Change Text Size
+ + + + +
Της νύφης που κακοπάθησε.

Ελένη προξενολογούν, Ελένη κάνουν νύφη.
Μήνες τση τάζουν τα προικιά και χρόνους τ' αντιπροίκια.
Τση τάζει κι ο πατέρας της κάτεργ' αρματωμένα,
τση τάζουν και τ' αδέρφια της καράβια φορτωμένα,

τση τάζει κι η μανούλα της κρυφά δέκα χιλιάδες,
χρυσό θρονί να κάθεται, χρυσό μήλο να παίζει.

Μα 'ρτανε οι χρόνοι δίσεφτοι κι οι μήνες οργισμένοι
κι έφαε ο νιος τα πλούτη του κι η κόρη το προικιό της.
Η πεθερά ξενόπλενε κι η νύφη ξεναλέθει,
ο πεθερός ξενόσκαφτε κι ο νιος ξενοκλαδεύει. 

Μία Κυριακή και μία Λαμπρή, μία πίσημον ημέρα
την πήρε το παράπονο κι η πίκρα τ'ς η μεγάλη:

- Θέλω να πάω στη μάνα μου, να πάω στα γονικά μου.
- Ελένη, πλούσια σ' ήφερα, φτωχή πού να σε πάω,
που ντρέπομαι τ' αδέρφια σου, φοβούμαι τους δικούς σου;
Κι εκείνη δεν τον άκουσε, μονάχη της κινάει
και πήρε το στρατί στρατί, τ' ωριό το μονοπάτι.
Στην στράταν οπού πήαινε, τον Θιόν επαρακάλει:
«Χριστέ, να βρω τσι δούλες μου στη βρύση να λευκαίνουν».

Κι ο Θιός την εσυνάκουσε και η Κυρά του κόσμου
και έβρηκε τσι δούλες της στη βρύση που λευκαίναν.
- Καλώς την την ξανθούλα μας, τι θέλεις, τι γυρεύεις;
- Να πιω δότε μου το νερό κι αμά σας κουβεντιάζω·
να πείτε της κυρούλας σας για δούλα να με πάρει.

- Εμείς κοπέλες έχομε, κοπέλες και κοπέλια·
κι εσένα τι σε θέλομε, σαν τι δουλειά να κάνεις;
Ε, να ντο πούμε τση κυράς, ανίσως και σε θέλει.

- Μωρές, ποιος έπιε στο σικλί; Εδώ χνότα μυρίζουν.
- Κυρά, μια ξένη έλαχε στη βρύσην αποκάτου
και μας επαρακάλεσε για δούλα να ντην πάρεις.

- Μωρές, δεν την ρωτούσατε, μην είναι η Ελένη;
- Κυρά, την ερωτήσαμε, μα δεν είναι η Ελένη,
δεν είναι η Ελένη σου, δεν είναι το παιδί σου.

- Σύρτε, ρωτήσατέ τηνε, το τ' είναι η δουλειά της
- Μας είπε η κυράτσα μας, τι ξέρεις και δουλεύεις;
- Ξέρω και φαίνω στο βλαντί και φαίνω στο βελούδο.
- «Σύρτε να τήνε βάλετε εις το βλαντί τ'ς Ελένης».
Επήγαν και τη βάλανε εις το βλαντί τ'ς Ελένης»,
κι αρκίνησε και έφαινε κι έλεγε μοιρολόι:

«Γάγιο μου, χρυσογάγιο μου, πάλι χρυσό μου γάγιο, 
βλαντί μου, όντες σ' ανάσταινα, με προξενολογούσαν,
μήνες μοτάζαν τα προικιά και χρόνους τ' αντιπροίκια.
Μου τάζει κι ο πατέρας μου κάτεργ' αρματωμένα,
μου τάζει κι η μανούλα μου κρυφά δέκα χιλιάδες,

χρυσό θρονί να κάθομαι, χρυσό μήλο να παίζω.
Μα 'ρταν οι χρόνοι δίσεφτοι κι οι μήνες οργισμένοι,
τρώγει άνδρας μου τα πλούτη μου κι εγώ το μερτικό μου,
η πεθερά ξενόπλενε κι εγώ εξεναλέθου,
ο πεθερός ξενόσκαφτε κι ο νιος ξενοκλαδεύει».

Κι η μάνα επαραμόνευε οπίσω από την πόρτα.
Τρέχει ογλήγορα εκεί, γλυκά την αγκαλιάζει:
- «Εσύ 'σαι η Ελένη μου, εσύ 'σαι το παιδί μου!».

κάτεργο: καράβι (πολεμικό ή πειρατικό) με πανιά και με δυο ή τρεις σειρές κουπιά. 
δίσεφτος: δυσοίωνος, κακοσημαδιακός.
λευκαίνω: πλένω.
αμά: μετά.
σικλί: κουβάς.
βλαντί: πολύτιμο ύφασμα (συνήθως πορφυρό).
γάγιο: ενέχυρο, ανταμοιβή, μισθός.


Πηγή: http://ebooks.edu.gr