Change Text Size
+ + + + +
Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς.

(Μακεδονία)

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια βασιλοπούλα. Κάθε πρωί, έβγαινε με τη βάγια της στην αυλή και καθόταν και κεντούσε. Κι εκεί που κεντούσε ερχόταν ένα πουλάκι και καθόταν στην ποδιά της και την έλεγε: «κι αν κεντάς κι αν δεν κεντάς, άντραν πεθαμένον θα πάρεις». Κι η βασιλοπούλα έκλαιγε και στεναχωρούνταν. «Μη στεναχωράσαι» την έλεγε η βάγια, «πουλάκι είναι και δεν ξέρει τι λέει». Μια μέρα, καθότανε πάλι στην αυλή, κι εκεί που κεντούσανε, τη βάγια την πήρε ο ύπνος κι αποκοιμήθηκε. Κι έρχεται τότε πάλι το πουλάκι κι έκατσε στην ποδιά της βασιλοπούλας και την λέει:
«κι αν κεντάς κι αν δεν κεντάς, άντραν πεθαμένον θα πάρεις». Σηκώνεται το λοιπόν η βασιλοπούλα να το πιάσει το πουλί, μα εκείνο πέταξε κι έφυγε κι όλο κελαηδούσε κι έλεγε «κι αν κεντάς κι αν δεν κεντάς, άντραν πεθαμένον θα πάρεις» και πετούσε μακριά.
Έτρεχε η βασιλοπούλα από πίσω να το πιάσει και μπήκε βαθιά μέσα στο δάσος και χάθηκε…. Κι εκεί που περπατούσε και περπατούσε φτάνει μπροστά σ’ ένα παλάτι μαρμάρινο. Μπαίνει μέσα και πάει σ’ όλες τις κάμαρες και δεν βρήκε κανέναν. Στο τέλος μπαίνει μέσα σε μια κάμαρα μεγάλη και βλέπει ξαπλωμένο στο κρεβάτι το βασιλέα που κοιμότανε και ήταν σαν μαρμαρωμένος. Δίπλα του ήταν αφημένο ένα χαρτί κι έλεγε «ό-ποια με διαβάσει εκατό φορές, θα την πάρω γυναίκα μου» Η βασιλοπούλα έκατσε σε μια μεριά, τι να κάνει δεν είχε, ε, άρχισε να τον διαβάζει. Εκεί που διάβαζε ακούει κάτω απ’ το παράθυρο να φωνάζουν: «σκλάβες, καλές σκλάβες». Σκύβει απ’ το παράθυρο και φωνάζει «Δώσε με μια σκλάβα να με κάμει παρέα». Άμα, παράδες δεν είχε να πλερώσει. Βγάζει το χρυσό το σκουλαρίκι από το αυτί της και το πετάει στον έμπορο. Μετά, έδεσε απ’ τη μέση της ένα σκοινί και το πέταξε απ’ το παράθυρο και πιάστηκε η σκλάβα κι ανέβηκε.
Η βασιλοπούλα διάβαζε το βασιλιά και είχε δίπλα της τη σκλάβα για συντροφιά. Όταν κόντευε τις εκατό φορές κουράστηκε, κι έγειρε να
κοιμηθεί. «Άμα ξυπνήσει ο βασιλιάς, να τον πεις που τον διάβασα εκατό φορές, είπε στη σκλάβα της. Άμα όμως την πήρε ο ύπνος τη βασιλοπούλα, ξύπνησε ο βασιλιάς και ρώτησε τη σκλάβα «εσύ ποια είσαι;» Εγώ είμαι βασιλέα μου που σε διάβασα εκατό φορές» απάντησε η σκλάβα. «Κι αυτή εδώ ποια είναι;» ρώτησε πάλι ο βασιλιάς. «Να, περνούσε από κάτω ένας και πουλούσε σκλάβες, και την αγόρασα για να με κρατάει λίγο συντροφιά, αλλά αυτή αντί να με κάνει παρέα, την πήρε ο ύπνος».
Ο βασιλιάς πήρε τη σκλάβα στο παλάτι και την παντρεύτηκε. Και τη βασιλοπούλα, την έβαλαν στα χωράφια να βοσκάει τις χήνες. Κι εκείνη φυλούσε τις χήνες κι όλο έκλαιγε, αλλά εκεί που ήταν στα χωράφια μοναχή της τι να κάνει;
Κάποια φορά, ο βασιλιάς θα πήγαινε μακρινό ταξίδι και γύρισε όλο το παλάτι και ρωτούσε όλους τους υπηρέτες τι δώρο ήθελαν να τους φέρει. Άμα τους ρώτησε όλους είπε «ε, ας πάω και σε κείνη τη σκλάβα που βοσκάει τις χήνες». Πάει και τη ρωτάει κι αυτή του είπε «βασιλιά μου, εγώ δώρα δεν θέλω, αμα θα σε ζητήξω να με φέρεις τρία πράγματα. Ένα μαχαίρι τσ’ σφαγιάς, ένα σκοινί τσ’ κρεμαστής και μια πέτρα τσ’ σκοτωτής. Και πρόσεξε καλά γιατί άμα τα ξεχάσεις αυτά, βουλιάζει το καράβι σου και δε γυρίζεις πίσω». Παραξενεύτηκε ο βασιλιάς αλλά τι να πει…
Έφυγε στο ταξίδι ο βασιλιάς κι έλειψε τρία χρόνια. Όταν τελείωσε τις δουλειές του, αγόρασε όλα τα δώρα που τον είχαν ζητήσει και μόνο της χηναρούς τα δώρα ξέχασε. Μπήκε στο βαπόρι να ξεκινήσει. Αλλά έπιασε φουρτούνα μεγάλη και παραλίγο να βουλιάξει το βαπόρι. «Μήπως σε ζήτηξε κανένας τίποτα κι εσύ το ελησμόνησες;» τον αρώτηξε ο καπετάνιος. «Βρεεε», λέει ο βασιλιάς, θυμήθηκε τι τον είχε πει η χηναρού, γυρνάει πίσω, παίρνει τα δώρα κι έτσι ημέρεψε η θάλασσα και μπήκε στο βαπόρι και γύρισε στο παλάτι.
Πήγε σ’ όλους τους υπηρέτες και τους έδωκε τα δώρα τους και στο τέλος θυμήθηκε και είπε «για να πάω και σε ‘κεινη που βοσκάει τις χήνες». Πήγε λοιπόν και την έδωκε τα δώρα αλλά είχε περιέργεια να δει τι
τα ήθελε να τα κάνει. Έτσι κατέβηκε απ’ το άλογο και κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο για να παραφυλάξει. Κι εκεί που παραφύλαγε ακούει την κοπέλα και λέει: «Σκοινί τσ’ Κρεμαστής, να κρεμαστώ, να μην κρεμαστώ;» και το σκοινί μιλούσε και την έλεγε: «Υπομονή βασιλοπούλα μ’, υπομονή». «Πέτρα τσ’ σκοτωτής, να σκοτωθώ να μη σκοτωθώ;» «Υπομονή βασιλοπούλα μ’ υπομονή». «Μαχαίρ’ τσ’ σφαγιάς, να σφαγώ, να μη σφαγώ;». «Υπομονή βασιλοπούλα μ’ υπομονή».
Φανερώνεται τότε ο βασιλιάς και την λέει: «Τι λόγια είναι αυτά που λες;» Και τον λέει τότε η βασιλοπούλα. «Εγώ ήμουν που σε διάβασα εκα-τό φορές τότε που ήσουν μαρμαρωμένος. Και πέρσε ένας από κάτω και πουλούσε σκλάβες και πήρα μια να με κάνει παρέα να μην είμαι μοναχιά μ’. Κι επειδή δεν είχα παράδες να τον πλερώσω τον έδωκα το ένα το σκουλαρίκι μου. Αλλά με πήρε ο ύπνος και όταν ξύπνησες σε είπε ψέμα-τα και σε κορόιδεψε και την παντρεύτηκες».
Ο βασιλιάς ταράχτηκε μ’ αυτά που τον είπε η βασιλοπούλα και την πήρε μαζί του στο παλάτι και την παντρεύτηκε και τη σκλάβα που τον είχε πει ψέματα την έδιωξε κι ούτε την ξαναείδε ποτέ κανείς. Και ζήσαν αυτοί καλά και ‘μεις καλύτερα…
Κι ήμαν κι εγώ εκεί και με δώκαν ένα μσούρ’ φακή.


(Βέροια Ημαθίας - Μακεδονία) Πρωτοψάλτου Χρυσάνθη
Πηγή: http://www.ebooks4greeks.gr