Change Text Size
+ + + + +
Του γιοφυριού της Άρτας. 

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γεφύριν εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαίν οι μαθητάδες.
Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας
Ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται.
Και το στοιχειό ‘ποκρίθηκε απ’ τη δεξά καμάρα:

Α δε στοιχειώσετ’ άνθρωπο γιοφύρι δε στεργιώνει.
Και μη στοιχειώσετ’ ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη
παρά του πρωτομάστορα την ώρια τη γυναίκα
πόρχετ’ αργά τ’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα.
Τ’ ακούει ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει μηνάει της λυγερής με το πουλί τ’ αηδόνι:
αργά ντυθεί, αργά ‘λλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γεφύρι.
Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κ’ είπε
Γοργά ντύσου γοργ’ άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι.
Και νάτη που ξεφάνηκε από την άσπρη στράτα.
Τη βλέπει  ο πρωτομάστορας, ραγίζετ’ η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέγει:
Καλήν εσπέρα μάστορες κι εσείς οι μαθητάδες
μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος; 
Το δαχτυλίδι το ‘πεσε στην πρώτη την καμάρα 
και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι νά’ βρει; 
Εγώ να μπω, εγώ να βγω το δαχτυλίδι νά’ βρω.
Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση εμπήκε.
Τράβα καλέ μ’ την άλυσο, τράβα την αλυσίδα
τι όλο τον κόσμο ανέγυρα και τίποτας δεν ήβρα!
Ένας πιχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη.
Πιάνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
Τρεις αδερφάδες είμαστε κι οι τρεις κακογραμμένες.
Η μια ‘χτισε το Δούναβη, η άλλη τον Εφράτη
κι εγώ η πλιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει η καρδούλα μου να τρέμει το γιοφύρι
κι ως  πέφτουν τα μαλλάκια μου να πέφτουν οι διαβάτες. 
Κόρη το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε
τι έχ’ς αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.
Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει. 
Ως στέκουν τα ψηλά βουνά να στέκει το γιοφύρι 
κι ως φεύγουν τ’ άγρια πουλιά να φεύγουν οι διαβάτες 
τι έχω μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει.

Ο Νικόλαος Πολίτης στο βιβλίο του «Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού Λαού» γράφει για την συγκεκριμένη εκδοχή:
«Παρά πλείστοις λαοίς επικρατεί η δοξασία, ότι προς στερέωσιν και προφύλαξιν από οιουδήποτε κινδύνου παντός κτίσματος απαιτείται να προσηλωθή εις αυτό ζώον, κατορυττόμενον εις τα θεμέλια ή εντειχιζόμενον. Όσον δ’ ευγενέστερον είναι το ζώον, τόσον μεγαλυτέραν θεωρείται ότι έχει δύναμιν προς προστασίαν του κτίσματος. Εις την δοξασίαν ταύτην αναφέρονται και αρχαίοι ελληνικοί μύθοι και βυζαντιναί παραδόσεις περί θυσίας ανθρώπων κατά την θεμελίωσιν μεγάλων οικοδομημάτων. Η ψυχή του θύματος υπετίθετο ότι δια των υπερφυσικών δυνάμεων, τας οποίας έχουν αι επί γης απολελυμέναι των δεσμών του σώματος ψυχαί, ηδύνατο να προσλαμβάνει κατά βούλησιν παντοίας μορφάς, και είχε ρώμην υπεράνθρωπον, προωρισμένη δε να φυλάττη και περιέπη το οικοδόμημα, εις το οποίον προσηλώθη, ήτο φοβερά εις τους επιχειρούντας να το παραβλάψωσι και ικανή ν’ αποτρέπη τους απειλούντας αυτό κινδύνους. Το θύμα εγίνετο το στοιχειό του οικοδομήματος, διό στοιχείωσις ελέγετο υπό των βυζαντινών ή δια θυσίας οικοδόμησις.
Εις τοιαύτην παράδοσιν στηρίζεται και το πανελλήνιον τραγούδι του γιοφυριού της Άρτας, του οποίου παραλλαγαί αναφέρονται και εις άλλας γεφύρας ή άλλα οικοδομήματα (οίον της γεφύρας του Σπερχειού, του Πηνειού, των Αδάνων, της βρύσης της Αράχοβας, του υδραγωγείου των ∆έρκων, κλπ.). Παρέλαβον δε την ελληνικήν ταύτην παράδοσιν, προσαρμόσαντες εις επιχώρια οικοδομήματα, και οι άλλοι λαοί της ελληνικής χερσονήσου (Ρωμούνοι, Αλβανοί, Σέρβοι, Βούλγαροι)…»

Ο Θρύλος του Γεφυριού της Άρτας 3D Animation (Πατήστε εδώ)

Πηγή: http://paramythades.org