Change Text Size
+ + + + +
Η ιστορία της Φατιμά

(Ιστορία των Σούφι)

Μια φορά κι ένα καιρό, τα πολύ παλιά τα χρόνια, ζούσε στη Σμύρνη μια κοπέλα που τη έλεγαν ΦατιμάΗ Φατιμά μεγάλωνε με τον πατέρα και τη μητέρα της, και ήταν ευτυχισμένη. Ο πατέρας της ήταν κλώστης, έφτιαχνε κλωστές και νήματα από μαλλί, από βαμβάκι, από μετάξι. Η Φατιμά καθόταν ώρες πολλές μαζί του κι είχε μάθει να γνέθει και να φτιάχνει κλωστές σ’ όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου.
 Όταν μεγάλωσε κι έγινε κόρη της παντριάς, ο πατέρας της την πήρε μαζί του, να ταξιδέψουν, για να βρει ένα όμορφο παλικάρι να πάρει γι’ άντρα της. Διάλεξαν λοιπόν ένα καράβι, ένα σκαρί τρικάταρτο, που το φόρτωσαν κλωστές και νήματα. Άνοιξαν πανιά, βγήκαν από το λιμάνι της Σμύρνης και σταμάτησαν στη Χίο όπου πούλησαν ένα μέρος από το εμπόρευμά τους κι αγόρασαν χιώτικη μαστίχα. Ύστερα πήγαν στη Σάμο, όπου αγόρασαν κρασί σαμιώτικο. Από κει κατέβηκαν ακόμα πιο νότια κι έφτασαν στη Ρόδο. Κι ενώ, σε όλο το ταξίδι, ο πατέρας εμπορευόταν, η Φατιμά γλυκοκοίταζε τους νέους, περιμένοντας να βρει αυτόν που θα έπαιρνε γι’ άντρα της.  
Από τη Ρόδο έβαλαν πλώρη για την Κρήτη. Αλλά στο δρόμο, ξέσπασε θύελλα. Βουνά σηκώθηκαν τα κύματα, και το καράβι πήγαινε πέρα δώθε σαν καρυδότσουφλο, ώσπου βούλιαξε. Η Φατιμά βρέθηκε μισοπεθαμένη σε μιαν ακτή κοντά στην Αλεξάνδρεια, μόνη κι έρημη, αφού ο πατέρας της και όλο το πλήρωμα του πλοίου είχαν χαθεί στα κύματα.
Χαμένη καθώς ήταν, τριγυρνούσε στην αμμουδιά, μη ξέροντας πού να πάει. Εκεί τη βρήκε ένας υφαντουργός. Καλός άνθρωπος! Την πήρε κοντά του και της έμαθε να υφαίνει από το πιο χοντρό πανί μέχρι το πιο λεπτό κι αραχνοϋφαντο. Έτσι η Φατιμά έφτιαξε πάλι τη ζωή της και σε λίγα χρόνια ήταν ξανά ευτυχισμένη.
Μια μέρα όμως που βρισκόταν στην παραλία με τις φίλες της, βγήκαν δουλέμποροι στη στεριά, άρπαξαν τις κοπέλες και τις πήγαν στην Κωνσταντινούπολη να τις πουλήσουν σκλάβες. Η ζωή της Φατιμά έγινε για δεύτερη φορά συντρίμμια. Στο σκλαβοπάζαρο την αγόρασε ένας τεχνίτης που έφτιαχνε κατάρτια Η Φατιμά βρέθηκε να πελεκάει κορμούς δέντρων για να τους κάνει ψηλά κατάρτια για τα πλοία. Ήταν σκληρή δουλειά, αλλά δούλεψε τόσο καλά ώστε ο τεχνίτης της έδωσε την ελευθερία της και την έκανε έμπιστη βοηθό του.
Η κοπέλα ένιωσε ξανά επιτυχημένη και ευχαριστημένη.
Κάποτε, ο τεχνίτης αποφάσισε να τη στείλει σ’ ένα μακρινό ταξίδι, στην Ιάβα, που βρίσκεται απέναντι από τις ακτές της Κίνας. Εκεί θα πουλούσε ένα μεγάλο φορτίο με κατάρτια.
Ξεκίνησε η Φατιμά από την Κωσταντινούπολη και ταξίδευε μήνες και μήνες. Πέρασε την Προποντίδα, διέσχισε όλο το Αιγαίο Πέλαγος  και έφτασε στην Κύπρο. Έμεινε εκεί ένα μήνα για να ξεκουραστεί το πλήρωμα του πλοίου, γιατί από κει και ύστερα το ταξίδι ήταν μεγάλο και θα περνούσαν από θάλασσες και χώρες που δεν τους ήταν γνώριμες.
Σαν πέρασε λοιπόν ο μήνας, το καράβι της Φατιμά άνοιξε πάλι τα πανιά. Έπλευσε νότια, έφτασε στην Αίγυπτο και από κει βγήκε στην Ερυθρά Θάλασσα. Άφησε πίσω τις ερημικές ακτές της Αραβίας, έφτασε στην Ινδία και άραξε για λίγο καιρό στο λιμάνι της Καλκούτας. Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που η Φατιμά είχε ξεκινήσει από την Κωνσταντινούπολη. Τώρα πια βρισκόταν αρκετά κοντά στην Ιάβα, που ήταν ο προορισμός της. Υπολόγιζε ότι σε λίγες εβδομάδες θα κατάφερνε να φτάσει, με το καράβι της φορτωμένο όχι μόνο με κατάρτια, αλλά και με άλλα ακριβά και σπάνια εμπορεύματα που είχε αγοράσει στο ταξίδι της.
Όμως, όταν έφτασε έξω από τις ακτές της Κίνας, ένας τυφώνας τσάκισε το πλοίο κι εκείνη βρέθηκε ξανά ριγμένη στην παραλία μιας άγνωστης χώρας.
Για άλλη μια φορά έκλαψε πικρά για την τύχη της, γιατί τίποτα στη ζωή της δεν ερχόταν όπως το ήθελε. Όποτε πήγαιναν καλά τα πράγματα, κάτι ξαφνικό τα κατέστρεφε όλα. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Παρόλη της την αποθάρρυνση κατάφερε να σταθεί ξανά στα πόδια της και να περπατήσει προς το εσωτερικό της χώρας.
Στη Κίνα κυκλοφορούσε από παλιά ένας χρησμός που έλεγε πως κάποτε θα έρθει μια ξένη από τη μεριά της θάλασσας και θα φτιάξει μια σκηνή για τον αυτοκράτορα.
Ο αυτοκράτορας της Κίνας είχε μεγάλο στρατό που έκανε συχνές μετακινήσεις ανάμεσα από δύσβατα, χιονισμένα μέρη. Ο στρατός αυτός χρειαζόταν σκηνές γερές, που να μπορούν να προστατέψουν τους στρατιώτες από την παγωνιά της νύχτας, τον άνεμο και τη βροχή. Όμως κανένας τεχνίτης δεν είχε καταφέρει να φτιάξει μια τόσο καλή στρατιωτική σκηνή. Γι’ αυτό περίμεναν με πίστη να εκπληρωθεί ο χρησμός, και ζητούσαν από κάθε ξένη να παρουσιαστεί στον αυτοκράτορα.   
Όταν λοιπόν η Φατιμά έφτασε σε μια πόλη, την οδήγησαν στο παλάτι.
Εκεί ο αυτοκράτορας τη ρώτησε:
-          Κοπέλα μου, μπορείς να φτιάξεις μια σκηνή για το στρατό μου, που να μην αφήνει τον αέρα, τη βροχή και το χιόνι να περνούν στο εσωτερικό της;
-          Γιε του Ουρανού, θα προσπαθήσω να τη φτιάξω, αποκρίθηκε η Φατιμά.
Ζήτησε τότε να της φέρουν πολλά μέτρα χοντρό σκοινί, καραβόπανο και γερούς πασσάλους,  μα τα σχοινιά που της έφεραν δεν ήταν καλοφτιαγμένα, τα πανιά δεν ήταν τόσο ανθεκτικά όσο χρειαζόταν και οι πάσσαλοι δεν ήταν φτιαγμένοι από το σωστό ξύλο. Τότε η Φατιμά χρησιμοποίησε όλα όσα είχε μάθει μέχρι τότε στη ζωή της: έφτιαξε σχοινί, όπως έφτιαχνε τις κλωστές στη Σμύρνη – ύφανε καραβόπανο, όπως ύφαινε πανιά στην Αλεξάνδρεια – πελέκισε πασσάλους, όπως πελεκούσε κατάρτια στην Κωνσταντινούπολη. 
Και, τελικά, έφτιαξε μια πανέμορφη και γερή στρατιωτική σκηνή.
Όταν την είδε ο αυτοκράτορας ενθουσιάστηκε και της ζήτησε να του πει τι επιθυμεί. Η Φατιμά αποφάσισε να μείνει στην Κίνα, όπου παντρεύτηκε κι έζησε εκεί ευτυχισμένη ανάμεσα στα παιδιά της ως το τέλος της ζωής της.

Πηγή: sigxronopaidagogeio.blogspot.gr