον αφήνανε να μπει μέσα. Λοιπόν ακούει ο βασιλιάς τη φασαρία από πάνω, δεν τον αφήνανε. "Τ' είναι; τ' είναι;" "Βασιλέα μου, είναι ένας κουρελιάρης, ν' ανέβει λέει, θέλει να σε κάνει καλά". Διάταξε ο βασιλιάς να τόνε πάνε απάνω. Πάει λοιπόν απάνω, του χύνει νερό. Αυτός, άμα του 'χύσε νερό και πλύθηκε, μια βολά είδε λιγάκι. Του ξαναχύνει πάλι, ξαναπλένεται. Του ξαναχύνει, γένηκε καλά. Του λέει ο βασιλιάς άμα γένηκε καλά: "θέλεις χρήματα;" "Τίποτα δε θέλω, βασιλιά μου", του λέει "την υγεία σου", λέει, "θέλω". "Λοιπόν", γύρισε και του λέει ο βασιλιάς, "να σε κάνω και σένα βασιλιά και να σε στείλω σ' άλλο μέρος;" Τόνε κάνει λοιπόν βασιλιά και πιάνει κι ένα πλοίο μ' όλα τα σωστά και τόνε βάζει μέσα και τόνε στέλνει για τη Σμύρνη.
Λοιπόν άμα πήε το καράβι εκεί αρχίνησε να ρίχνει κανόνια. Πάνε κόσμος και τον έβλεπε και τόνε χαιρέτα. Λοιπόν αυτός με όλα αυτά κοίταε στο δρόμο να δει τη γυναίκα του και τα παιδιά του να ζητιανεύουνε. Την είδε και διατάζει και τη παίρνουνε και τήνε πάνε απάνω. Λοιπόν αυτή ήκλαιγε, γιατί δεν τον εγνώρισε τον άντρα της. Της λέει αυτός.' "Κυρά μου, γιατί ζητιανεύεις;" Λέει.' "Ο άντρας μου έφυγε και 'γω ζητιανεύω να ζήσω τα παιδιά μου". "Αν θα δεις τον άντρα σου", της λέει, "θα τόνε γνωρίσεις;" Απαντά εκείνη: "Τον άντρα μου δε θ' αναγνωρίσω;" Της λέει.' "Κοίταξε με καλά!" Λέει: "Δε σ' αναγνωρίζω". Αυτός είχε ένα ασημάδι στην αμασκάλη του. Λοιπόν τραβά τα ρούχα του. Τόνε γνώρισε τότες και λιποθύμησε αυτή. Αυτός διατάζει, την αρπούνε και κείνη και τα παιδιά και τους πάνε στο λουτρό και τσι ντύσανε βασιλικά εκείνη και τα παιδιά. Κάτσαν στο θρόνο τα παιδιά κι αυτή, κι έγινε αυτή βασίλισσα και τα παιδάκια πριγκιπόπουλα.
Λοιπόν, ο χασάπης ο αδελφός του πήε και τον έβρε. Πήανε λοιπόν φιληθήκανε αυτοί και του 'πε: "Αδερφέ μου, πως έγινες βασιλιάς;" κι ήκατσε και του 'πε την ιστορία όλη. Του διηγήθηκε όλα, πως πήε στο δέντρο απάνω. Λοιπόν, ο αυτός ζήλεψε ο χασάπης. Πάει σπίτι του, της λέει της γυναίκας του: "Βάλε μια μποτίλια νερό μάνι-μάνι". Λοιπόν αυτός μια και δύο πάει. Αυτός ανεβαίνει απάνω στο δέντρο. Πάλι λοιπόν πάνε οι ζερζεβουλαίοι. Πάνε, κάθουνται από κάτω από το δέντρο. Αρώτηξαν ο ένας τον άλλονε πάλι τι έκανε. Είπανε τα ίδια.' σκότωσα ένα'ντρόγυνο, έβαλα δύο αδέλφια και σκοτωθήκανε. Αρωτάνε και τον πιο μικρούτσικο το ζερζεβούλι τι έκανε! "Εκείνο", λέει, "που έκανα εγώ δεν μπορεί κανείς σας να το κάνει". Λέει: "Τι έκανες;" "Λοιπόν πόσα χρόνια ηπολέμα να τόνε φέρω αυτόναμε, να τόνε βάλω εκεί απάνω". Τον είδανε οι σατανάδες τότε και του λένε: "Έλα κάτω, κύριε", και τόνε κατεβάσανε κάτω και τον εκάνανε κομμάτι και τον εφάγανε κι εφύγανε κι αυτοί. Τελείωσε. Είδες όμως η κακία και η ζήλεια τι κάνει! 

Γεωργίου Α. Μέγα. Κατάλογος ελληνικών παραμυθιών. Άννα Αγγελοπούλου - Αίγλη Μπρούσκου. Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών.