Change Text Size
+ + + + +
Η μαγική κούκλα

(Βόρεια Αμερική)


Ο Γουέζις ζούσε με τους γονείς του και τα έξι αδέρφια του μέσα σε ένα μεγάλο δάσος. Ήταν ο πιο μικρός, όμως μπορούσε να τρέχει πιο γρήγορα, να σκοπεύει πιο μακρυά και να κυνηγάει πιο καλά απ' όλους. Τ' αδέρφια του τον ζήλευαν πολύ και συχνά του έπαιζαν άσχημα παιχνίδια. Ο Γουέζις αισθανόταν όλο και πιο δυστυχισμένος. "Δεν πάμε καλά", σκέφτηκε. "Πρέπει να πάω να ζήσω κάπου αλλού"
Η μητέρα του μάντεψε τα σχέδιά του και αν και δεν της άρεσε που θα έφευγε, του έφτιαξε ένα όμορφο ζευγάρι μοκασίνια από πολύ καλό δέρμα. Ο Γουέζις τα φόρεσε και ήταν τέλεια. Φίλησε τη μάνα του, την αποχαιρέτησε και ξεκίνησε για το δάσος. 
Ο Γουέζις δεν ήξερε πως ο μεγάλος θεός Γκλούσκεϊπ νοιαζόταν γι αυτόν. Ο Γκλούσκεϊπ θέλησε να τον δοκιμάσει. Μεταμορφώθηκε σε γέρο και άρχισε να προχωρά στο μονοπάτι, μπροστά από τον Γουέζις. Όταν ο Γουέζις κόντευε να τον φτάσει, ο γέρος άφησε να του πέσει κάτω ένα μικρό, ξύλινο κουτί. 
Ο Γουέζις έσκυψε και το σήκωσε. Για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να το ανοίξει ή να το χώσει στην τσέπη του, όμως τελικά έτρεξε πίσω από το γέρο. "Παππού", είπε, "σας έπεσε αυτό" και του έδωσε το κουτί. 
Ο γέρος πήρε το κουτί και τον ευχαρίστησε. "Μπορείτε να μου πείτε παππού", ρώτησε ο Γουέζις, "που βγάζει αυτό το μονοπάτι?" 
"Πάει σ' ένα χωριό", απάντησε ο γέροντας. "Όμως ο δρόμος είναι πολύ ανώμαλος". Ο Γουέζις έριξε μια ματιά στα γυμνά πόδια του γέρου. Ήταν πληγωμένα από τις κοφτερές πέτρες και τ' αγκάθια. Έβγαλε τα όμορφα καινούρια μοκασίνια και του τα έδωσε. "Πάρτα, αυτά, παππού" του είπε. Ο γέρος χαμογέλασε, τα πήρε και τα φόρεσε. 
Την ώρα που ο Γουέζις ετοιμαζόταν να πάρει το μονοπάτι, ο γέρος του είπε: "Πάρε αυτό το κουτί και να το προσέχεις πολύ". Μετά εξαφανίστηκε. Ο Γουέζις ταράχτηκε. "Θα ήταν μάγος αυτός ο άνθρωπος", σκέφτηκε. Ύστερα άνοιξε το κουτί. Είχε μέσα μια μικρή κούκλα από χόρτο. "Ω, μα δεν παίζω με κούκλες", είπε απογοητευμένος. 
Όμως η κούκλα του μίλησε και είπε: "Θα κάνω ότι με διατάξετε". Ο Γουέζις ταράχτηκε τόσο πολύ, που παραλίγο να του πέσει το κουτί από τα χέρια. Τα είχε χαμένα. Ωστόσο, ξανάβαλε το κουτί στην τσέπη του και πήρε βιαστικά το μονοπάτι μέσα από το δάσος. 
Όταν έφτασε στο χωριό, οι άνθρωποι τον υποδέχτηκαν λέγοντας: "Ο αρχηγός μας έχει πάει να κυνηγήσει. Όμως έλα στη σκηνή του". 
Στη σκηνή, βρισκόταν η όμορφη Σιμπόουζις, κόρη του αρχηγού. Του πρόσφερε φαγητό και νερό και όσο αυτός έτρωγε και έπινε, συζητούσε μαζί του. Όταν ο αρχηγός γύρισε από το κυνήγι, καλοσώρισε τον Γουέζις, όμως δυσαρεστήθηκε όταν πρόσεξε πόσο φιλικά μιλούσε η κόρη του με έναν ξένο.
Κατάλαβε ακόμη πως ο ξένος αυτός είχε ερωτευτεί την κόρη του και σίγουρα θα την ήθελε για γυναίκα του. Όμως αυτός ήθελε να την παντρέψει με κάποιον από τη δικιά τους φυλή. 
Ο Γουέζις έμεινε στο χωριό και πηγαινε για κυνήγι μαζί με τους νέους του χωριού μιλώντας με την Σιμπόουζις όποτε έβρισκε ευκαιρία. Μια μέρα, είπε στον αρχηγό: "Μπορώ, σας παρακαλώ, να παντρευτώ την κόρη σας? Την αγαπώ και νομίζω πως μ' αγαπάει κι εκείνη". 
Ο αρχηγός κατσούφιασε και έμεινε σκεπτικός για λίγο. Ύστερα είπε δείχνοντάς του με το χέρι του την απέναντι πλευρά του ορίζοντα: "Μπορείς να παντρευτείς την Σιμπόουζις, αν μετακινήσεις από εκεί, εκείνο το βουνό. Μ' εμποδίζει όταν πηγαίνω για κυνήγι".  Χαμογέλασε πολύ σίγουρος ότι ζήτησε από τον Γουέζις κάτι εντελώς αδύνατο. 
Εκείνη τη νύχτα ο Γουέζις, όταν όλοι είχαν κοιμηθεί, σύρθηκε έξω από τη σκηνή του, άνοιξε το κουτί και ψιθύρισε στη μικρή, χόρτινη κούκλα: "Βγάλε ,μου από εκεί αυτό το βουνό". Μετά, γύρισε στο κρεβάτι του και κοιμήθηκε. 
Το πρωί ο αρχηγός ξύπνησε και πετάχτηκε έξω από τη σκηνή του. Κοίταξε ολόγυρα και τα 'χασε. Έτριβε τα μάτια του. Το βουνό είχε εξαφανιστεί! Το μονοπάτι του για το κυνήγι προχωρούσε ίσια ολόισια, ανάμεσα στα δέντρα. Κατέβασε τα μούτρα του θυμωμένος. "Εδώ δούλεψε κάτι μαγικό", σκέφτηκε. "Δίχως μάγια, κανένας δεν μπορεί να μετακινήσει ολόκληρο βουνό". 
Όταν ο αρχηγός είδε τον Γουέζις, τον συγχάρηκε και προσποιήθηκε ότι είναι ευχαριστημένος. Του ζήτησε όμως να κάνει άλλο ένα κατόρθωμα πριν να παντρευτεί την Σιμπόουζις. "Από την άλλη μεριά της λίμνης", είπε, "είναι μια άγρια φυλή πολεμιστών που συνέχεια βρίσκεται σε πόλεμο μαζί μας. Θέλω να περάσεις τη λίμνη, να τους πολεμήσεις και να τους νικήσεις". 
Ο Γουέζις δεν είπε τίποτα. Κατέβηκε προς τη λίμνη, ανέβηκε σε μια πιρόγα, έπιασε τα κουπιά και κατευθύνθηκε προς την απέναντη όχθη της λίμνης. Όλο το χωριό ξεσηκωμένο, τον παρακολουθούσε. Μαζί, τον έβλεπε και η Σιμπόουζις, με δάκρυα στα μάτια. 
Ολόκληρη εκείνη τη μέρα, όλοι οι χωριανοί ήταν στο πόδι. Ο απόηχος της μάχης που γινόταν στην απέναντι πλευρά της λίμνης, έφτανε ως αυτούς. Όταν βράδιασε, σώπασαν τα πάντα. Περίμεναν να πέσει το σκοτάδι, όμως καμιά πιρόγα δεν πέρασε από τη λίμνη. Όλοι ήταν σίγουροι πως ο Γουέζις ήταν νεκρός. 
Την άλλη μέρα ο αρχηγός είχε ετοιμάσει μια γαμήλια τελετή. Θα πάντρευε την Σιμπόουζις με έναν νέο από τη φυλή τους. Η Σιμπόουζις είχε φορέσει το νυφικό της, όμως τα μάτια της ήταν κατακόκκινα από τα κλάματα. Όταν όλα ήταν έτοιμα, ο αρχηγός είπε: "Ας έρθει τώρα ο γαμπρός". 
"Εδώ είμαι", είπε ήρεμα ο Γουέζις βγαίνοντας από το δάσος. Πήγε κοντά στην Σιμπόουζις, που χάρηκε πολύ που τον έβλεπε γερό και ζωντανό, έπιασε το χέρι της και της χαμογέλασε. Ο αρχηγός, ήταν πολύ θυμωμένος με την εξέλιξη, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γιατί είχε δώσει το λόγο του. Έτσι ο Γουέζις και η Σιμπόουζις παντρεύτηκαν και ζήσαν μαζί ευτυχισμένοι. 
Όταν πέθανε ο αρχηγός, ο Γουέζις έγινε αυτός αρχηγός της φυλής και κυβέρνησε με σοφία. Όμως, ποτέ δεν ξαναζήτησε βοήθεια από τη χόρτινη κούκλα του κουτιού.

Παραμύθι της Βόρειας Αμερικής

Πηγή: http://paramythimythiko.pblogs.gr