Change Text Size
+ + + + +
Η κούκλα από αλάτι.

Μια μέρα, ρώτησε τον Νασρεντίν ένας μαθητής του: «Πες μου δάσκαλε: Πώς θα μπορούσες να περιγράψεις τη δουλειά ενός αναζητητή της Αλήθειας;» Ο Νασρεντίν κοίταξε για λίγο σιωπηλός τον μαθητή του κι ύστερα χαμογέλασε πονηρά και του είπε: «Σαν την ιστορία της κούκλας από αλάτι». «Δηλαδή;» ρώτησε ο μαθητής απογοητευμένος, νομίζοντας ότι ο δάσκαλός του τον κοροϊδεύει. «Άκου την ιστορία, λοιπόν», είπε ο Νασρεντίν, όχι όμως με τ” αυτιά σου, αλλά με την καρδιά σου». Και να η ιστορία που είπε ο Μουλά Νασρεντίν στον μαθητή του: «Μια κούκλα φτιαγμένη από αλάτι, ψάχνοντας να βρει την αλήθεια για το τι τέλος πάντων ήταν, ταξίδεψε χιλιάδες μίλια στεριάς, μέχρι που έφτασε και σταμάτησε στην άκρη της θάλασσας. Έμεινε ακίνητη κοιτάζοντας μαγεμένη εκείνη την υγρή κινούμενη μάζα που δεν έμοιαζε με τίποτα από όλα όσα είχε δει ως τότε και δεν ήξερε το όνομά της. «Τι είσαι εσύ;» ρώτησε η κούκλα από αλάτι τη θάλασσα. «Έλα μέσα και δες μόνη σου», απάντησε η θάλασσα με ένα χαμόγελο καλοσύνης κι αγάπης. Έτσι, η κούκλα από αλάτι προχώρησε, τσαλαβουτώντας στα νερά, προς τα μέσα. Όσο πιο βαθιά προχωρούσε, τόσο περισσότερο διαλυόταν μέχρι που έμεινε ένα μικρό κομματάκι από αυτή. Πριν διαλυθεί και το τελευταίο αυτό κομμάτι της και γίνει ένα με τη θάλασσα, η κούκλα από αλάτι πρόλαβε και φώναξε με θαυμασμό, μεθυσμένη από μια αλλόκοτη και πρωτόγνωρη χαρά: «Τώρα ξέρω τι είμαι»!

Ο τρεις συμβουλές.

Μια μέρα ο Νασρεντίν, έπιασε με τις ξόβεργές που είχε βάλει στο φράχτη του ένα καλοθρεμμένο σπουργίτι και σκεφτόταν πώς θα το μαγειρέψει για να το φάει.
Όμως το σπουργίτι τού μίλησε με ανθρώπινη φωνή και του είπε:
- Ούτε καν να το σκεφτείς να με φας!
Ο Νασρεντίν τα 'χασε που ένα σπουργίτι μπορούσε να μιλάει και του το είπε.
- Δεν είμαι απλό σπουργίτι, του είπε τότε εκείνο.
Είμαι δάσκαλος, Χότζας δηλαδή, ανάμεσα στα πουλιά κι αν με αφήσεις ελεύθερο θα σου δώσω τρεις πολύτιμες συμβουλές.Ο Νασρεντίν σκέφτηκε ότι δεν συναντά κανείς πουλιά που μπορούν να μιλάνε κάθε μέρα με ανθρώπινη φωνή και ότι σίγουρα αυτό το σπουργίτι θα πρέπει να ξέρει πολλά. Κι έτσι, του υποσχέθηκε να το αφήσει ελεύθερο αν του δώσει τις τρεις συμβουλές που του υποσχέθηκε.
- Εντάξει, είπε το σπουργίτι. Πρώτη συμβουλή: Μην πιστεύεις ποτέ τις ανοησίες που σου λέει οποιοσδήποτε, ακόμη κι αν έχει φήμη, κύρος, δύναμη, πλούτη ή εξουσία. Αν κάποιος, λοιπόν, σου πει μια ανοησία, μην τον πιστέψεις.
- Σύμφωνοι, είπε ο Νασρεντίν και το σπουργίτι συνέχισε:
- Δεύτερη συμβουλή: Ό,τι κι αν κάνεις, ποτέ μην προσπαθήσεις να κάνεις κάτι αδύνατο για σένα, γιατί θα αποτύχεις. Να έχεις πάντα επίγνωση μέχρι πού μπορείς να φτάσεις.
- Πολύ ωραία, είπε ο Νασρεντίν και το σπουργίτι συνέχισε:
- Τρίτη συμβουλή: Αν κάνεις κάτι που είναι σωστό, μην το μετανιώσεις ποτέ.Κι έτσι ο Νασρεντίν άφησε το σπουργίτι χαρούμενος, επειδή σκεφτόταν ότι αυτές ήταν πράγματι τρεις σοφές συμβουλές και ότι θα μπορούσε να τις πει στους μαθητές του. Αποφάσισε, μάλιστα, να τις γράψει και στον τοίχο του σπιτιού του για να τις θυμάται πάντα.
Όμως το σπουργίτι πήγε και κάθισε ψηλά στο κλαδί ενός δέντρου πάνω από τον Χότζα και άρχισε να γελάει κοροϊδευτικά.
- Τι συμβαίνει; το ρώτησε ο Νασρεντίν.
- Έχω μέσα στο στομάχι μου ένα πολύτιμο διαμάντι. Αν με είχες σκοτώσει για να με φας, τώρα το διαμάντι θα ήταν δικό σου! Χα, χα, χα!
Ο Νασρεντίν θύμωσε πολύ και μετάνιωσε που άφησε το σπουργίτι να του φύγει. Αμέσως άρχισε να σκαρφαλώσει στο δέντρο για να το πιάσει. Ήταν όμως πια γέρος και το σπουργίτι ήταν πολύ γρήγορο. Κάθε φορά που το πλησίαζε εκείνο πέταγε όλο και πιο ψηλά. Στο τέλος, έφτασαν και οι δύο στην κορυφή του δέντρου, οπότε το σπουργίτι πέταξε μακριά και ο Νασρεντίν κατάκοπος, δεν μπόρεσε να κρατηθεί γερά κι έπεσε κάτω και τσακίστηκε. Ενώ βογκούσε από τους πόνους στο έδαφος, τον πλησίασε το σπουργίτι και πετώντας πάνω από το κεφάλι του, του είπε:
- Γιατί πίστεψες την ανοησία που σου είπα, ότι έχω ένα διαμάντι στο στομάχι μου; Και δεν έφτανε αυτό, αλλά μετάνιωσες που με άφησες ελεύθερο, ενώ είχες κάνει κάτι σωστό. Και τέλος προσπάθησες να κάνεις κάτι αδύνατο για σένα: Γέρος άνθρωπος να σκαρφαλώσεις στο δέντρο. Πριν περάσει λίγη ώρα από τη στιγμή που στις είπα, δεν ακολούθησες καμία από τις τρεις συμβουλές μου.
- Μμμμ... βόγκηξε ο Νασρεντίν, καθώς το σοφό σπουργίτι πέταξε μακριά.

Ο Νασρεντίν στο χαμάμ.

Ο Νασρεντίν βρέθηκε κάποτε σε μια γειτονική πόλη στην οποία κανείς δεν τον γνώριζε.
Αφού τέλειωσε τις δουλειές του, πριν πάρει τη στράτα του γυρισμού σκέφτηκε να πάει να κάνει ένα λουτρό στο χαμάμ της πόλης το οποίο ήταν ονομαστό.
Καθ' ό,τι φτωχικά ντυμένος, οι υπάλληλοι δεν τον περιποιήθηκαν. Δεν τον βοήθησαν να γδυθεί και να ντυθεί, του έδωσαν μια άπλυτη πετσέτα και ένα απλό σαπουνάκι και κανείς δε φρόντισε να τον τρίψει.
Όταν ο Νασρεντίν τελείωσε έδωσε στους υπαλλήλους από ένα χρυσό νόμισμα. Οι υπάλληλοι τα 'χασαν και μετάνιωσαν για την επιπολαιότητά τους να παρασυρθούν από την εξωτερική εμφάνιση και να μην περιποιηθούν τον πελάτη τους όπως του έπρεπε.
Μετά από μια εβδομάδα ο Νασρεντίν ξαναβρέθηκε στην ίδια πόλη και αφού ξεμπέρδεψε τις δουλειές του ξαναπήγε στο χαμάμ, πάντα το ίδιο φτωχικά ντυμένος.
Οι υπάλληλοι τον περιποιήθηκαν αρχοντικά. Τον βοήθησαν να γδυθεί και να ντυθεί, του έδωσαν μια πεντακάθαρη μεταξωτή πετσέτα, του πήγαν χίλιων λογιών αρωματισμένα σαπούνια, τον άλειψαν με χίλια μυρωδικά και τον έτριψαν καλά. Και όταν ο Νασρεντίν ήταν έτοιμος να φύγει έτειναν χαμογελαστοί τις παλάμες τους λαχταρώντας ένα ακόμη χρυσό νόμισμα. Ο Νασρεντίν όμως τους έδωσε από ένα χάλκινο πιάστρο.
Βλέποντας την έκπληξη ζωγραφισμένη στα μάτια τους, ο Νασρεντίν τους λέει:
- Για τη σημερινή περιποίηση σας πλήρωσα την προηγούμενη εβδομάδα. Τώρα σας πληρώνω για την προηγούμενη περιποίηση.

Ο ξένος με τα διαμάντια.

Ένας ξένος φάνηκε στην πόλη, έδειξε ένα πουγκί και είπε ότι είναι γεμάτο διαμάντια και θα τα δώσει σε όποιον του δώσει την ευτυχία. Τον στέλνουν στον Νασραντίν Χότζα.
Βρίσκει το Νασρεντίν αραχτό κάτω από ένα δέντρο, να το έχει ρίξει στον ύπνο.
- Αυτά τα διαμάντια θα τα δώσω σ΄ όποιον μου δώσει την ευτυχία, του λέει.
Ο Νασρεντίν σηκώνεται, ξεσκονίζεται, αρπάζει το πουγκί και εξαφανίζεται!
Ο πλούσιος ξεσήκωσε όλο τον κόσμο για να βρει τον κλέφτη Νασρεντίν. Τίποτα. Απογοητευμένος, επιστρέφει στο δέντρο να πάρει το άλογο να φύγει.
Εκεί, βλέπει το Νασρεντίν με προσκέφαλο την ίδια πέτρα να βρίσκεται στο επόμενο ημίχρονο του μεσημεριού. Ορμάει πάνω του, αλλά αυτός βγάζει το πουγκί και του το δίνει πίσω, λέγοντας:
- Ορίστε, η ευτυχία σου! 

Ο μισοπνιγμένος.

Ο Νασρεντίν αποφάσισε ένα ηλιόλουστο πρωινό να κάνει έναν όμορφο περίπατο κατά την θάλασσα. Καθώς πλησίαζε στη προκυμαία άκουσε φωνές και είδε πολύ κόσμο συγκεντρωμένο να χειρονομεί και να τρέχει πάνω κάτω. Πλησίασε πιο κοντά και είδε έναν άνθρωπο που είχε πέσει κατά λάθος στο νερό. Όπως δεν ήξερε κολύμπι, κτυπούσε πανικόβλητος χέρια και πόδια, χανόταν μέσα στο κύματα και όποτε κατόρθωνε να βγάλει λίγο το κεφάλι του καλούσε μισοπνιγμένος σε βοήθεια.
Οι άνθρωποι έσκυβαν όσο μπορούσαν πάνω από το νερό και του φώναζαν:
- Δώσε μας το χέρι σου! Δώσε μας το χέρι σου!
Τίποτα αυτός! Σαν να ήταν κουφός συνέχιζε να χτυπιέται. Οι άνθρωποι όλο και πλήθαιναν γύρω του και του φώναζαν όλο και πιο δυνατά:
- Βρε άνθρωπε, δεν ακούς; Δώσε μας το χέρι σου! Θα πνιγείς!
Τίποτα αυτός.
Κάποια στιγμή, μέσα στο πανικό και την αγωνία που επικρατούσε, επειδή κανείς δεν ήθελε να πνιγεί ο άνθρωπος αυτός, αλλά και κανείς δε μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο, κάποιος πήρε είδηση τον Νασρεντίν που παρακολουθούσε ατάραχος τη σκηνή.
Να ο Χότζας, αναφώνησε το πλήθος. Κάντε χώρο να κάνει κάτι. Σίγουρα θα ξέρει αυτός τι να κάνει, σαν άνθρωπος του Θεού που είναι.
Αμέσως τότε όλοι έκαναν χώρο και ο Νασρεντίν έσκυψε στο νερό και κάτι είπε σιγανά στον μισοπνιγμένο. Αμέσως τότε εκείνος έδωσε το χέρι του και ο Νασρεντίν το έπιασε και τον έσυρε έξω.
Οι άνθρωποι έμειναν τότε με ανοιχτό το στόμα.
- Βρε, είπαν! Βρε Χότζα μας, καλέ μας Χότζα, τι του είπες του ανθρώπου και σου έδωσε το χέρι σου; Εδώ τόση ώρα εμείς του φωνάζουμε να μας δώσει το χέρι του και δε το έκανε. Τώρα γιατί άκουσε εσένα και όχι εμάς;
- Εγώ δε του είπα να μου δώσει το χέρι του, απάντησε ήρεμα ο Χότζας.
- Τι του είπες λοιπόν, ρώτησαν οι άνθρωποι περίεργοι.
- Εγώ του είπα «πάρε το χέρι μου», είπε ο Νασρεντίν.

Ο γάιδαρος.

Κάποτε που ο Νασρεντίν έκανε χρέη δικαστή, του έτυχε να δικάσει μια περίεργη υπόθεση απάτης.
- Ο κατηγορούμενος Χότζα μου, άρχισε να λέει ο μηνυτής, ήρθε μια μέρα και μου ζήτησε τον γάιδαρό μου για να μεταφέρει κάτι εμπορεύματα στην πόλη και να μου τον επιστρέψει την επόμενη μέρα. Κι επειδή ήταν φίλος και γείτονας του τον δάνεισα. Την άλλη μέρα το απόγευμα, έρχεται σπίτι μου χωρίς το γάιδαρό μου και μου λέει ότι τον δάγκωσε ένα φίδι και ψόφησε. Εντάξει, του λέω, αλλά πρέπει να μου τον πληρώσεις γιατί ψόφησε στα χέρια σου. Κι εκείνος μου απάντησε ότι δεν μου δίνει πεντάρα κι έφυγε. Δεν έχω δίκιο να ζητάω να μου τον πληρώσει;
- Δίκιο έχεις, απάντησε ο Νασρεντίν κι ύστερα γυρνώντας στον κατηγορούμενο τον ρώτησε:
- Τι έχεις να πεις εσύ γι’ αυτό που σε κατηγορεί;
- Εγώ Χότζα μου, επειδή αυτός ο άνθρωπος ήταν φίλος και γείτονάς μου, πήγα και του ζήτησα τον γάιδαρό του για να κουβαλήσω κάτι εμπορεύματα για πούλημα στην πόλη. Τη νύχτα, όμως, καθώς γυρίζαμε πίσω δάγκωσε το γάιδαρο του φίλου μου ένα φίδι κι εκείνος ψόφησε. Μόλις έφτασα το πρωί περπατώντας στο χωριό, πήγα κατ’ ευθείαν στο σπίτι τού φίλου μου, του είπα τι έγινε κι εκείνος μου ζήτησε να του δώσει λεφτά να πάρει καινούργιο. Αλλά αφού δεν έφταιγα εγώ και τον γάιδαρο θα μπορούσε να τον είχε δαγκώσει φίδι κι όταν τον είχε εκείνος, αρνήθηκα να του τον πληρώσω. Δίκιο δεν έχω;
- Κι εσύ δίκιο έχεις, απάντησε ο Νασρεντίν.
Και τότε φώναξε κάποιος από το ακροατήριο:
- Μα Χότζα μου, τι λες; Δεν μπορεί να έχουν και οι δύο δίκιο!
- Κι εσύ δίκιο έχεις, απάντησε ο Νασρεντίν.

Το σπίτι.

Ένας φτωχός οικογενειάρχης, που ζούσε σε ένα δωμάτιο με την πολυμελή οικογένειά του, πήγε στον Χότζα και του ζήτησε ένα πιο μεγάλο σπίτι για να ανασάνει λίγο η ταλαιπωρημένη οικογένειά του.
- Αγαπητέ μου Χότζα, θέλουμε ένα πιο μεγάλο σπίτι, γιατί δεν μπορούμε να ζούμε η γυναίκα μου και εγώ, τα τόσα μας παιδιά και συγγενείς όλοι μαζί σ΄ένα δωμάτιο, έκλαψε ο δύσμοιρος άνθρωπος.
Ο Νασρεντίν τον ρώτησε αν έχει ζώα στην αυλή του.
- Έχω, του απάντησε.
- Τότε απόψε βάλε και τις όρνιθες μαζί σας, τον συμβούλεψε ο Νασρεντίν.
Τις βάζει ο άνθρωπος και πάει το επόμενο πρωί στον Χότζα.
- Αγαπητέ μου Χότζα, είμαστε χειρότερα, σκάσαμε όλοι μαζί και με τα ζώα.
- Έχεις και άλλα ζώα; τον ρώτησε ο Νασρεντίν.
- Έχω, είπε ο άνθρωπος, σκύλο και γάτο.
- Απόψε βάλε και αυτά μαζί.
Τα βάζει ο καημένος και πάει ξανά το επόμενο πρωί για να κλάψει απαρηγόρητος.
Ο Νασρεντίν τον ρωτάει και πάλι:
- Μήπως έχεις και κανέναν γάιδαρο στην αυλή;
- Ναι, του απαντά ο άνθρωπος.
- Απόψε βάλε και αυτόν και έλα αύριο.
Την επομένη πάει απαρηγόρητος. Τότε ο Νασρεντίν του λέει:
- Απόψε βγάλε το γάιδαρο έξω και έλα αύριο.
Την επομένη ο άνθρωπος πάει χαρούμενος και του λέει:
- Ευχαριστούμε Χότζα μου, είμαστε λίγο καλύτερα.
- Απόψε βγάλε λοιπόν και τις όρνιθες, αύριο το σκύλο και μεθαύριο τη γάτα.
Έτσι κάνει ο άνθρωπος και πάει χαζοχαρούμενος στον Χότζα και τον ευχαριστεί θερμά για τη βοήθειά του και του λέει:
- Να 'σαι καλά Χότζα μου, τώρα ανασάναμε, σε ευχαριστούμε πολύ, πολύχρονος να 'σαι!

Τα αυγά.

Μια φορά ο Νασρεντίν πήγε στον μπακάλη και αγόρασε δυο αυγά αλλά ξέχασε να πάρει τα χρήματα από το σπίτι και ο μπακάλης τού έδωσε τ' αυγά με την προϋπόθεση ότι θα τα πληρώσει την άλλη μέρα.
Την επόμενη μέρα ξέχασε να πάει τα χρήματα και τα πήγε μετά από 10 μέρες. Ο μπακάλης τότε του ζήτησε περισσότερα χρήματα. Ο Νασρεντίν ξαφνιάστηκε και είπε:
- Για δυο αυγά να σε πληρώσω τόσα πολλά λεφτά;
- Αν αυτά τα δυο αυγά τα κλωσούσε η κότα θα γινόντουσαν πουλιά, τα πουλιά θα γινόντουσαν κότες, οι κότες ξανά θα γεννούσαν άλλα πουλιά...
Θύμωσε ο Νασρεντίν κι έφυγε. Ο μπακάλης όμως δεν τον άφησε και του έκανε μήνυση. Όταν έφτασε η μέρα της δίκης, τον κάλεσαν να πάει στο δικαστήριο. Ο Νασρεντίν ήταν πολύ πονηρός κι άργησε να πάει. Όταν έφτασε καθυστερημένος ο πρόεδρος τον ρώτησε:
- Γιατί άργησες βρε Χότζα;
- Με συγχωρείς κύριε πρόεδρε για την καθυστέρηση. Έβραζα σιτάρι για το σπείρω αύριο.
- Τι κουταμάρες μας λες βρε Χότζα; Σπέρνεται το βρασμένο σιτάρι;
- Δε μου λες κύριε πρόεδρε, τα αυγά άμα τα βράσεις και τα φας γίνονται κότες; Γίνονται πουλιά; Γεννούνε;
Με την απάντηση αυτή ο πρόεδρος τον αθώωσε...

Τα καρύδια και τα καρπούζια.

 Ο Νασρεντίν ξεκουραζόταν κάτω από μια καρυδιά. Μπροστά του ήταν ένα μποστάνι με καρπούζια. Κοίταζε ο Νασρεντίν τις καρπουζιές με τα λεπτά βλαστάρια και τα πελώρια καρπούζια, κοίταζε και την καρυδιά με τον χοντρό κορμό και τα μικρά καρύδια και μονολογούσε:
- Αχ, Αλλάχ, πώς τα 'φτιαξες έτσι τα πράγματα; Ανάποδα τα 'φτιαξες. Ένα τόσο δα βλασταράκι δίνει καρπό που δεν χωρά στην αγκαλιά και ένα τόσο χοντρό δέντρο φτιάχνει κάτι καρυδάκια μια σταλιά. Αν αυτό δεν είναι ανάποδο, τότε τι είναι;
Δεν προλαβαίνει να αποσώσει την κουβέντα του και ένα καρύδι πέφτει από ψηλά στο κεφάλι του.
- Ωχ! κάνει ο Χότζας και πετάγεται όρθιος.
Τρίβει το κεφάλι του, κοιτάζει το καρύδι που είχε πέσει χάμω, κοιτάζει και τα καρπούζια λίγο παρακάτω και λέει:
- Δόξα να 'χει ο Αλλάχ! Ήξερε αυτός τι έκανε. Για φαντάσου να έσκαγε το καρπούζι στο κεφάλι μου!

Ανάποδα στο γάιδαρο.

Κάποτε επισκέφτηκαν τον Νασρεντίν μερικοί μαθητές του και του ζήτησαν να τους μιλήσει για όποιο φιλοσοφικό θέμα ήθελε εκείνος.
- Βεβαίως, απάντησε πρόθυμα αυτός. Ας πάμε στην αίθουσα διαλέξεων του δημαρχείου.
Επειδή, όμως, ήταν κάπως μακριά, ο Νασρεντίν σαμάρωσε το γάιδαρό του και ζήτησε από τους μαθητές του να τον ακολουθήσουν. Εκείνοι μπήκαν στη σειρά πίσω από το γάιδαρο και με μεγάλη τους έκπληξη είδαν τον Νασρεντίν να καβαλάει το γάιδαρο ανάποδα και να ξεκινάει κοιτάζοντάς τους χαμογελώντας. Στην αρχή οι νεαροί τα έχασαν και δεν καταλάβαιναν γιατί ο Νασρεντίν προχωρούσε καβάλα ανάποδα στο γαϊδούρι του. Πήγαν να του πουν ότι αυτό που έκανε δεν ήταν σωστό, αλλά θυμήθηκαν ότι δεν έπρεπε να αμφισβητούν καμιά από τις πράξεις του διδασκάλου κι έτσι δεν άνοιξαν το στόμα τους. Καθώς όμως περνώντας από τα σοκάκια οι διάφοροι περαστικοί τούς κορόιδευαν που ακολουθούσαν κάποιον που καθόταν ανάποδα στο γαϊδούρι του, άρχισαν να δυσφορούν φανερά.
Ο Νασρεντίν που κατάλαβε τι συνέβαινε σταμάτησε και τους κοίταξε ερωτηματικά. Τότε, ο πιο θαρραλέος από τους μαθητές τον πλησίασε και τον ρώτησε:
- Δάσκαλε, δεν καταλαβαίνουμε γιατί έχεις καβαλήσει τον γάιδαρο ανάποδα, με το πρόσωπό σου προς την ουρά του!
- Είναι πολύ απλό, απάντησε ο Νασρεντίν. Αν σας έβαζα να περπατάτε μπροστά από μένα για να σας βλέπω, θα ήταν ασέβεια από μέρους σας να έχετε γυρισμένη την πλάτη στον δάσκαλό σας. Κι αν ερχόσαστε πίσω μου ακολουθώντας με κι εγώ είχα γυρισμένη την πλάτη μου σ’ εσάς, τότε θα ήταν ασέβεια από μέρους μου να έχω γυρισμένη την πλάτη μου στους μαθητές μου. Έτσι αυτό που έκανα ήταν η μόνη κατάλληλη λύση. Και πίσω μου ερχόσαστε, και δεν σας έχω γυρισμένη την πλάτη μου.

Ο Ναστρατήν Χότζας και το μεγάλο καζάνι.

Ο Ναστρατήν Χότζας ζήτησε από το γείτονα το μεγάλο καζάνι για να βράσει σιτάρι τάχα, να κάνει πλιγούρι.
Ύστερα από δυο μέρες γύρισε στο γείτονα με το μεγάλο καζάνι, μα έφερε μαζί του και μια μικρή κατσαρόλα δίπλα.  Ο γείτονας ρώτησε: «Αφέντη Χότζα, τι είναι αυτή η μικρή κατσαρόλα;» Ο Χότζας αμέσως έδωσε την απάντηση: «Αυτό το γέννησε το μεγάλο καζάνι. Αφού η μάνα είναι δική σου, και το μωρό είναι δικό σου».
«Μα το στείρο καζάνι γεννά ποτέ Αφέντη Χότζα; Αυτό που λες έχει λογική;»
Ήλθε και η γυναίκα του γείτονα και είπε: «Γίνεται να λέει ψέματα ο ασπρομάλλης Χότζας; Να που το μεγάλο καζάνι γέννησε ένα μικρό καζάνι. Αφέντη Χότζα να έχουμε τη θερμή σου ευχή, είσαι άνθρωπος του Θεού και έφερες το μωρό στον κύριό του!»
Πιο ύστερα σε λίγες μέρες ήλθε ο Χότζας και ζήτησε πάλι το μεγάλο καζάνι από τη γειτόνισσα. Χάρηκε η γυναίκα, σκέφτηκε πως πάλι θα έλθει ο Χότζας με το μεγάλο το καζάνι και με ένα μικρό μαζί του.
Πέρασαν πέντε έξι μέρες μα ο Χότζας μήτε φάνηκε μήτε έστειλε μήνυμα στη γειτόνισσα.
Πήγε η γυναίκα στο κονάκι του Χότζα και τον ρώτησε: «Χότζα αφέντη πού είναι το καζάνι μας;» «Ψόφησε,» είπε ο Χότζας. Η γυναίκα ξεφώνισε, «Μα Χότζα μην τρελαίνεσαι, το μπακιρένιο καζάνι πώς μπορεί να ψοφήσει;» «Αξιότιμη κυρία μου, ό,τι γεννάει ψοφά κιόλας». Είπε ο Χότζας.
(Αφήγηση: Δέσποινα Παπαδοπούλου. Πλατύ 1954)

Ο Ναστραντίν Χότζας σώζει το φεγγάρι.

Ένα όμορφο χειμωνιάτικο βράδυ, ο Ναστραντίν Χότζας καθότανε μαζί με την γυναίκα του μπροστά στο τζάκι στο σπίτι τους και συζητούσανε. Παράλληλα, ψήνανε κάστανα και τρώγανε. Κάποια στιγμή διψάσανε και ο Ναστραντίν βγήκε στον κήπο για να φέρει νερό από το πηγάδι. Μόλις όμως έριξε τον κουβά, πρόσεξε στον πάτο του πηγαδιού και είδε…το φεγγάρι.
Αμάν, συμφορά. Το φεγγάρι έπεσε και παγιδεύτηκε στο πηγάδι μου…φώναξε τρομαγμένος ο Ναστραντίν, ο οποίος δεν φημίζεται και τόσο για την εξυπνάδα του. Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι αυτό που έβλεπε ήταν η αντανάκλασή του. Έτσι, έτρεξε γρήγορα στην αποθήκη του και βρήκε ένα τσιγκέλι που είχε για να κρεμάει τα εργαλεία του. Γυρίζει στο πηγάδι και με το σκοινί από τον κουβά, δένει το τσιγκέλι και το ρίχνει στο πηγάδι. Αρχίζει να τραβάει γρήγορα-γρήγορα μα το τσιγκέλι ήρθε πάνω άδειο. Ο Ναστραντίν ρίχνει ακόμα πιο βαθιά το σχοινί με το τσιγκέλι και το τραβάει για άλλη μια φορά επάνω, αλλά και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Την τρίτη φορά, ο Ναστραντίν έριξε όλο το σχοινί μέσα και αυτήν την φορά το τσιγκέλι σκάλωσε στον πάτο του πηγαδιού. Προσπαθεί να τραβήξει ο  Ναστραντίν, μα του είναι αδύνατον. Προσπαθεί ξανά, μα δεν μπορεί να καταφέρει τίποτα. 
Πω-πω…τι βαρύ που είναι το φεγγάρι…μονολογεί και τώρα βάζει όλη του τη δύναμη. Με το που τραβάει όμως απότομα, χάνει την ισορροπία του και πέφτει στον πάτο του πηγαδιού και προσγειώνεται ανάσκελα. Κι όπως κοιτάει προς τα πάνω, βλέπει να δεσπόζει στον καθαρό ουρανό, λαμπερό και όμορφο το φεγγάρι. 
Ουφ…μπορεί να κουράστηκα και να παγιδεύτηκα εγώ, αλλά τουλάχιστον έσωσα το φεγγάρι, σκέφτηκε φωναχτά ο Ναστραντίν, ψάχνοντας να βρει τρόπο να βγει, πλέον αυτός έξω από το πηγάδι!
(Απόδοση: Χρήστος Τσίρκας)

Το καρφί του Χότζα. 

Μια φορά, ο Ναστραδίν Χότζας ήταν νηστικός για πολλές μέρες. Μα πιο νηστική από την κοιλιά του, ήταν η τσέπη του. Τι να κάμει; Έξυνε το κεφάλι του να κατεβάσει καμιά ιδέα. Εκεί που λιαζόταν και σκεφτόταν κι έξυνε τη γη με το ραβδί του, βλέπει ένα σκουριασμένο καρφί. Αμέσως κάτι έλαμψε στο μυαλό του. Το βρήκε! Συμμαζεύει το καρφί, το σκουπίζει, το τυλίγει στο μαντήλι και το βάζει στην τσέπη της καρδιάς. Μια και δυο ξεκινά για το χωριό. Στην πλατεία βρήκε αρκετούς τεμπέληδες που ρουφούσαν ραχατλίδικα το ναργιλέ τους. 
Παίρνει κι ο Χότζας μια καρέκλα και κάθεται κοντά τους. Γρήγορα έπιασε κουβέντα και δεν άργησε να γίνει το κεντρικό πρόσωπο της συζητήσεως. Τους έλεγε διάφορα άσχετα και κυρίως για τα μυστήρια του σύμπαντος. Πώς ο ήλιος βουτάει πίσω απ' τα βουνά και χάνεται στη θάλασσα χωρίς να πνιγεί, πώς ταξιδεύει όλη νύχτα για ν' ανατείλει το πρωί, πώς το φεγγάρι μικραίνει γιατί το τρώει ένα μεγάλο ποντίκι σαν αυτά που τρώνε το τυρί, πώς η καρυδιά που είναι θεόρατο δέντρο έπρεπε να κάνει τα καρπούζια ενώ η καρπουζιά που δε μπορεί να σταθεί όρθια αλλά σέρνεται έπρεπε να κάνει καρύδια κι άλλα τέτοια μυστηριώδη και θαυμαστά. 
Οι χωριάτες παράτησαν τους ναργιλέδες και κρεμάστηκαν απ' τα χείλη του.
"Έφθασε η στιγμή" σκέφτηκε ο Χότζας και συνεχίζει: 
-"Φανταστείτε τι περίεργα και θαυμαστά υπάρχουν σ' αυτό το ντουνιά... σαν αυτό το καρφί παραδείγματος χάριν"  και με αργές, μεγαλοπρεπείς κινήσεις βγάζει από την τσέπη της καρδιάς το μαντήλι. Όλων τα μάτια έπεσαν πάνω σ' αυτό. Με ακόμη πιο προσεκτικές κινήσεις, σα να ήταν κάτι πολύτιμο που μπορούσε να σπάσει, ξετυλίγει το μαντήλι, παίρνει με προσοχή το σκουριασμένο καρφί και το υψώνει μπρος στα έκπληκτα μάτια όλων. 
-" Το βλέπετε αυτό το καρφί; Μ' αυτό μπορώ να κάνω τη νοστιμότερη σούπα του κόσμου!". 
-"Πάψε Χότζα"  πετάγεται ο μουχτάρης του χωριού, " αυτό είναι μεγάλο παραμύθι";. 
Ατάραχος ο Χότζας αρχίζει να ξανατυλίγει το καρφί του, δήθεν στενοχωρημένος. 
-" Αφού δε με πιστεύετε το διπλώνω στο μαντήλι και φεύγω. Αλλά δε μου λέτε, τι θα σας στοιχίσει να δοκιμάσετε; Ένα τσουκάλι, μια κουτάλα και δυο δαυλιά για φωτιά χρειάζομαι. Είναι πολλά αυτά;" 
-" Όχι, όχι" φώναξαν όλοι εν χορό. 
Για να μην τα πολυλογούμε, ανάβουν φωτιά στη μέση της πλατείας, στήνουν τη πυροστιά, το τσουκάλι με το νερό. Όλα έτοιμα περίμεναν. Εν τω μεταξύ το νέο μαθεύτηκε σ' όλο το χωριό και πολλοί μαζεύτηκαν γύρω-γύρω. Άντρες, γυναίκες, παιδιά. Όλοι περίμεναν να δουν το θαύμα! 
Όταν το νερό πήρε να βράσει ο Χότζας ρίχνει στο τσουκάλι με κινήσεις μεγαλοπρεπείς, το καρφί. Και αρχίζει ν' ανακατεύει, ν' ανακατεύει... Σε λίγο φέρνει τη κουτάλα στο στόμα, φυσάει για να μη καεί και ρουφά λίγο απ' την... σούπα! 
Γύρω σιγή νεκρική.
"Υπέροχη σούπα" κραυγάζει ο Χότζας πλαταγίζοντας τα χείλη και μισοκλείνοντας από ευχαρίστηση τα μάτια.
-"Ωραία, ωραία, πολύ ωραία σούπα. Μα αν είχε και λίγο σέλινο θα γινόταν θαύμα".
 -"Εγώ θα σου φέρω λίγο σέλινο" πετάχτηκε μια νοικοκυρά απ' το πλήθος. Ήλθε το σέλινο και ψιλοκομμένο έπεσε στο τσουκάλι. Ξανά ανακάτεμα με την κουτάλα, ξανά δοκίμασμα, ξανά επιδοκιμασίες.
 -"Μωρέ τι θαύμα σούπα είναι αυτή; Αν είχα και λίγο καρότο θα ήταν απίθανη".
 -"Θα σου φέρω εγώ Χότζα μου" πετάχτηκε άλλη νοικοκυρά. 
Ήλθε το καρότο κι αυτό ψιλοκομμένο κι έπεσε στο τσουκάλι. Ήλθε με τον ίδιο τρόπο το λάδι, η τομάτα, το ρύζι, το αλάτι, η πιπεριά και ότι άλλο κάνει μια σούπα να μοσχοβολά. Και δώστου ανακάτεμα ο Χότζας, και δώστου  δοκίμασμα με την κουτάλα όλο και πιο γεμάτη. Δοκιμάζοντας και ρουφώντας, ρουφώντας και δοκιμάζοντας χόρτασε ο Χότζας. 
Αφού χόρτασε ρούφηγμα, τραβάει με πολύ προσοχή το καρφί, το σκουπίζει με ευλάβεια, το δείχνει σε όλους με επισημότητα και λέει:
 -"Πράγματι θαυματουργό καρφί. Δοκιμάστε και θα δείτε. Αυτό το καρφί πρέπει να το προσκυνάτε". Και το βάζει μετά πολλής προσοχής στην τσέπη της καρδιάς.
"Θα χρειαστεί και γι' άλλο χωριό" σκέφτηκε.
Σκοτωμός στο δοκίμασμα. Επιδοκιμασίες. Θαυμασμός. Μπράβο στο καρφί. "
Χότζα το καρφί και τα μάτια σου!". 
Ο Χότζας, ικανοποιημένος για το θαυματουργό καρφί και κυρίως χορτάτος, ξαπλωμένος στη σκιά της καρυδιάς που κακώς δε κάνει καρπούζι-αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία-, καμαρώνει ακόμη την εξυπνάδα των χωριανών του.

Την άνοιξη δεν παραπονιέται κανένας

Στη μεγάλη αίθουσα του δημαρχείου της πόλης όπου ζούσε ο Νασρεντίν, ήρθε να δώσει ομιλία ένας διάσημος σοφός. Όλη η πόλη είχε μαζευτεί εκεί για να ακούσει τον λόγο του σοφού και βέβαια κι ο Νασρεντίν, που κάθισε στην πρώτη σειρά. Η ομιλία άρχισε και πολύ γρήγορα ο Νασρεντίν βαρέθηκε με τις κοινοτυπίες που άκουγε. Κάποια στιγμή, ο σοφός ομιλητής είπε:
- Τι παράξενοι κι αχάριστοι που είναι οι άνθρωποι! Ποτέ τους δεν είναι ευχαριστημένοι με τίποτα! Το χειμώνα παραπονιούνται ότι παρακάνει κρύο, ενώ το καλοκαίρι παραπονιούνται ότι παρακάνει ζέστη.
Οι ακροατές της ομιλίας κούνησαν βαθυστόχαστα το κεφάλι τους, γιατί πίστευαν ότι κάνοντάς το αυτό, συμμετείχαν στην ουσία της σοφίας του ομιλητή.
Ο Νασρεντίν χωρίς να βγει εντελώς από την αφηρημάδα του, σήκωσε τα μάτια του προς τον σοφό ομιλητή και του είπε:
- Δεν έχεις προσέξει ότι για την άνοιξη, δεν παραπονιέται κανένας;  

Η εκδίκηση της Ναζίμας

Ο Ναστραδίν Χότζας όλο και γκρίνιαζε με την πρώτη του γυναίκα, τη Ναζίμα. Του ‘λεγε εκείνη κάθε φορά: «Ο μακαρίτης ο πρώτος μου άντρας, ο Αγκίμπ, δεν έκανε τούτο, δεν έκανε κείνο».
Μια νυχτιά την ακούει πάνω στον ύπνο της να παραμιλάει και να… ευχαριστεί τον Αγκίμπ για τα χάδια που φαίνεται πως της έκανε… στ’ όνειρό της. Ο Χότζας, χωρίς να το πολυσκεφτεί, της δίνει μια κλωτσιά και τη ρίχνει κάτω στο πάτωμα. Οργισμένη η Ναζίμα τρέχει ολονυχτίς στους γονείς της και το πρωί στον κατή.
Να πως απολογήθηκε ο Ναστραδίν:
Από τα λόγια της χανούμ κατάλαβα πως ο Αγκίμπ κοιμόταν ανάμεσά μας. Έτσι, για να μην παρεξηγήσει πως είμαι αφιλόξενος, κι επειδή δε χωράγαμε και οι τρεις στο κρεβάτι, έστειλα τη γυναίκα μου να κοιμηθεί κάτω στο πάτωμα.
Ο δικαστής έδωσε δίκαιο στο Χότζα. Η παμπόνηρη όμως γυναίκα δεν το έβαλε κάτω. Ορκίστηκε εκδίκηση.
Ένα καλοκαιριάτικο βράδυ που είχαν ξαπλώσει στο χαγιάτι να κοιμηθούν κι έπιασαν καβγά, η Ναζίμα το δίνει μια κλωτσιά κι ο Χότζας πέφτει με γδούπο στον κήπο.
Την άλλη μέρα οι γείτονες, που είχαν ακούσει τον καβγά και το πέσιμο, ρωτούσαν με υπονοούμενα το Χότζα τι έπαθε εκείνη τη νύχτα.
Δεν είναι τίποτα. Τσακώθηκα με τη γυναίκα μου κι εκείνη έδωσε μια κλωτσιά στο καφτάνι μου κι έπεσε στον κήπο.
Κι έκανε τέτοιο θόρυβο;
Μα δεν καταλαβαίνετε πως ήμουν κι εγώ μέσα; απάντησε συνοφρυωμένος ο Ναστραδίν Χότζας.

Πώς ο Νασρεντίν έκλεψε  όλα τα βουβάλια του χωριού

O Nασρεντίν Χότζας πήγε σε ένα χωριό για να ζητήσει δουλειά και έπιασε να ρωτάει στο χωριό τον κόσμο:
-Mπορώ να βρω δουλειά στο χωριό;
Και τον είδε μια γριά και του είπε:
- Τι δουλειά θέλεις και πώς σε λένε;
Κι αυτός είπε:
- Θέλω οποιαδήποτε δουλειά, μόνο να 'ναι πιο ελαφριά να μη σηκώνω βάρος γιατί δεν έχω δουλέψει σε βαριά δουλειά και το όνομά μου είναι
Νασρεντίν Χότζα. Εγώ μέχρι τώρα σπούδαζα. Αλλά η μάνα μου και ο πατέρας μου πέθαναν κι εγώ έμεινα ορφανός. Εγώ πολύ φουκαράς έμεινα. Γι
αυτό ψάχνω ελαφριά δουλειά μέχρι να συνηθίσω.
Και η γιαγιά ειδοποιεί στο χωριό και το χωριό  συνεννοείται.
- Δεν έχουμε χότζα για να μας κάνει προσευχή.
Και αυτοί του μαζεύουν λεφτά. Και του βρίσκουν σπίτι και ο Νασρεντίν αρχίζει και τους κάνει προσευχή και  να τους κάνει κήρυγμα.
Aλλά το χωριό είναι πολύ πλούσιο αλλά όλοι ήτανε αγράμματοι και ο Νασρεντίν γνωρίζεται καλά στο χωριό και άρχισε να το αγαπάει.
Και ο Νασρεντίν χότζας καταλαβαίνει:
- Εδώ έχει για μένα πολύ ψωμί.
Κι αυτός λέει: Όταν πάνε στο τζαμί να κάνουν προσευχή θα τους ρωτήσω.
- Δεν είναι ντροπή να ρωτήσω: Στο χωριό κανείς δεν ξέρει να διαβάσει;
Και ο κόσμος του χωριού του λέει:
- Α βρε χότζα πώς μπορούμε να βρούμε έναν άνθρωπο όπως εσύ να ξέρει να διαβάζει να μας διδάσκει τα παιδιά;
Και ο Νασρεντίν σκέφτηκε και τους λέει:
- Ξέρω σε ένα μέρος αλλά θα σας πω μετά από τρεις μέρες.
Κι αυτοί είπαν:
- Ναι.
Και ο Νασρεντίν σε τρεις μέρες μαθαίνει ότι στο χωριό έχουν πολλά βουβάλια. Και δε μπορούν να βρουν τσοπάνο και το χωριό δίνει πολλά λεφτά για
να βρουν τσοπάνο να τα βοσκάει. Ο Νασρεντίν είχε έναν αδελφό με πέντε παιδιά πολύ φτωχό. Ο Νασρεντίν συνεννοείται με τον αδελφό του:
- Σου βρήκα δουλειά να βόσκεις βουβάλια, θα σε πληρώνουν πολύ καλά από το χωριό αλλά θα ακούς μόνο εμένα.
Και ο αδελφός του λέει:
- Ναι, αδελφέ μου.
- Πάρε και το μεγάλο γιο σου μαζί.
Το αγόρι ξέρει να διαβάσει αλλά δεν είναι χότζας αλλά ο Νασραντίν σχεδίασε να τους πει ότι ήταν χότζας και να παίρνει τα λεφτά από το χωριό.
Περνάνε τρεις μέρες, στο χωριό ρωτάνε το Νασρεντίν Χότζα:
- Τι έγινε, βρήκες άνθρωπο να μας διδάσκει τα παιδιά;
- Βρήκα, θα ‘ρθεί, αλλά θέλει πρώτα να βρει στον πατέρα του δουλειά.
Και μετά ο κόσμος ρωτάει το Νασρεντίν τι δουλειά κάνει ο πατέρας του. Kαι ο Νασρεντίν λέει σε όλο το χωριό ο πατέρας του πολλά χρόνια κάνει τον
τσοπάνο.
Και το χωριό του λέει:
- Α βρε Νασρεντίν Χότζα! Φέρτον. Τόσο καιρό ψάχνουμε τσοπάνο να βοσκάει τα βουβάλια, θα τον πληρώνουμε καλά. Και ο Νασρεντίν τους τον
φέρνει και τους λέει:
- Κάθε βράδυ θα έρχεστε σε μένα. Θα σας λέω τι θα κάνετε.
Κι αυτοί του λένε:
-  Ναι.
Όμως του Νασρεντίν ο σκοπός ήταν του χωριού να φάει τα λεφτά και τα βουβάλια να πουλήσει.
Ο αδελφός του άρχισε να βόσκει. Τα βουβάλια άρχισαν να μπαίνουν στο νερό και ο αδελφός του φοβήθηκε και το είπε στο Νασρεντίν. Και
ο Νασρεντίν σκέφτηκε πώς μπορεί να ξεγελάσει το χωριό ότι τα βουβάλια βουλιάξανε.  Και ο Νασρεντίν πάει από ένα ξένο μέρος βρίσκει ένα
χασάπη. Και τον πάει εκεί που είναι τα βουβάλια και ο χασάπης όλα τα σφάζει και φορτώνει το κρέας και τα  λεφτά τα δίνει στο Νασρεντίν. Και
ο Νασρεντίν παίρνει όλες τις ουρές και πάει σε ένα λιβάδι και τις φυτεύει και ο αδελφός του πάει το βράδυ να μαζέψει τα βουβάλια, βλέπει μέσα στο
λιβάδι μόνο τις ουρές. Και πηγαίνει να το πει στο χωριό.
To χωριό ξεκινάει και πάει στο λιβάδι και βλέπει μόνο τις ουρές. Και πιάνει το Νασρεντίν και του λέει:
- Ε, Νασρεντίν, εσύ είσαι χότζας, μήπως ξέρεις καμιά ιστορία πώς βουλιάξανε τα βουβάλια μέσα στο λιβάδι αφού ξέρουν τα βουβάλια να πλέουν στο
νερό αλλά βουλιάξανε. Μήπως πνιγήκανε;
Kαι ο Νασρεντίν τους λέει:
- Πηγαίνετε όλο το χωριό. Μαζευτείτε και πιάστε τα από τις ουρές και τραβάτε. Aν βγάλετε ένα βουβάλι, όλα θα ζήσουνε αλλά αν δε βγάλετε
κανένα όλα θα πνιγούν.
Ένας λέει στο Νασρεντίν:
- Εγώ μόνος μου θα τραβήξω και θα βγάλω το βουβάλι.
Και ο Νασρεντίν του λέει:
- Πήγαινε και άμα βγάλεις ένα, όλα θα επιζήσουν, αλλά άμα κόψεις την ουρά, όλα θα βουλιάξουνε.
Κι αυτός πάει, τραβάει, όλες τις ουρές βγάζει, βουβάλι δεν υπάρχει. Και αυτός όλες τις ουρές τις πηγαίνει στο χωριό και ο Νασρεντίν λέει πως όλα βουλιάξανε.
Ένας λέει:
- Ναι βρε Νασρεντίν. Δεν  ξέρουν τα βουβάλια να πλέουν;
Και ο Νασρεντίν λέει:
- Ξέρουν να πλέουν στο νερό, αλλά δεν ξέρουν να πλέουν μέσα στη λάσπη.

Πηγές:
www.paramithas.gr
www.pare-dose.net
kappadokikaparamythia.wordpress.com
www.facebook.com/pages/ΓιάννεναΧίλια-κι-ένα-παραμύθια
thalassa-karadeniz.mylivepage.com 
mythoplasieskiafigiseis.wordpress.com
pomakohoria.blogspot.gr